ΣΠΑΡΤΗ. Ξημέρωσε μια μέρα ακόμα. Ο τροχός της ζωής κυλάει τρίζοντας. Πάνω στην γέρικη άμαξα όλο και περισσότερες καρακάξες αναζητούν πλούτη και στολίδια…

Αδέλφια από παντού, έρχονται και φεύγουν, χωρίς λογαριασμό, χωρίς όνομα και αριθμό. Πότε εδώ, πότε εκεί, χωρίς στίγμα αλλά με επίδομα.

Γλέντια και χαρές, αντικορονοϊκές και που και που ριπές που σχίζουν τον αέρα με το μήνυμα: Αδελφια, αλήτες, πουλιά.

Νομαδικές συνήθειες και ομαδικές εμφανίσεις, υπεργεννητικότητα και φυσικά υπερκινητικότητα. Αγγινάρες σκορδαλιά το menu κάθε Τετάρτη και Σάββατο για την χώνεψη πίνουν μπάφους και παίζουν κλαρίνο…

Ανέγγιχτη κατάσταση που αναβλύζει αποφορά ζωής και συμφορά μαζί. Όπου σταθείς αδέλφια θα δεις, Κάιν και Άβελ, να λοιδορούν τη Θέμιδα και να δωροδοκούν τους ιερείς της.

Πίστη πολύ που τριγυρνά σαν την άδικη κατάρα τους χωρίς να πιάνει τόπο… Ο ορισμός και ο αφορισμός του φόβου, αντάμα.

Πλήθος πολύ όπου το μάτι σου γυρίσει. Και ακόμα περισσότερο εκεί που δεν βλέπεις…

Μαγάρα του μπαξέ που κάποτε τους ταϊζε και κάθε σούρουπο στο στέκι της σκονισμένης συναλλαγής… Μαύρα πουλιά, αδέλφια και αλήτες μαζί στήνουν χορό στο γκέτο του πανηγυριού τους..

Χορός ξέφρενος, με σόλες από καουτσούκ, κτυπούν αλουμινένια τακούνια για μεριάσεις να περάσουν γιατί έχουν δουλειά… Εσύ δεν έχεις…

Με λάσο πιάνουν τις κορφές και κατεβάζουν του Δία τις αστραπές εκεί που ο Ήφαιστος ψάχνει για σίδερα και χαλκώματα.

Παιδιά ενός ανώτερου Θεού, ξέρουν μόνο το νόμο που τους ταϊζει, τους ποτίζει, τους δασκαλεύει, τους γιατρεύει… Γιατί τον άλλο νόμο τον κάνουν τραγούδι με μια παλάμη να περιφέρεται ανάμεσα στα θύματα… ή μια γροθιά να αφήνει ηλικιωμένα θρύμματα…

Ποια κατάρα κουβαλάνε και όπου σταθούν μαυρίζει ο τόπος; Ποια βαριά κατάρα φτύνουν εκεί που πίνουν και δυστυχεί ακόμα και η φύση.

Από τις 10 εντολές, ψωμοτύρι όποιες βολεύουν…

Πίσω τους χιλιάδες άμοιροι χωρίς βιός, χωρίς ησυχία, χωρίς ύπνο… Χωρίς λόγο, χωρίς δίκιο, χωρίς νόημα. Χωρίς δικαίωμα, χωρίς ισότητα, χωρίς σιγουριά. Χωρίς καντήλια, χωρίς κειμήλια, χωρίς λαϊνια, χωρίς σκουπίδια...

Αδέλφια, αλήτες, πουλιά, σε μια Κοινωνία βουβή και τρομαγμένη, σε μια Πολιτεία δειλή και άδικη, σε μια χώρα από σκουριά και απο κραγιόν που θα έλεγε και ο ποιητής κοιτάζοντας το ηλεκτροφόρο σύρμα με τα πουλιά που αλητεύουν…

Όποιος δεν ντρέπεται γι’ όλα αυτά ας ανεβεί στο «φτιαγμένο» κάρο για μία πρόστυχη περιφορά… μαζί τους.