ΛΑΚΩΝΙΑ. Η Αναβρυτή είναι το κεφαλοχώρι των 3.500 κατοίκων του Ταϋγέτου, που μολονότι γνώρισε πλούτο και δόξα, σήμερα ερημώνει. Λογικό αν σκεφτεί κανείς, πως κατά τα μεταπολεμικά χρόνια, άλλαξε πολύ ο χάρτης κατανομής, του ελληνικού πληθυσμού.

Σαφώς, μιλάμε για μια εποχή που δεν υπήρχαν μεγάλα αστικά κέντρα και ο όποιος συνωστισμός, συνέβαινε απλώς και μόνο, στα ορεινά κεφαλοχώρια της Ελλάδας. Η Αναβρυτή ήταν ένα τέτοιο λαμπρό παράδειγμα, κάτι το οποίο δεν είναι δυνατόν να κρυφτεί, ούτε στις μέρες μας.

Η ακμή και η παρακμή ενός σπουδαίου χωριού

Είναι πραγματικά εντυπωσιακά τα νούμερα, αν τα συγκρίνουμε ως θεατές. Το 1.830 στην Αναβρυτή ζούσαν 3.500 άνθρωποι, σε ένα χωριό που όχι μόνο λειτουργούσε σε πλήρη αυτάρκεια· αλλά οι κάτοικοί του είχαν δημιουργήσει κι ένα μικρό βιοτεχνικό κέντρο. Ένα μέρος δηλαδή, που εκτός τις πρώτες ύλες που παρήγαγε για τη διατροφή, τη θέρμανση ή την ένδυση του πληθυσμού του, δραστηριοποιούνταν και στους τομείς της βιοτεχνίας και του εμπορίου.

Τα περισσότερα πέτρινα σπίτια, ήταν τριώροφα ή διώροφα, για να φιλοξενούν τα εργαστήρια των νοικοκύρηδων· κάτι σαν τη σημερινή οικοτεχνία δηλαδή. Οι γυναίκες του χωριού είχαν αναπτύξει την τέχνη της υφαντικής, υφαίνοντας στους αργαλειούς σπάνια εργόχειρα, ανεκτίμητης αξίας στις μέρες μας.

Αξιοσημείωτη είναι η ευφυΐα των ντόπιων, όπου είχαν μετατρέψει σε υπαίθριο εργαστήρι, μια μεγάλη σπηλιά πίσω από το χωριό. Εκεί επεξεργάζονταν δέρματα για τη βυρσοδεψία και μαλλιά για την κατασκευή ειδικών πανιών, τα οποία χρησιμοποιούνταν στα λιοτρίβια και τυροκομεία της εποχής, τις λεγόμενες τσαντίλες.

Η λεπτομέρεια που κάνει τη διαφορά στα παραπάνω, είναι πως το 1.830· η Σπάρτη αριθμούσε, μόλις 1.500 κατοίκους.

Οι Αναβρυτιώτες, άρχισαν να φεύγουν στο εξωτερικό από το 1.900 και μετά. Ύστερα, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και ο εμφύλιος, που ακολούθησαν· οδήγησαν τεράστιο μέρος του πληθυσμού, στο εξωτερικό και στα μεγάλα αστικά κέντρα, αναζητώντας μια ευκολότερη ζωή.

Η δυναμική και η ευφυΐα των Αναβρυτιωτών, συνεχίστηκε και στο εξωτερικό. Μάλιστα, ο πρώτος ελληνικός σύλλογος στην Αμερική, δημιουργήθηκε το 1.901 στη Νέα Υόρκη, από τους μετανάστες, αυτού του ορεινού χωριού.

Το μοναστήρι με τον έναν μοναχό, που «ιδρύθηκε» από ένα παιδί

Δύο χιλιόμετρα βόρεια της Αναβρυτής, συναντάμε την Ιερά Μονή της Παναγίας Φανερωμένης. Ένα μοναστήρι που μολονότι συντηρείται από ένα μόνο μοναχό, αποτελεί μια όαση ευγένειας και καλοσύνης.

Το αξιόλογο εδώ, είναι πως το μοναστήρι δημιουργήθηκε περίπου το 1.840 από έναν μόνο άνθρωπο, ο οποίος παιδί ακόμα, βρήκε την ιερή εικόνα της Παναγίας, στο σημείο που βρίσκεται σήμερα η Μονή. Ο Αθανάσιος Λαδόπουλος λοιπόν, ιερομόναχος και κτήτορας της Μονής, έχτισε μόνος του τα πρώτα κελιά και αγόρασε τη γύρω περιοχή, για να επεκτείνει το μοναστήρι.

Ο ίδιος, μετά την κοίμησή του, σε χειρόγραφη διαθήκη, παραχώρησε την κυριότητα της Φανερωμένης, στην Ιερά Μονή Αγίων Τεσσαράκοντα. Αργότερα, το μοναστήρι θα καταστραφεί από τους Γερμανούς αλλά θα ανοικοδομηθεί ξανά, χάρη στις προσπάθειες των μοναχών και των ντόπιων.

Το κοντινό χωριό στην Αναβρυτή που πια δεν κατοικείται

Από το μοναστήρι της Φανερωμένης, ξεκινάει μονοπάτι που φτάνει στον ερειπωμένο οικισμό Περγανταίικα. Η πεζοπορική διαδρομή, είναι εύκολη ακόμα και για αρχάριους και παρότι σε μερικά σημεία, τα σημάδια κατεύθυνσης έχουν καταστραφεί, είναι εμφανής η διαδρομή που πρέπει να ακολουθηθεί.

Τα Περγανταίικα, λόγω της κοντινής απόστασης με την Αναβρυτή, είχαν αναπτύξει γερούς δεσμούς με το κεφαλοχώρι. Υπάρχουν ελάχιστα ιστορικά στοιχεία γι αυτό το μέρος· ωστόσο από προφορικές παραδόσεις, γνωρίζουμε πως δημιουργήθηκε από ξυλοκόπους της Αιτωλοακαρνανίας κατά την τουρκοκρατία, οι οποίοι αναζητούσαν ένα ορεινό καταφύγιο.

Σε μια πλαγιά λοιπόν του Ταϋγέτου, που δύσκολα γίνεται αντιληπτή, δημιούργησαν τον δικό τους οικισμό και ασχολήθηκαν με δουλειές της υπαίθρου και της κτηνοτροφίας. Τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο της Αναβρυτής, χρησιμοποιώντας το μονοπάτι αλλά και κάθε επικοινωνία ή μεταφορά, γινόταν με τον ίδιο τρόπο.

Από τα λίγα που γνωρίζουμε, το χωριό έφτασε να αριθμεί κάπου 250 κατοίκους, ενώ έπαψε να κατοικείται οριστικά, περίπου το 1.960 όταν οι κάτοικοί του μετοίκησαν, σε αστικά κέντρα και σε πόλεις του εξωτερικού.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις