ΕΛΛΑΔΑ. Το επιβατηγό ατμόπλοιο «Χειμάρρα», που ανήκε προηγουμένως στη Γερμανία με την ονομασία «Χέρτα», δόθηκε στη χώρα μας ως πολεμική επανόρθωση και το εκμεταλλευόταν το Δημόσιο. Απέπλευσε στις 8:30 το πρωί της 18ης Ιανουαρίου 1947, από τη Θεσσαλονίκη για τον Πειραιά, με 544 επιβάτες και 86 άνδρες πλήρωμα. Βρισκόμαστε στο μέσον του Εμφυλίου Πολέμου και το οδικό δίκτυο της χώρας ήταν σε κακή κατάσταση, αν όχι ανύπαρκτο. Έτσι, μια εναλλακτική διαδρομή από Θεσσαλονίκη προς Αθήνα ήταν μέσω θαλάσσης.

Στις 4:10 τα ξημερώματα της 19ης Ιανουαρίου το «Χειμάρρα» ενώ έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό προσέκρουσε λόγω της πυκνής ομίχλης στις βραχονησίδες «Βερδούγια», μεταξύ Νέων Στύρων και Αγίας Μαρίνας. Είναι η επικρατέστερη εκδοχή του ναυαγίου, γιατί υποστηρίζονται και άλλες απόψεις, όπως ότι προσέκρουσε σε μαγνητική θαλάσσια νάρκη ή ότι έγινε σαμποτάζ.

Η σφοδρή πρόσκρουση προκάλεσε εισροή υδάτων και σοβαρό πρόβλημα στο πηδάλιο του πλοίου, με αποτέλεσμα να παραμείνει ακυβέρνητο. Το πλήρωμα του «Χειμάρρα» δεν φρόντισε να διατηρήσει την τάξη κατά την εγκατάλειψη του σκάφους, που έγινε τελείως ανεξέλεγκτα.

Αν και το επιβατηγό βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα και σε απόσταση μόλις ενός μιλίου από την Αγία Μαρίνα, ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου, το φοβερό ψύχος και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα της περιοχής, είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι. Ανάμεσά τους πολλά γυναικόπαιδα, πολιτικοί κρατούμενοι και χωροφύλακες συνοδοί.

Στη δίκη που ακολούθησε, ο δεύτερος πλοίαρχος Μπέρτολς, που ήταν βάρδια την ώρα του ναυαγίου, καταδικάστηκε σε φυλάκιση 20 μηνών και ο πλοίαρχος Μπελέσης σε φυλάκιση 15 μηνών με αναστολή. Για την απώλεια του πλοίου το Ελληνικό Δημόσιο εισέπραξε από την ασφάλεια 70.000 λίρες Αγγλίας.

Χρόνια αργότερα, ο δύτης Κώστας Θωκταρίδης και η ομάδα του πραγματοποίησαν έρευνες στο σημείο του ναυαγίου και ανέσυραν πολύτιμα αντικείμενα. Εκτέθηκαν μαζί με κειμήλια από το ναυάγιο του Τιτανικού στις αρχές του 2006 στο Ζάππειο.

Το μοιραίο ταξίδι

Στις 18 Ιανουαρίου 1947 στις 8:30 π. μ. το «Χειμάρα» με 530 επιβάτες και 87 άνδρες πλήρωμα απέπλευσε από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τον Πειραιά. Ανάμεσα στους επιβάτες του ήταν 244 αδειούχοι στρατιώτες, 34 πολιτικοί κρατούμενοι που οδηγούνταν στην εξορία και 43 χωροφύλακες. Μετά τον απόπλου του πλοίου ο πλοίαρχος ζήτησε και πέτυχε να παραμείνουν οι κρατούμενοι χωρίς δεσμά σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Πλοίαρχος ήταν ο Σπύρος Π. Μπιλίνης, ένας από τους πλέον έμπειρους της ακτοπλοΐας.

Γεννήθηκε στα Βάτικα της Λακωνίας το 1895. Από νωρίς στράφηκε στη θάλασσα ταξιδεύοντας με καΐκια, γρήγορα όμως στράφηκε στην ακτοπλοΐα. Το 1922 ναυάγησε για πρώτη φορά λόγω πυρκαγιάς στο ακτοπλοϊκό «Αστραπή». Στη συνέχεια υπήρξε πλοίαρχος σε καράβια της Λακωνικής Ακτοπλοΐας, της οποίας υπήρξε μέτοχος. Το 1941 αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το επιβατηγό «ΛΕΩΝ» όταν αυτό βομβαρδίστηκε από Γερμανικά αεροσκάφη και βυθίστηκε κοντά στη Χαλκίδα.

Ο Μπιλίνης λόγω της κακοκαιρίας θεώρησε σκόπιμο να μην περάσει ανοιχτά της Εύβοιας αλλά να πλεύσει εσωτερικά της, περνώντας από τη Χαλκίδα. Εκείνη την εποχή όμως στις ελληνικές θάλασσες υπήρχαν ναρκοπέδια και ο κίνδυνος ήταν μεγάλος. Γι’ αυτό τα πλοία ακολουθούσαν προκαθορισμένες πορείες που ήταν οι πλέον ασφαλείς. Το πλοίο έφτασε στη Χαλκίδα μετά από 16 ώρες, τα μεσάνυχτα της 18ης Ιανουαρίου. Εκεί αποβιβάστηκαν 9 ή 10 επιβάτες και επιβιβάστηκε άγνωστος αριθμός ατόμων.

Αφού πέρασε τα στενά του Νοτίου Λιμένα παράλλαξε την Αυλίδα ανεβάζοντας ταχύτητα στους 12 κόμβους. Ο άνεμος ήταν βόρειος, μέτριας έντασης και επικρατούσε δριμύ ψύχος. Ο πλοίαρχος Μπιλίνης ισχυρίστηκε ότι αφού έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στον αξιωματικό φυλακής, Ανθυποπλοίαρχο Αθανάσιο Καναβά, αποσύρθηκε στο διαμέρισμα χαρτών όπου και αναπαύθηκε στον καναπέ φορώντας τα ρούχα του.

Ο πλους συνεχίστηκε κανονικά ως τις 4:00 π. μ. οπότε έγινε η προβλεπόμενη αλλαγή φυλακής στον αξιωματικό φυλακής γέφυρας, στον πηδαλιούχο και στο μηχανοστάσιο. Στη γέφυρα ο Ανθυποπλοίαρχος Καναβάς παρέδωσε στον Ύπαρχο Ιωάννη Μπέρτση, το πηδάλιο παρέλαβε ο Ναύτης Χρήστος Ζουμπουλάκης και τη μηχανή ο Β’ μηχανικός Π. Μπογιατζίδης. Δεν πρόλαβε όμως να κατέβει στα χειριστήρια για να παραλάβει από τον Γ’ μηχανικό Δ. Γεωργούδη.

Στις 4:10 π. μ. ενώ στη γέφυρα βρισκόταν ο Ιωάννης Μπέρτσης και ο ανθυποπλοίαρχος Καναβάς ήταν ακόμα στο διαμέρισμα χαρτών το «Χειμάρα» έπλεε κοντά στις νησίδες Βερδούγια ανάμεσα στα Νέα Στύρα και την Αγία Μαρίνα.

Η ολέθρια πρόσκρουση

Το πλοίο συνέχισε να κινείται με πορεία 140 μοιρών, καθώς ο Ι. Μπέρτσης δεν είχε ενημερωθεί κατά την αλλαγή της βάρδιας να στρέψει την πορεία σε 125 μοίρες. Αντιλαμβανόμενος τον άμεσο κίνδυνο ο Μπέρτσης διέταξε τον πηδαλιούχο «όλο δεξιά». Η πλώρη του «Χειμάρα» μετακινήθηκε δεξιά, όμως η αριστερή πλευρά του πλοίου προσέκρουσε σε βραχώδη προεξοχή του υφαλοπρανούς της βραχονησίδας Θερακωτό (στο πόρισμα της Ανακριτικής Επιτροπής Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων αναφέρεται ως Γάιδαρος, η Υδρογραφικη Υπηρεσια την αναφέρει ως Λευκασιά ή Δερακωτός, ενώ στη γύρω περιοχή είναι γνωστή ως Θερακωτός).

Το πλοίο σείστηκε από άκρη σε άκρη και τα φώτα έσβησαν. Οι επιβάτες ξύπνησαν έντρομοι και προσπαθούσαν να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Η σφοδρή πρόσκρουση προκάλεσε εισροή υδάτων από τα ύφαλα του πλοίου και επιπλέον έθεσε εκτός λειτουργίας στο πηδάλιο με αποτέλεσμα το «Χειμάρα» να μείνει ακυβέρνητο, ενώ ατμοί έβγαιναν από το μηχανοστάσιο του. Ο πλοίαρχος Μπιλίνης έδωσε εντολή να χρησιμοποιηθεί το χειροκίνητο πηδάλιο του πλοίου με σκοπό την προσάραξη του σε αβαθή.

Αν και οι μηχανές του πλοίου εξακολουθούσαν να λειτουργούν για ένα μικρό χρονικό διάστημα, το χειροκίνητο πηδάλιο δεν υπάκουε. Επίσης δεν μπορούσε να σταλεί σήμα κινδύνου καθώς ο ασύρματος δεν λειτουργούσε. Τότε ο πλοίαρχος διέταξε τη διανομή σωσιβίων στους επιβάτες και με έναν τηλεβόα έδωσε διαταγή εγκατάλειψης. Όμως όπως ήταν αναμενόμενο επικράτησε πανικός. Το «Χειμάρα» είχε έξι σωστικές λέμβους που μπορούσαν να μεταφέρουν 320 άτομα αλλά και μικρότερες σχεδίες.

Οι σωστικές λέμβοι ρίχτηκαν στη θάλασσα αλλά καθώς αρκετές ήταν ακαλαφάτιστες έμπαζαν νερά. Οι στρατιώτες και οι χωροφύλακες που επέβαιναν στο πλοίο έκαναν χρήση των όπλων τους για να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα ανέβουν στις σωστικές λέμβους. Παρασυρόμενο από τον άνεμο και τα ισχυρά θαλάσσια ρεύματα που επικρατούσαν στην περιοχή το «Χειμάρα» βυθίστηκε γύρω στις 5:30 π. μ. σε βάθος 33 μέτρων κοντά στη νησίδα Παρθενόπη (ή Μεγάλο Βερδούγι με ύψος 81 μέτρα), στην οποία υπάρχει φάρος.

Οι εφιαλτικές ώρες των ναυαγών - Πώς διασώθηκαν εκατοντάδες άτομα;

Στις 7 π. μ. το πετρελαιοκίνητο καΐκι «ΕΧΕΙ Ο ΘΕΟΣ» του Ιορδάνογλου που διερχόταν από την περιοχή περισυνέλλεξε 30 ναυαγούς και τους μετέφερε στους Πεταλιούς. Αργότερα επέστρεψε ξανά στον χώρο του ναυαγίου και περισυνέλλεξε άλλους 36. Ο πλοίαρχός του δέχθηκε σφοδρή κριτική, αφενός γιατί δεν έριξε μέρος του φορτίου του στη θάλασσα για να σώσει και άλλους ναυαγούς, αλλά και γιατί μετέφερε τους ναυαγούς στους Πεταλιούς και όχι σε κοντινότερο λιμάνι. Στη συνέχεια έφτασε στην περιοχή του ναυαγίου το πετρελαιοκίνητο ιστιοφόρο «Άγιος Κωνσταντίνος» του Γ. Παπαναστασίου από τα Στύρα που περισυνέλλεξε 58 επιζώντες και μία σορό.

Στο καΐκι επέβαινε και ο γιατρός των Στύρων που αμέσως πρόσφερε τις πρώτες βοήθειες σε ναυαγούς. Το «Άγιος Κωνσταντίνος» μετέφερε τους διασωθέντες στη Ραφήνα και αναχώρησε ξανά για τα Βερδούγια. Παράλληλα καΐκια και άλλα πλοία άρχισαν να φτάνουν στην περιοχή του ναυαγίου. Από τον Πειραιά ξεκίνησε και το ατμόπλοιο «Πάτραι» για να συνδράμει στην έρευνα και διάσωση. Κάποιοι ναυαγοί κολύμπησαν ως τα Βερδούγια και άλλα ερημονήσια. Από εκεί τους περισυνέλλεξαν διάφορα καΐκια. Ένα ζευγάρι ναυαγών κολύμπησε 6 ώρες και έφτασε στον Μαραθώνα. Ο απολογισμός ήταν τραγικός: 341 επιβάτες και 42 μέλη του πληρώματος πνίγηκαν, ενώ 44 μέλη του πληρώματος και 189 επιβάτες διασώθηκαν. Tο ναυάγιο του «Χειμάρα» αποκλήθηκε «ελληνικός Τιτανικός».

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις