Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος

Γεννήθηκε στη Νεάπολη της Λακωνίας και από πολύ μικρός ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τη φιλοσοφία. Εργάστηκε δημοσιογραφικά σε πολλές εφημερίδες του Ηρακλείου Κρήτης, όπου ζει μόνιμα, αλλά και στην «Ελευθεροτυπία», της οποίας υπήρξε για 25 χρόνια προϊστάμενος του γραφείου Κρήτης. Είναι ιδρυτικό μέλος της «Εφημερίδας των Συντακτών», στην οποία αρθρογραφεί κατά διαστήματα. Έχει αναπτύξει πολλές και ποικίλες δραστηριότητες, τις οποίες δεν μπορεί να χωρέσει ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου. Παρουσίασε μελέτες σε πολλά επιστημονικά και φιλολογικά συνέδρια με τη συμμετοχή κορυφαίων φιλοσόφων και στοχαστών απ’ όλο τον κόσμο μεταξύ των οποίων και ο Νόαμ Τσόμσκι. Έχει γράψει πολλά ποιήματα. Η ποιητική του συλλογή «ΠΕΡΑΝ» εκδόσεις «Άπαρσις» είναι μια φιλοσοφική-υπαρξιακή κατάθεση, ένας πλούτος ιδεών και αξιών που στιγματίζουν αλλά και απεγκλωβίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. «Το ομώνυμο ποίημα συγκαταλέγεται στην ποίηση που ξεκίνησε το “Άξιον Εστί” του Ελύτη, εντελώς διαφορετικό σαν σύνθεση, όμως το ίδιο μεγαλόπνοο με εκείνο» γράφει μεταξύ άλλων ο Βασίλης Βασιλικός. Στις σημειώσεις ο συγγραφέας ενημερώνει: «Πέραν, φιλοσοφική έννοια στην Προσωκρατική φιλοσοφία και ονομασία του γνωστού προαστίου της Κωνσταντινούπολης».

Η 24η Ιουλίου 1974 που έπεσε η χούντα συμπίπτει με το τέλος της κατασκήνωσης που λειτουργούσε στον Άγιο Νικόλαο (έδρα του πρώην Δήμου Σμύνους) με αγόρια και κορίτσια του Δημοτικού σχολείου. Αντιγράφω ολόκληρο το άρθρο του Παναγιώτη με τίτλο: «Το πουλί του Παττακού το ΄χεσε η αλεπού» που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 26/4/2023, ο οποίος υπήρξε την περίοδο της χούντας τρόφιμος της συγκεκριμένης κατασκήνωσης.

«Ήμουν μαθητής Δημοτικού στη χούντα, όταν μ’ έπεισαν φίλοι να πάμε στην κατασκήνωση στη Λακωνία, στις παρυφές του Ταΰγετου. Στο προαύλιο δέσποζε ένα μεγάλο πουλί της χούντας, φτιαγμένο από ασπρισμένες πέτρες, μου φάνταζε κολοβό φίδι με ράμφος. Ο δάσκαλος, που ήταν υπεύθυνος στον έναν από τους 4 θαλάμους, είχε τη συμπεριφορά αγριάνθρωπου, μας έδερνε, συνθήκες τρομοκρατίας. Οι εργαζόμενοι τον φοβόντουσαν. Η δασκάλα μας χτύπησε και έφυγε, εμείς στον θάλαμο κάναμε φασαρία. Μια βραδιά όρθιος πάνω στο σιδερένιο ράντσο απήγγελλα τον Θούριο του Ρήγα Φεραίου. Ξαφνικά εισβάλει μέσα ο δάσκαλος απ’ τον απέναντι θάλαμο και όλοι πέφτουν κάτω από τα σεντόνια, εγώ συνέχιζα την απαγγελία. “Κρυφτήκατε εεεε, ένας θα την πληρώσει για όλους”, ούρλιαξε. Μου δίνει δυο χαστούκια. Πηδώ οργισμένος από το ράντσο, το κλοτσάω και διπλώνει. “Θα πάρω τη βαλίτσα μου και θα φύγω τώρα βάρβαρε, εγώ σε φυλακές δεν ζω”, του λέω. ΄Εξω από την υψηλή περίφραξη με σύρμα ούρλιαζαν τα τσακάλια και οι λύκοι, τα μάτια τους γυαλίζανε στο σκοτάδι. Τρομοκρατήθηκε με τη σκέψη πως αν δραπετεύσω, θα με φάνε οι λύκοι και θα βρει τον μπελά του, άρχισε να με καλοπιάνει. Κάποια στιγμή ειδοποίησαν πως ο Παττακός, που βρισκόταν στο Γύθειο, θα μας επισκεφθεί με ελικόπτερο. Άρχισαν τις προετοιμασίες. Μια μέρα πριν έρθει ο Παττακός, το βράδυ έφαγα μπόλικη σαλάτα και πήγα νωρίς στο κρεβάτι μου. Μεσάνυχτα σηκώθηκα, κατευθύνθηκα στο καταραμένο πουλί της χούντας. Κατέβασα το παντελόνι μου και… άδειασα στο κεφάλι του. Πήρα μια πέτρα και το πασάλειψα. Έφυγα σφαίρα για τις βρύσες, πλύθηκα, έφτασα στον θάλαμο, πλάγιασα. Ούρλιαζαν οι λύκοι και τα τσακάλια και εγώ τα’ άκουγα σαν εμβατήρια απελευθέρωσης. Στο εστιατόριο το πρωί οι σερβιτόρες ήταν κατάχλομες. “Τι έγινε;” τις ρώτησε ο δάσκαλος. “Χέσανε το πουλί, θα γίνουν ανακρίσεις”, απάντησαν και αυτός κατέρρευσε. Έγινε σούρουπο, μαθεύτηκε. “Θα σκαρφάλωσε μέσα από τον πλάτανο κανένα βρομοκούναβο κι έχεσε”, είπα κοροϊδευτικά. Ένα παιδί που είχε ποιητικό οίστρο φώναξε αυθόρμητα:

“Το πουλί του Παττακού

το ΄χεσε η αλεπού.

Το ΄χεσε κι ένα κουνάβι

κι έγινε σαν μαϊμού”.

Και άρχισαν να το επαναλαμβάνουν χορωδιακά όλα τα παιδιά. Έγινε ο χαμός, ο δάσκαλος τραβούσε τα μαλλιά του».

Λίγα λόγια για την κατασκήνωση:

Λόγω του ιδιαίτερου κλίματος, το χωριό είχε επιλεγεί και ήταν η έδρα της παιδικής κατασκήνωσης, η οποία για δυο χρόνια (1955 και 1956) λειτούργησε στη πλατεία του χωριού και από το 1957 ως τον Ιούλιο του 1974 -με τη γενική επιστράτευση σταμάτησε και δεν ξαναλειτούργησε- στις σύγχρονες για την εποχή εγκαταστάσεις, σε έναν ιδανικό τόπο σε απόσταση 2 χιλ. από το χωριό. Αναπτυσσόταν σε δυο περιόδους κάθε καλοκαίρι Ιούλιο και Αύγουστο με 25 ημέρες την κάθε περίοδο, με αγόρια και κορίτσια μαζί της ηλικίας του Δημοτικού σχολείου. Είχε 4 θαλάμους των 50 κρεβατιών ο καθένας και πολλές άλλες εγκαταστάσεις, μαγειρεία, εστιατόριο, τουαλέτες κ.λπ., αλλά και γεννήτρια παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Φιλοξενούσε παιδιά από μια ευρεία περιοχή της Λακωνίας μέχρι τη Νεάπολη Βοιών. Σε μια σχετικά πρόσφατη επίσκεψή μου βρήκα ένα αλουμίνιο κύπελλο, με το οποίο τα παιδιά έπιναν το γάλα τους, που επάνω ήταν χαραγμένη η λέξη Βρονταμάς.

Ένας ξεχωριστός πευκόφυτος χώρος, ο οποίος κάθε καλοκαίρι έσφυζε από ζωή, από τα τραγούδια και τα παιχνίδια των παιδιών είναι σε εγκατάλειψη. Τα κτίρια και οι εγκαταστάσεις παρατημένα στο έλεος των καιρικών συνθηκών οδηγούνται προς την απόλυτη ερήμωση. Και ενώ υπήρχαν προτάσεις για διαμονή ή και ασκήσεις στρατιωτικών μονάδων ή για μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων, δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Σ’ εμάς, που περάσαμε εκεί αξέχαστα καλοκαίρια, παρά τις αυστηρότητες, θα παραμένουν ανεξίτηλες οι παιδικές αναμνήσεις.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις