Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Tα μη πολιτικά πρόσωπα δεν διαθέτουν το μέγεθος και την εμβέλεια της ολόπλευρης εκπροσώπησης, ούτε τη δεξιότητα και την ικανότητα στοχευμένων επίκαιρων πολιτικοκοινωνικών παρεμβάσεων, ούτε την επάρκεια και τα προσόντα που απαιτεί η στάση απέναντι σε έμπειρους ηγέτες άλλων χωρών
Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος
Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ο εγγυητής του Πολιτεύματος. Εκλέγεται κάθε 5 χρόνια από τη Βουλή των Ελλήνων και έχει δικαίωμα επανεκλογής μία μόνο φορά. Μετά τη Μεταπολίτευση και την κατάργηση της μοναρχίας με το δημοψήφισμα της 8ης/12/1974 επανήλθε -θεσμοθετήθηκε αρκετές φορές από το 1924 και μετά- ο θεσμός του ΠτΔ με το Σύνταγμα του 1975, όταν ως πολίτευμα της Ελλάδος καθιερώθηκε η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Οι εξουσίες του περιορίστηκαν από το ΠΑΣΟΚ με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986 και έκτοτε θεωρείται διακοσμητικό πρόσωπο. Μπορεί ο ρόλος του να είναι συμβολικός, δεν παύει όμως να είναι ο ανώτατος ηγέτης του ελληνικού κράτους, γι’ αυτό η επιλογή του προσώπου έχει βαρύνουσα σημασία και σπουδαιότητα.
Στις 13/3/2025 λήγει η θητεία της ΠτΔ και θα πρέπει μέχρι τις 13/2/2025 να συνεδριάσει η Βουλή με μοναδικό θέμα την εκλογή του/της νέου/νέας Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εκτός από τις βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί κάποιος/κάποια για το αξίωμα του/της ΠτΔ, να είναι Έλληνας/Ελληνίδα πολίτης κ.λπ. απαιτείται πριν αναλάβει την άσκηση των καθηκόντων του/της, να δώσει ενώπιον της Βουλής τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι στο όνομα της Αγίας και Ομοούσιας και Αδιαίρετης Τριάδας να φυλάσσω …» (Σ. άρθρο 33 παρ.2), που σημαίνει ότι: ο/η ΠτΔ δεν μπορεί να δώσει πολιτικό όρκο, να είναι άθρησκος/η ή πιστός/ή άλλης θρησκείας, εκτός της επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα που είναι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού (Σ. άρθρο 3 παρ.1), ή άθεος/η ή αδιάφορος/η. Επομένως, αφού η κεφαλή του κράτους πρέπει να βεβαιώνει υποχρεωτικά την πίστη της στα ιερά και τα όσια της Ορθοδοξίας η Ελλάδα δεν είναι αμιγώς κοσμικό κράτος, αλλά ημι-θεοκρατικό. Η προνομιακή θέση που έχει η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί ότι της παρέχει το δικαίωμα να είναι συνομιλητής της πολιτικής εξουσίας και να συναποφασίζει, δηλαδή, η Εκκλησία είναι ένας κατ’ εξοχήν θεσμός εξουσίας, που εκτός από θρησκευτική έχει λόγο και στην πολιτική εξουσία.
Η ανάδειξη μιας ξεχωριστής, χαρισματικής προσωπικότητας στη θέση του ΠτΔ, θα αποτελέσει μια δυναμική παρουσία σοβαρότητας και εμπιστοσύνης. Πρέπει να είναι διακεκριμένος επιστήμονας, με ιδιαίτερα ατομικά και πνευματικά γνωρίσματα, εύστροφος και οξυδερκής, γνώστης της αληθινής ιστορίας και του πολιτισμού κατά τη διαχρονική πορεία του έθνους, με γλώσσα καθαρή, κατανοητή και πειστική. Με τακτική υπέρβασης της πολιτικής συγκυρίας και όχι ανδρείκελο της εκάστοτε κυβέρνησης, θα γίνεται αποδεκτός από τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού.
Επειδή η εκλογή του ΠτΔ απαιτεί ενισχυμένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (οι δύο πρώτες με 200 ψήφους, η τρίτη με 180 και η τέταρτη με 151) είναι απαραίτητη η μεσολάβηση μιας άτυπης διαβούλευσης, ένα πεδίο συναίνεσης μεταξύ των πολιτικών κομμάτων που είναι στη Βουλή για την καταλληλότητα του υποψηφίου, όπως γινόταν στο παρελθόν. Όμως, με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019, μπορεί ο ΠτΔ να εκλέγεται ακόμη και με σχετική πλειοψηφία στην τελευταία 5η ψηφοφορία, προκειμένου η εκλογή του να αποσυνδεθεί από την προσφυγή σε πρόωρες εθνικές εκλογές, η οποία όμως οδηγεί στην παραπέρα θεσμική αποδυνάμωσή του. (Άρθρο 32 του νέου Συντάγματος.) Δηλαδή, δίνεται η δυνατότητα εκλογής μονοκομματικού υποψηφίου. Η συνταγματική αυτή θέση είναι ανεπίτρεπτη και απαράδεκτη για πρόσωπο υψηλού κύρους και ειδικού βάρους, που θα εκπροσωπεί το έθνος και θα ενώνει τον λαό. Θα ήταν ευρέως αποδεκτό αν μετά την άκαρπη 4η ψηφοφορία ο ΠτΔ εκλεγόταν άμεσα από τον λαό με καθολική ψηφοφορία, άποψη που είχε υποστηρίξει και ο Κων/νος Μητσοτάκης.
Ο θεσμός του ΠτΔ έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα. Η ακύρωση από τον πρωθυπουργό της επανεκλογής του επιτυχημένου κατά γενική ομολογία Προκόπη Παυλόπουλου αποδεικνύει ότι δεν αντέχει ένα πρόσωπο στην Προεδρία της Δημοκρατίας, με ισχυρή προσωπικότητα και συγκροτημένη πολιτική σκέψη, που δεν θα γίνει ακόλουθός του. (Σκέρτσος, Πατέλης και Κ. Σακελλαροπούλου γιόρτασαν σε γνωστό wine bar στο κέντρο της Αθήνας μετά την ψήφιση του ν/σ για τα ομόφυλα ζευγάρια.) Η ευτέλεια άρχισε με την ονοματολογία πριν από δύο μήνες, όπου την αρχή έκανε ο ίδιος ο Κ. Μητσοτάκης, όταν σε συνέντευξή του άφησε να εννοηθεί ότι θα προτείνει ξανά την Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Ακολούθησαν πολλά ονόματα, από όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα, με τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή να δηλώνει ότι δεν ενδιαφέρεται. Παράλληλα είναι φανερή η αδυναμία της αντιπολίτευσης να καταθέσει συνολική πολιτική πρόταση που θα συμβολίζει κάτι νέο και ελπιδοφόρο για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα. Δυστυχώς, το πολιτικό σύστημα, ούτε σε μια τόσο σημαντική υπόθεση δεν μπορεί να κρατήσει υπεύθυνη και σοβαρή στάση.
Αναμφίβολα υπήρξαν Πρόεδροι της Δημοκρατίας, οι οποίοι με τις γνώσεις, το κύρος, τη συμπεριφορά και τη στάση τους εκπροσώπησαν με επάρκεια την Ελλάδα στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Οι: Στεφανόπουλος, Παπούλιας, Παυλόπουλος ενέπνεαν τον σεβασμό με την πνευματική τους συγκρότηση και την αξιοπρεπή παρουσία τους και έτυχαν γενικής αποδοχής. Η συνέχεια ήταν διαφορετική και απέδειξε ότι, τα μη πολιτικά πρόσωπα δεν διαθέτουν το μέγεθος και την εμβέλεια της ολόπλευρης εκπροσώπησης, ούτε τη δεξιότητα και την ικανότητα στοχευμένων επίκαιρων πολιτικοκοινωνικών παρεμβάσεων, ούτε την επάρκεια και τα προσόντα που απαιτεί η στάση απέναντι σε έμπειρους ηγέτες άλλων χωρών. Η σιωπή στον χειρισμό των κρίσιμων ζητημάτων της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής και ειδικότερα στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων φανερώνει αμάθεια, έλλειψη εξοικείωσης, τακτικής και υποχωρητικότητα. Οι αδυναμίες αυτές τα αναγκάζει να γίνονται υποχείρια των κυβερνώντων, γεγονός που υποβιβάζει και ευτελίζει και τον θεσμό και τα πρόσωπα.