ΚΙΛΚΙΣ. Ο ελληνικός στρατός νίκησε τον βουλγαρικό στην περιοχή Σκρα του Κιλκίς, στις 17 Μαΐου 1918 (30 Μαΐου με το νέο ημερολόγιο), κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρξε η σπουδαιότερη απ’ όσες μάχες έγιναν την άνοιξη εκείνης της χρονιάς στο Μακεδονικό Μέτωπο και η πρώτη εμπλοκή των ελληνικών δυνάμεων σε μια μεγάλης κλίμακας επιχείρηση.

Λίγο καιρό μόλις μετά το τέλος του φριχτού για την Ελλάδα Εθνικού Διχασμού, που ξέσπασε ανάμεσα στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο και το βασιλιά Κωνσταντίνο με αφορμή την ένταξη ή μη της Ελλάδος στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και σχεδόν οδήγησε την πατρίδα μας στο χείλος του Εμφυλίου Πολέμου, η Ελλάδα έμπαινε έστω και καθυστερημένα στον πόλεμο ως σύμμαχος της Αντάντ ή Τριπλής Συνεννόησης, της συμμαχίας δηλαδή Αγγλίας-Γαλλίας-Ρωσίας στην οποία είχαν ήδη ενταχθεί οι γείτονες μας Σέρβοι.

Τι μπορούσε να προσδοκά κανείς από μια χώρα που ήταν ήδη από το 1904 -αν εντάξουμε και το Μακεδονικό Αγώνα που διαδραματίστηκε στην περιοχή μας- συνεχώς σε εμπόλεμη κατάσταση και μάλιστα έμπαινε στον πόλεμο μετά από ένα σπαρακτικό και επώδυνο διχασμό;

Κι όμως η σύντομη παρουσία του ελληνικού στρατού στο πλευρό των συμμάχων αποδείχθηκε καίρια και καθοριστική για την οριστική νικηφόρα για τους συμμάχους έκβαση του Α Παγκοσμίου Πολέμου.

Είναι αποδεκτό απ όλους σχεδόν τους σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές της περιόδου εκείνης πως οι σημαντικότερες στρατιωτικές επιτυχίες του σημειώθηκαν στην περιοχή μας, στη μάχη του Ραβινέ (1 Μαΐου 1917) και στη μάχη του Σκρά (17 Μαΐου 1918),που οδήγησαν στην τελική επίθεση που εκδηλώθηκε από τις δυτικές δυνάμεις καθ’ όλο το μήκος του βαλκανικού μετώπου, το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και οδήγησε στη διάσπαση των εχθρικών γραμμών και την τελική ήττα των Γερμανοβουλγαρικών στρατιωτικών τμημάτων.

Ξεκάθαρα όμως η μεγαλύτερης σημασίας μάχη-νίκη που πέτυχαν οι δυνάμεις της Αντάντ ήταν η μάχη του Σκρά που είχε τη σφραγίδα του ηρωισμού και της αυταπάρνησης του ελληνικού στρατού.

Με αφορμή λοιπόν τη συμπλήρωση σχεδόν ενός αιώνα από τη σπουδαία μάχη ας γυρίσουμε το ιστορικό βλέμμα έναν αιώνα πίσω κι ας θυμηθούμε το ιστορικό της μάχης, στην οποία την κύρια επιθετική δύναμη αποτέλεσαν οι τρεις σπουδαίες όπως αποδείχθηκε ελληνικές μεραρχίες στρατού, της Εθνικής Άμυνας του Ελευθερίου Βενιζέλου, Αρχιπελάγους (Υποστράτηγος Δημήτριος Ιωάννου), Σερρών (Υποστράτηγος Επαμεινώνδας Ζυμβρακάκης) και Κρήτης (Υποστράτηγος Παναγιώτης Σπηλιάδης), δύναμης 53.740 ανδρών, με 24 Τάγματα Πεζικού, 672 αυτόματα όπλα και 44 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα. Επίσης, οι Σύμμαχοι διέθεσαν το 45 Γαλλικό Σύνταγμα Πεζικού και ένα λόχο φλογοβόλων για την ενίσχυση της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και το 1ο Σύνταγμα Αφρικανών ως εφεδρεία.

Από το Δεκέμβριο του 1915 τα στρατεύματα των Κεντρικών Δυνάμεων (Βούλγαροι και Γερμανοί) είχαν πλησιάσει κοντά στο Σκρα και την άνοιξη του 1916 οι δυνάμεις της Αντάντ άρχισαν να προχωρούν προς το Σκρα ντι Λέγκεν, όπως είχαν ονομάσει οι Γάλλοι την τοποθεσία, με σκοπό να καθηλώσουν τις γερμανικές δυνάμεις, ώστε να μην μεταφερθούν μονάδες τους στο Δυτικό Μέτωπο. Από τον Απρίλιο του 1917 άρχισαν αψιμαχίες μεταξύ των δύο αντιπάλων, την ίδια ώρα που οι Γερμανοβούλγαροι οχύρωναν την περιοχή.

Ως εκ τούτου, ο γάλλος αρχιστράτηγος του Μετώπου, στρατηγός Γκιγιομά, αποφάσισε την κατάληψη της οχυρωμένης περιοχής του Σκρα. Τα σχέδια της επίθεσης συμπληρώθηκαν και υλοποιήθηκαν από τον αντικαταστάτη του, στρατηγό Φρανσέ ντ’ Εσπερέ.

Την επίθεση ανέλαβε να υλοποιήσει το Σώμα Στρατού Εθνικής Αμύνης υπό τον αντιστράτηγο Εμμανουήλ Ζυμβρακάκη, ενώ τις δυνάμεις κρούσης οδηγούσε ο υποστράτηγος Ιωάννου. Για το σκοπό αυτό διατέθηκαν το 5ο και 6ο Σύνταγμα Αρχιπελάγους, το 7ο και το 8ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Κρητών και το 1ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Σερρών. Η ελληνική δύναμη διέθετε 14.546 πεζικάριους, τους οποίους υποστήριζαν 287 βαρέα και ελαφρά πυροβόλα. Υποστηριζόταν από την 16η Γαλλική Αποικιακή Μεραρχία και το 1ο Σύνταγμα Αφρικής. Οι Βούλγαροι διέθεταν πέντε συντάγματα πεζικού, υποστηριζόμενα από ισχυρό πυροβολικό, βαρύ και ελαφρύ.

Η κατάληψη της οχυρής τοποθεσίας του υψώματος Σκρα Ντι Λέγκεν ήταν ο βασικός στόχος των Συμμαχικών δυνάμεων καθώς λόγω της ιδιαιτερότητας της γεωμορφολογίας της περιοχής ο έλεγχος της επέτρεπε στο νικητή να κυριαρχήσει και να επεκταθεί έχοντας οχυρωθεί σημαντικά σε ολόκληρη την περιοχή του μετώπου της Κεντρικής και όχι μόνο Μακεδονίας.

Όπως επισημαίνει ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Κακουδάκης (Διευθυντής της Διεύθυνσης Ιστορίας του ΓΕΣ): «Στις 04:30 της 17/30 Μαΐου 1918 (παλιό ημερολόγιο/νέο ημερολόγιο), άρχισε η προπαρασκευή του πυροβολικού και στις 04:55 άρχισε η επίθεση του ελληνικού πεζικού με ορμή, με υψηλό ηθικό και πίστη για τη νίκη μέσα σ’ ένα φραγμό του εχθρικού πυροβολικού. Η εχθρική αντίσταση, μπροστά στην επιθετικότητα του Ελληνικού Στρατού κάμφθηκε μέχρι πλήρους τελικής συντριβής τόσο των αμυνομένων, όσο και των εχθρικών ανεπιτυχών άμεσων αντεπιθέσεων.

Την ημέρα αυτή ο καιρός ήταν νεφελώδης και από τις 09:00 ώρας άρχισε να βρέχει. Επικρατούσε αραιή ομίχλη, η οποία ευνοούσε την προώθηση του πεζικού, χωρίς να επισημαίνονται οι κινήσεις τους, γιατί τα εγγύς παρατηρητήρια είχαν καταστραφεί και τα υψηλότερα της Τσένας ήταν καλυμμένα από πυκνά σύννεφα και δεν υπήρχε ορατότητα.

Η επίθεση άρχισε στις 5 το πρωί της 16ης Μαΐου με μπαράζ πυροβολικού. Τα προορισμένα για την επίθεση πεζοπόρα τμήματα εξόρμησαν το πρωί της 17ης Μαΐου και μέχρι το απόγευμα, έπειτα από σκληρές μάχες και παρά την πείσμονα αντίσταση των Βουλγάρων, κατέλαβαν το Σκρα. Το τίμημα ήταν βαρύ για τα ελληνικά στρατεύματα. Οι νεκροί ανήλθαν σε 434 και οι τραυματίες σε 1.925. Σε πολλές εκατοντάδες υπολογίζονται οι νεκροί και οι τραυματίες Βούλγαροι και σε 2.000 οι αιχμάλωτοι.

Η καταστροφή των βουλγαρικών οργανώσεων από το ελληνικό πυροβολικό ήταν ολοκληρωτική και η προσβολή των επιφανειακών δυνάμεων εύστοχη. Η διάνοιξη των δρομολογίων από το Μηχανικό ήταν άμεση και αποτελεσματική και η συνεργασία του 45ου Γαλλικού Συντάγματος Πεζικού και των τμημάτων του 1ου Αφρικανικού Συντάγματος, που είχαν δοθεί υπό διοίκηση στη Μεραρχία, ήταν αρκετή καλή.

Όλες οι βουλγαρικές αντεπιθέσεις απέτυχαν. Οι ελληνικές απώλειες ήταν: νεκροί 6055, τραυματίες 2.227 και 164 αιχμάλωτοι. Οι απώλειες των Βουλγάρων δεν είναι γνωστές. Ωστόσο καταμετρήθηκαν πάνω από 400 νεκροί στο πεδίο της μάχης και 1835 αιχμάλωτοι, και κυριεύτηκε πολύ εχθρικό υλικό, πυροβόλα, πολυβόλα, κ. ά. και μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών.»

Η μάχη του Σκρά βασίστηκε σε πολλούς παράγοντες, όπως η καλή στρατηγική τοποθέτηση των συμμαχικών δυνάμεων, η πιστή εφαρμογή από πλευράς των δυνάμεων των εντολών τόσο της γαλλικής διοίκησης όσο και του Αντιστρατήγου Ζυμβρακάκη, καθώς και η μεθοδικότητα και συνεργασία των δυνάμεων κατά την επίθεση. Είναι ξεκάθαρο όμως πως η επιτυχία σε μια τόσο δύσκολη μάχη και η κατάληψη ενός τόσο σημαντικού οχυρού βασίστηκαν κύρια στη γενναιότητα, το υψηλό φρόνημα και την αυταπάρνηση οπλιτών και αξιωματικών.

Η νίκη των Ελλήνων στο Σκρα προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους Συμμάχους κι ενθουσίασε τον ελληνικό λαό. Κατέδειξε ότι ο ελληνικός στρατός, παρ’ όλες τις εσωτερικές διαμάχες λόγω του Εθνικού Διχασμού, τα οργανωτικά και λειτουργικά του προβλήματα, εξακολουθούσε να είναι αξιόμαχος και εμπειροπόλεμος.

Ιστορίες αυτοθυσίας όπως εκείνη του Ταγματάρχη Παπαγιάννη που πάλεψε μέχρι τέλους πέφτοντας ηρωικά στο πεδίο της μάχης, αλλά και άγνωστες καθημερινές ιστορίες πολεμιστών-ηρώων της μάχης, όπως εκείνη του Σολανοκωστή από τον Κακόπετρο Χανίων που αποδεικνύουν περίτρανα το μεγαλείο ψυχής και την αδάμαστη πίστη όσων πολέμησαν εκείνες τις μέρες.

Σαφώς και για τη μάχη του Σκρά γράφτηκαν ως τώρα πολλά και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα. Εκείνο όμως που έχει σημασία πάνω απ όλα είναι πως δυστυχώς ακόμη και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι και κυρίως νέοι, ακόμη και της περιοχής μας που αγνοούν τη σημασία του τόπου και της περιοχής μας.

Εδώ και λίγα χρόνια στο Σκρά λειτουργεί το μουσείο Α Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο χάρη κυρίως σε δωρεές οικογενειών αξιωματικών και πολεμιστών της μάχης αλλά και αντικειμένων που βρέθηκαν στην ευρύτερη περιοχή, διασώζει με μοναδικό τρόπο όχι μόνο μνήμες αλλά και πολύτιμο υλικό των αντίπαλων στρατών, όχι μόνο των συμμάχων αλλά και του Γερμανικού και Βουλγαρικού στρατού. Είναι λοιπόν ένα μουσείο-ζωντανή μαρτυρία της μάχης που πρέπει να επισκεφτεί ο καθένας μας.

Επίσης υποχρέωση της πολιτείας και όλων όσων αγαπούμε την ιστορία της περιοχής είναι να διεκδικήσουμε την ανάδειξη και αποκατάσταση μνημείων όπως τα Γαλλικά Νεκροταφεία, που βρίσκονται ανάμεσα στα χωριά Σκρα-Φανός,του μνημείου προς τιμήν του Ταγματάρχη Παπαγιάννη, καθώς και του Γαλλικού Νοσοκομείου και των θέσεων κοντά στο Δρέβενο και την περιοχή της Λίμνης Μεταλλείου και του Κοτζά Ντερέ.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις