Οι Τρεις Ιεράρχες
![Οι Τρεις Ιεράρχες](https://cdn.np-media.gr/media/news/2025/01/29/114462/figure/-.jpg)
Γράφει ο Παναγιώτης Τζουνάκος
Οι τρεις μέγιστοι φωστήρες της Εκκλησίας συγκροτήθηκαν και αναδείχθηκαν ως δυναμικά σύμβολα της σύζευξης του χριστιανισμού με τον ελληνισμό σε χρόνια πολύ δύσκολα. Η καθιέρωση της εκκλησιαστικής γιορτής έγινε τον 11ο αιώνα κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλέξιου Α΄ Κομνηνού, όταν οι αντιπαραθέσεις ήταν έντονες και ισχυρές. Ποτέ δεν υπήρξε καθολική συμφωνία για τη σπουδαιότητα των τριών αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, γιατί την εποχή εκείνη «η Ορθοδοξία αποτελούσε προϋπόθεση για την κατάληψη δημοσίου αξιώματος».
Οι διαδικασίες για την καθιέρωση της Πανεπιστημιακής γιορτής των Τριών Ιεραρχών και αργότερα η «Εορτή της Παιδείας» άρχισαν μετά την ίδρυση του νεότερου ελληνικού/εθνικού κράτους και κυρίως μετά το 1841 ως τις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά η πραγματική θεσμοθέτηση πραγματοποιήθηκε το 1911. Έκτοτε, η 30ή Ιανουαρίου κάθε χρόνο συνοδεύεται από εκδηλώσεις και βαρυσήμαντους λόγους, μέσα από τους οποίους παρατηρείται η προσπάθεια μόνιμου σχηματισμού ενός οργανωμένου και λειτουργικού συνόλου, ενός εθνικού και ταυτόχρονα θρησκευτικού αφηγήματος.
Η ελληνική ιστορία εμπλουτίζεται με τη θρησκευτική και διαμορφώνεται πλέον η εποχή του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Δηλαδή, ο ρόλος των Πατέρων της Εκκλησίας έρχεται να συνδέσει την ελληνική παιδεία με τη χριστιανική πίστη. Σημειώνεται ότι ο Παναγιώτης Μπρατσιώτης, καθηγητής θεολόγος του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ αρχικά δεν έδειξε ενδιαφέρον για τους Τρεις Ιεράρχες, αργότερα ως πρύτανης (1955-1956) παρήγγειλε το «ελληνοχριστιανικό λάβαρο» σε εργαστήριο του Μονάχου. (Το χρυσοκέντητο αυτό λάβαρο των Τριών Ιεραρχών τοποθετήθηκε το 1987 από τον πρύτανη Μιχάλη Σταθόπουλο στην αίθουσα-Μουσείο του Πανεπιστημίου Αθηνών). Από τον μεσοπόλεμο ως τη Μεταπολίτευση έγινε προσπάθεια να νομιμοποιηθούν τα «ελληνοχριστιανικά ιδεώδη» και να ενισχυθεί η αφοσίωση στον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό, τον οποίο υπερασπίστηκαν σθεναρά οι αρχές της χούντας. Στη συνέχεια το συγκεκριμένο αφήγημα φάνηκε ότι ατόνησε, αλλά οι κοινωνικές εντάσεις που δημιούργησαν τα συλλαλητήρια για το θέμα των ταυτοτήτων απέδειξαν ότι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη να ερευνήσει, να διαφοροποιηθεί ή και να απαλλαγεί από την ισχυρή παράδοση. Βέβαια, από τότε μέχρι σήμερα πολλά έχουν αλλάξει.
Ο διδάκτορας της φιλοσοφίας Γιώργος Ν. Οικονόμου σε άρθρο του με τίτλο «Η ιδεολογική κατασκευή των “Τριών Ιεραρχών”», μεταξύ άλλων γράφει: «Ο Βασίλειος απορρίπτει διαρρήδην τη δημοκρατία, που έχει ως βασική αρχή τη συμμετοχή όλων στην εξουσία και στις αποφάσεις. Κατά τον Βασίλειο, πηγή της εξουσίας δεν είναι ο Δήμος, αλλά ο θεός και ο μόνος ικανός να την ασκήσει ο ελέω θεού βασιλεύς* κ.λπ. Ο Γρηγόριος επιτίθεται λάβρος κατά της ελληνικής φιλοσοφίας, χαρακτηρίζοντάς την άχρηστη και νόθα. Επιτίθεται κατά του Ιουλιανού που επανέφερε την αρχαιοελληνική παιδεία και καταφέρεται κατά των Ομήρου, Σωκράτη, Πλάτωνα, Αριστοτέλη κ.λπ. Ο Ιωάννης επικρίνει την ελληνική φιλοσοφία, επειδή προβάλει ιδέες αντίθετες προς το χριστιανικό δόγμα. Υβρίζει την πλατωνική πολιτεία ως “καταγέλαστον”, καθώς και τον παλαιό του δάσκαλο Λιβάνιο, επειδή κατήγγειλε τον εμπρησμό του Ναού του Απόλλωνος στην Αντιόχεια ως έργο των Χριστιανών, υποστηρίζοντας ότι τον Ναό έκαψε ο ίδιος ο θεός των Χριστιανών. Ως Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, διέταξε την καταστροφή του περίφημου Ναού της Αρτέμιδος στην Έφεσο, που υπήρξε ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου** κ.λπ.».
Αν και η θρησκεία δεν είναι άμεσα υποχρεωτική, με πολλαπλούς μηχανισμούς έχει διεισδύσει διαχρονικά στους χώρους των πολιτικών και κοινωνικών αποφάσεων, ενεργειών και εκδηλώσεων, με το πολιτικό σύστημα αδύναμο και άτολμο, παρότι βρίσκεται σε προνομιακή σχέση, να υποκύπτει στις βουλήσεις και τις απαιτήσεις της. Το χέρι μας πρέπει να ακουμπήσουμε στο Ευαγγέλιο όταν αναλαμβάνουμε καθήκοντα στο δημόσιο, είτε ως ένορκοι ή μάρτυρες στα δικαστήρια, όταν παίρνουμε το πτυχίο μας και σε πολλές άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, για να αναγκαστούμε κάτω από κάποια φοβική «υψηλή» εποπτεία και τιμωρητική απειλή ότι θα πράξουμε το αυτονόητο, ότι δηλ. θα κάνουμε ευσυνείδητα τη δουλειά μας, θα πούμε την αλήθεια κ.λπ. Ο απόλυτος εναγκαλισμός του δημόσιου βίου με τη θρησκευτική πίστη αποτελεί την ισχυρή εξάρτηση της κοινωνίας από τη θρησκεία με τη συνηγορία και την επιβεβαίωση του κράτους, ενέργειες που περιορίζουν την ατομική ελευθερία, τις ατομικές ευθύνες και επιλογές. Οι πολιτικές ηγεσίες, αντί να κρατούν διακριτή στάση, σπεύδουν να φωτογραφηθούν με τους θρησκευτικούς ηγέτες και να πάρουν την ευλογία τους για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων τους, ώστε να συμπληρωθεί το κάδρο της ευτέλειας, με την εικόνα της απόλυτης υποκρισίας.
Επομένως, στις στενές σχέσεις συνεργασίας πολιτείας και θρησκείας εντάσσεται και η γιορτή των Τριών Ιεραρχών, μια τεχνητή κατασκευή στη νεότερη και τη σύγχρονη Ελλάδα, για ιδεολογική χρήση, η οποία επιβάλλεται αυταρχικά σε μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς. Όμως, η εξαναγκαστική αυτή προβολή-υποβολή πολύ γρήγορα θα ξεπεραστεί και θα ξεχαστεί, γιατί η πραγματικότητα είναι σκληρή και αμείλικτη και δεν αντιμετωπίζεται με τις τυποποιημένες ευχές και προσευχές.
*Παρότι ο Ιησούς τάχθηκε εναντίον των ισχυρών και πολέμησε την εξουσία τους, ο Βασίλειος συμφωνεί με αυτά που γράφει ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του:
«Πᾶσα ψυχὴ ἐξουσίαις ὑπερεχούσαις ὑποτασσέσθω. οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία εἰ μὴ ὑπὸ Θεοῦ· αἱ δὲ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν …». (Προς Ρωμαίους 13.1-7).
«Παρακαλῶ οὖν πρῶτον πάντων ποιεῖσθαι δεήσεις, προσευχάς, ἐντεύξεις, εὐχαριστίας, ὑπὲρ βασιλέων καὶ πάντων τῶν ἐν ὑπεροχῇ ὄντων, ἵνα ἤρεμον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωμεν …». (Προς Τιμόθεο 2.1).
**Προφανώς, δεν αναφέρεται στην πυρπόληση του 356 π.Χ. από τον Ηρόστρατο, αλλά στην καταστροφή που έγινε στις αρχές του 5ου αιώνα μ.Χ., όπως γράφει ο θεολόγος και χριστιανός επίσκοπος της Κύρρου Θεοδώρητος, στο έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία».