Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Υπήρξε κάποτε στη Σπάρτη ένας ΞΕΝΥΧΤΗΣ που πάσχιζε να κρατάει «ξυπνούς» τους Σπαρτιάτες . Ήταν η θρυλική σπαρτιάτικη εφημερίδα «Ο ΞΕΝΥΧΤΗΣ» , «Εβδομαδιαία – Πολιτική – και Ευθυμογραφική εφημερίς» , η οποία με τοπικές ειδήσεις , μικρές και μεγάλες , ενημέρωνε τους πολίτες , αλλά - συγχρόνως - τους διασκέδαζε και τους ευθυμούσε με την έξυπνη και στοχευμένη σάτιρά της , που αφορούσε πρόσωπα και καταστάσεις της μικρής σπαρτιατικής κοινωνίας .

Εκδότης της εφημερίδας «Ο ΞΕΝΥΧΤΗΣ» ήταν ο Κωνσταντίνος Αθ. Κουβαράκος, για τους φίλους Ντίνος , για ΟΛΟΥΣ (φιλικά και χαϊδευτικά) Ντιντής.

Ο Ντιντής ήταν ένας άνθρωπος που «έγραφε» με την όλη παρουσία του στην τοπική κοινωνία . Όσοι τον γνώρισαν δεν θα τον ξεχάσουν ποτέ : Ωραίος άντρας , με σγουρά μαλλιά και χωρίστρα , με χαρακτηριστικά μυωπικά γυαλάκια , πάντα κουστουμαρισμένος , με τη γραβάτα ή το παπιγιόν και το άσπρο του πουκάμισο , το ζιλεδάκι του μέσα από το σακάκι και τις γκέτες πάνω από τα καλογυαλισμένα παπούτσια του . Οι γκέτες ήταν ένα κάλυμμα, υφασμάτινο συνήθως, που φοριόταν χαμηλά στο πόδι , κάτω από το παντελόνι , και κάλυπτε , εν μέρει , το πάνω μέρος του παπουτσιού , έτσι ώστε να μην «τρίβονται» και φθείρονται τα πληθωρικά (τότε) μπατζάκια του παντελονιού πάνω στο παπούτσι , να κρατιούνται πιο ζεστά τα πόδια και να μην λερώνονται τα «υποδήματα» . Εκτός από τις γκέτες μια άλλη ιδιαιτερότητα στην εμφάνιση του Ντίνου Κουβαράκου ήταν και η μπουτονιέρα (λουλούδι στο πέτο του σακακιού) το απόλυτο αξεσουάρ για τους bon viveur της παλιάς εποχής , οι οποίοι δεν το αποχωρίζονταν σε καμία επίσημη και μη έξοδό τους.

«Κυκλοφορούσε πάντα με χαμόγελο κι ολοένα είχε κάποιο χαρούμενο λόγο ή κάποιο νέο να μοιραστεί με τους Σπαρτιάτες , ενώ υπό μάλης είχε για διάθεση πάντα μερικά αντίτυπα του «Ξενύχτη» , γιατί εφημεριδοπώλες στους δρόμους δεν υπήρχαν ακόμα και μόνο στο βιβλιοπωλείο – πρακτορείο εφημερίδων του Λαμπρόπουλου έβρισκες εφημερίδα . Ο Ντιντής ήταν , ίσως , η πιο αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία στη Σπάρτη εκείνη την εποχή μαζί με τον Βαγγέλα».

(Ηλίας Ρόρρης)

Η οικογένεια Κουβαράκου είχε ρίζες , μάλλον , από την Κοκκάλα της Μάνης . Ήταν τρία αδέρφια , ο Κων/νος (Ντίνος) , ο Δημήτρης (Μίμης) και ο Παναγιώτης (Πότης) (κατά σειράν) , που μικρά ορφάνεψαν ΚΑΙ από τους δυο γονείς κι αναγκάστηκαν να παλέψουν σκληρά για να ζήσουν και μάλιστα σε εποχές πολύ δύσκολες και ζοφερές .

Ο Δημήτρης (Μίμης) Κουβαράκος ( ο μεσαίος) έγινε χασάπης και μέχρι τα γεράματά του , με την κάτασπρη μεγάλη μουστάκα του , έστηνε ψησταριά , αρχικά , στο καφενείο του «ΓΟΡΑΝΙΤΗ» , στην είσοδο της στοάς «ΚΟΥΡΣΟΥΜΗ» ( σινε- ΑΤΤΙΚΟΝ) και μετά στο καφενείο «ΤΡΥΠΟΣΚΟΥΦΗ» χαμηλά στην ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ , όπου έψηνε και πούλαγε πεντανόστιμο κοκορέτσι , που έφτιαχνε με τα ίδια του τα χέρια , τόσο στους πελάτες των καφενείων , όσο και σε οποιονδήποτε μερακλή περαστικό που τον «σκλάβωνε» η μυρωδιά του κοκορετσιού που αργογύριζε πάνω από τη θράκα .

Ο Παναγιώτης (Πότης) Κουβαράκος (ο μικρότερος) έγινε καφετζής . Κάπου στα 1947 , άνοιξε παραδοσιακό καφενείο στο ισόγειο του παλιού διώροφου σπιτιού το οποίο υπάρχει ακόμα στη συμβολή των οδών Λυκούργου και Αγησιλάου , που το δούλεψε με τη γυναίκα του την αξέχαστη κυρα - Ποτούλα . Ασχολήθηκε , επίσης , με το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό και πέθανε νέος στα 1964 . Το καφενείο το δούλεψε η κυρα - Ποτούλα με τη βοήθεια των παιδιών της , του Θανάση και της Χριστίνας , μέχρι τη 10ετία του ’80 , οπότε κι έκλεισε .

Ο Κωνσταντίνος (Ντίνος) Κουβαράκος (ο μεγαλύτερος) , γεννημένος στα 1907 , κάπου στα τέλη της 10ετίας του ’20 «κόλλησε το μικρόβιο» της δημοσιογραφίας , ένα μικρόβιο που σε καμία περίπτωση δεν είναι θεραπεύσιμο και που διαρκώς σε οδηγεί να ασχολείσαι με πάθος μ’ αυτό που αγαπάς , τη δημοσιογραφία .

Έτσι , στα 1928 , ο Ντίνος ο Κουβαράκος , σε ηλικία μόλις 21 ετών και αφού ίσως είχε εργαστεί σε άλλες τοπικές εφημερίδες , εξέδωσε την δική του εφημερίδα , τον «ΞΕΝΥΧΤΗ» που έμελλε να γράψει ιστορία στη Σπάρτη . Ο «ΞΕΝΥΧΤΗΣ» ήταν μια 4σέλιδη εβδομαδιαία πολιτική και σατιρική εφημερίδα ( νέο φύλλο έβγαινε κάθε Σάββατο) , στην οποία ο ιδρυτής της ξεδίπλωσε όλο το δημοσιογραφικό του ταλέντο και το πάθος του για τη δημοσιογραφία . Ο Ντίνος Κουβαράκος ήταν από κείνους τους παλιούς δημοσιογράφους – εκδότες , που , ενώ δεν είχαν πουθενά σπουδάσει δημοσιογραφία , άνοιξαν δρόμους στην ενημέρωση με οδηγό τους ΜΟΝΟ το φως που έκαιγε μέσα τους . Με οξυδέρκεια , εντιμότητα και σκληρή καθημερινή εργασία , ο Ντίνος Κουβαράκος (αθεράπευτος κυνηγός της αντικειμενικότητας) συνέλεγε, όπως η μέλισσα τη γύρη , τα καθημερινά νέα , για να τα παρουσιάσει στους συμπολίτες του , μέσα από άρθρα , σχόλια και ρεπορτάζ που έγραφε ο ίδιος με τους κατά καιρούς συνεργάτες του . Συγχρόνως , εκτός από την ειδησεογραφία , ο «ΞΕΝΥΧΤΗΣ» , φιλοξένησε στις σελίδες του και την υγιή σάτιρα μέσα από έξυπνα ποιήματα και κείμενα , εστιάζοντας σε προσωπικές ή κοινωνικές συμπεριφορές κι ελαττώματα ή καυτηριάζοντας αντιλήψεις και καταστάσεις που δεν αφήνουν τον άνθρωπο και την κοινωνία να πάει μπροστά . Κάθε Δευτέρα οι Σπαρτιάτες αναζητούσαν εναγωνίως τον «ΞΕΝΥΧΤΗ» , όχι μόνο για να μάθουν τα μικρά ή μεγάλα νέα του τόπου , αλλά και για να ευθυμήσουν μέσα από την έξυπνη σάτιρα των σελίδων του , πασχίζοντας συνάμα να μαντέψουν τα πρόσωπα που κρύβονταν πίσω απ’ αυτήν .

Αξίζει να παρατεθεί η αυτό-παρουσίαση που έκανε ο Ντίνος Κουβαράκος στην πρώτη σελίδα του «ΞΕΝΥΧΤΗ» (αριθμ. φύλλου 804 / Σάββατο 19 Νοεμβρίου 1966) σε ένα μονόστηλο με τίτλο : «Εις το 39ον έτος» . Στο άρθρο αυτό ο εκδότης και πνευματικός πατέρας του «ΞΕΝΥΧΤΗ» αποκαλύπτει , αυθόρμητα , τόσο την αγάπη του για τη δημοσιογραφία και την εφημερίδα του , όσο και τις αρχές και το αίσθημα ευθύνης απέναντι στους συμπολίτες του – αναγνώστες , όσα , δηλ., κατηύθυναν την δημοσιογραφική του πορεία και προσφορά μέσα στον χρόνο :

«Τριάντα οκτώ χρόνια συνεπλήρωσε προ ημερών ο «Ξενύχτης» . Αποτελεί το γεγονός τούτον σταθμόν μοναδικόν εις την ιστορίαν του Λακωνικού Τύπου , δια τον οποίον σταθμόν αισθάνομαι μίαν εύλογον υπερηφάνειαν και ικανοποίησιν , αφού ο «Ξενύχτης» είναι προσωπικόν μου δημιούργημα , ταυτισμένος απολύτως με την προσωπικήν μου σταδιοδρομίαν εις το δημοσιογραφικόν επάγγελμα . Και αισθάνομαι την ανάγκην να υπογραμμίσω ότι το επάγγελμα αυτό προσεπάθησα να το τιμήσω δια του «Ξενύχτη» επιδείξας προσήλωσιν εις τας αρχάς του . Πράγματι κατά την μακράν εκδοτικήν ζωήν του «Ξενύχτη» , ουδέποτε παρεβιάσθησαν αι αρχαί της υγιούς δημοσιογραφίας , η οποία απαιτεί σεβασμόν του αναγνωστικού κοινού , αντικειμενικότητα κατά την παρουσίασιν των γεγονότων , έλλειψιν οιασδήποτε εμπαθείας κατά την διεξαξωγήν των δημοσιογραφικών αγώνων . Μακράν τυχοδιωκτικών μεθόδων , με καλήν πίστιν και αντικειμενικότητα , υπηρετεί τα τοπικά συμφέροντα ο «Ξενύχτης» επί τριάντα οκτώ συναπτά έτη και προσπαθεί να δίδη εις την ζωήν της Λακωνίας μίαν εύθυμον νότα με την άκακον σάτιρά του .

Το ευρύ αναγνωστικό κοινόν της Λακωνίας εξετίμησεν αναμφιβόλως την ορθόδοξον αυτήν τακτική και περιβάλλει με αμείωτον εμπιστοσύνην και αγάπην τον «Ξενύχτην» , ο οποίος απ’ αυτήν κυρίως την πραγματικότητα αντλεί δυνάμεις για να συνεχίσει την πορείαν του , χωρίς ηθικούς συμβιβασμούς και παρεκκλίσεις .

Με βαθείαν ικανοποίησιν η εφημερίς αύτη εισέρχεται εις το 39ον έτος από της εκδόσεώς της και αισθάνεται την ανάγκην να εκφράσει τας θερμάς ευχαριστίας της προς τους πολυπληθείς φίλους της που την παρακολουθούν με ενδιαφέρον και αγάπην , την οποίαν τους ανταποδίδω .

ΚΩΝ. ΚΟΥΒΑΡΑΚΟΣ»

Μέσα από τις σελίδες του «ΞΕΝΥΧΤΗ» οι Σπαρτιάτες μάθαιναν τα κοινωνικά της περιοχής:

«Γάμοι : Εις τον ναόν του Οσίου Νίκωνος ετελέσθησαν οι γάμοι του συμπολίτου παντοπώλου Παναγ. Κεχαγιά μετά της δεσποινίδος Σοφίας Ερήμου εκ Παλαιοπαναγιάς .

Τους νυφικούς στεφάνους αντήλλαξεν ο κ. Π. Δημάκος .

Η εφημερίς μας εύχεται βίον ευτυχή .»

(19-11-1966)

Ό,τι συνέβαινε στη Σπάρτη και στη Λακωνία γινότανε ευρύτερα γνωστό από τα ρεπορτάζ του ΞΕΝΥΧΤΗ :

«Ο ΞΕΝΩΝ ΑΝΑΠΗΡΩΝ»

«Ήρχισαν αι εργασίαι κατασκευής του β΄ ορόφου του Ξενώνος αναπήρων και θυμάτων πολέμου . Το έργον εκτελείται με ενίσχυσιν 50.000 δραχμών , που διέθεσε ο συμπολίτης υφυπουργός των οικονομικών κ. Αγης Σπηλιάκος .»

(19-11-1966)

«ΕΝΙΣΧΥΣΙΣ 1.500 ΔΡΧ ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΝ»

«Το Δημοτικός Συμβούλιον ενέκρινε οικονομικής ενίσχυσιν 1.500 δραχμών προς τον Σπαρτιατικόν Γ.Σ. δια την τέλεσιν των παμπελοποννησιακών αθλητικών αγώνων .»

(19-11-1966)

«ΛΑΚΩΝΕΣ ΦΟΙΤΗΤΑΙ»

«Επιτυχόντες εις τας εξετάσεις του ακαδημαϊκού απολυτηρίου , ενεγράφησαν εις τας κατωτέρω ανωτάτας σχολάς οι αναφερόμενοι αντιστοίχως απόφοιτοι Λυκείων της περιφέρειάς μας :

Πολυτεχνείον : Θεοτ. Ντάρμος , Γ. Γιαξόγλου , Δ. Τσάχαλης , Ηλ. Γεωργόπουλος.

Νομική : Τασία Ηλ. Αργειτάκου , Παναγιώτα Χάλια .

Φιλοσοφική : Ηλ. Γιαννακούρας , Σμαράγδα Ν. Βάρλα , Αντωνία Π. Λάδη .

Φυσικομαθηματική : Π. Κανελλόπουλος , Ι. Σταρόγιαννης , Ι. Ζαχαρόπουλος .

ΑΣΟΕΕ : Χαραλαμπία Ι. Παπαϊωάννου , Γ. Μανιάτης , Η. Ζαβάκος , Π. Νικολόπουλος , Δ. Παπαστάθης , Γ. Αναστασάκος , Βασιλική Καρκά .

Θεολογική : Μαρία Λεκάκη

Κτηνιατρική : Ν. Γιακουμής

Πάντειος : Ι. Μανιατάκος , Ν. Λερίκος , Π. Βαχαβιώλος , Ουρανία Αργειτάκου .

Βιομηχανική : Αλ. Νομικός , Τασία Πλευρίτη .»

(19-11-1966)

Είδηση αποτελούσε ακόμα για τον «ΞΕΝΥΧΤΗ» και η επιστροφή ομογενών στα πάτρια εδάφη :

«ΝΕΑ ΤΑΒΕΡΝΑ»

«Ο επανελθών εκ Καναδά συμπολίτης κ. Λυκούργος Μαρίνος ήνοιξεν κοσμικήν ταβέρνα εις την οδόν Γκορτσολόγου .»

(19-11-1966)

Είναι , σχεδόν , σίγουρο πως οι αναγνώστες του «ΞΕΝΥΧΤΗ» άρχιζαν το διάβασμα από τη 2η σελίδα της εφημερίδας , εκεί όπου φιλοξενούνταν οι σάτιρες (πεζές και έμμετρες) και τα ευθυμογραφήματα του Ντίνου Κουβαράκου αλλά και των συνεργατών και των αναγνωστών του . Εκτός από το γέλιο και την ευθυμία που προκαλούσαν , πολλοί αναγνώστες τις μάθαιναν απ’ έξω και τις αναμετέδιδαν στις παρέες , όπου δει :

«ΚΑΙ ΠΡΟΣ ΘΕΟΥ ΜΕΤΑΞΥ ΜΑΣ»

«-Λένε πως αληθεύουν αι εσχάτως εκτοξευθείσαι φήμαι από τα κακά στόματα περί συνδέσμου της ξανθειάς πυρπολητρίας μετά του πυραυλοκινήτου μπουμπουνοκεφάλα .

-Λένε πως η Δημοτική Αρχή της πόλεως θα επιβάλη ειδικόν φορολογικόν τέλος εις όλους εκείνους τους περιπατητάς και τας περιπατητρίας , που οργώνουν κάθε βράδυ το άκρον της πλατείας και την έχουν φθείρει απελπιστικά .»

(19-11-1966)

«ΖΗΤΟΥΜΕΝ»

«-Ζητείται Γιώργος που να

μην ερωτεύεται

και κομμώτρια που να

μην παντρεύεται .

Ζητείται αθλητής που να

έχει ήθος

και βουλευτής που να

μην του αρέσει ο μύθος .»

(19-11-1966)

«ΚΑΤΣΟΥΛΗ ΣΕ ΠΕΡΙΜΕΝΩ»

«Σ’ ευχαριστώ , Κατσούλη μου

για το δολλάριό σου

που στέλνεις απ’ τον Καναδά

στον φίλο τον δικό σου

Μου γράφεις δεν περνάς καλά

κρασί εφτού δε βρίσκεις

εδώ τα βαρελάκια μας

όλα τρέχουν σαν βρύση .

Σήκω και φύγε γρήγορα

αν θέλεις για να ζήσεις

κι έλα στης Σπάρτης το Δαφνί

Κατσούλη να γλεντήσης .

Δεν είναι για μας η Αμερική

ούτε κι ο Καναδάς

σε περιμένει ο Ντιντής

τσίχλες , χοιρινό να φας .»

(19-11-1966)

«ΣΥΝΤΟΜΑ ΝΕΑ»

«-(Μασαχουσέτη) . Τηλεγραφούν εκ της Μασαχουσέτης ότι απέπλευσεν απ’ εκεί το φορτηγόν που θα μεταφέρη εις την πόλιν «μια καραβιά κορίτσια» για να ζευγαρωθούν με τους εργένηδες της Σπάρτης» , οι οποίοι εδήλωσαν ότι δεν θα βγάλουν χειμώνα διαφορετικά .»

(29-10-1955)

«ΞΕΝΥΧΤΟΛΟΓΑ»

«Μερικές θερμόαιμες συμπολίτιδες δεν τις πιάνει φαίνεται το αποτόμως ενσκήψαν ψύχος κι εξακολουθούν να κυκλοφορούν «ξεμπράτσωτες» με αποτέλεσμα να μας κάνουν ν’ ανατριχιάζουμε . Για όνομα του Θεού , βρε κορίτσια , ντυθήτε , γιατί υπάρχει φόβος να πάμε , εμείς μεν κατά διαβόλου , σεις δε από … διπλή περιπνευμονία !»

( 29-10-1055)

Τα έσοδα του «ΞΕΝΥΧΤΗ» ήταν οι συνδρομές των αναγνωστών , που στη 10ετία του ’60 ήταν 80 δρχ η ετήσια (τιμή φύλλου 1,50 δρχ) για το εσωτερικό και 10 δολάρια για το εξωτερικό . Σίγουρα , όμως , σπουδαίο ρόλο στην οικονομική στήριξη του Ξενύχτη έπαιζαν και οι διαφημίσεις :

«ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ»

«Πλούσιο πρωινό ρόφημα

Στο ΚΑΦΕΖ/ΣΤΕΙΟΝ

Γ. ΚΟΝΤΟΥ

(παραπλεύρως ΚΤΕΛ)»

(19-11-1966)

«ΧΡΥΣΟΧΟΕΙΟΝ ΑΦΩΝ ΜΙΧΕΛΑΚΟΥ»

«Το κατάστημά μας επλουτίσθη τελευταίως με τα καλίτερα ωρολόγια , χειρός , τσέπης , τοίχου και επιτραπέζια με εκλεκτάς συλλογάς μπιζού και κοσμημάτων . Διαθέτει επίσης ραδιόφωνα όλων των τύπων , πικ απ και μουσικούς δίσκους όλων των τύπων .»

(19-11-1966)

«Τυρόπιτες με φρέσκο βούτυρο κάθε πρωί στου ΠΟΛΥΩΡΑΙΑ .»

(19-11-1966)

«ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΑΓΕΑΣ - ΛΥΚΟΥΡΓΟΥ 44»

«Θα εύρετε τα πιο μοντέρνα γυαλιά ηλίου , εκλεκτάς συλλογάς αρωμάτων και είδη ταξειδίου.»

(19-11-1966)

«ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΚΛΙΝΙΚΗ

-Ο ΤΙΜΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

Μονεμβασίας 10 – Σπάρτη

Τηλ : 6-52 και 3-52

ΙΑΤΡΩΝ ΧΕΙΡΟΥΡΓΩΝ

Θεοδωροπούλου Π. Αποστόλου

Καραγκιουλέ Β. Δημητρίου

Κούτσαρη Π. Γεωργίου

Μηνακάκη Β. Γεωργίου

Παπαδάκου Δ. Πάνου»

(19-11-1966)

«ΠΡΩΙΝΟΝ ΡΟΦΗΜΑ»

«Το γνωστόν ζαχαροπλαστείον ΚΟΛΥΒΗΡΑ - ΣΑΜΠΑΝΙΔΗ , κάτωθι κινηματογράφου «ΦΛΟΡΑΛ» , τελούν ήδη υπό την διεύθυνσιν του ελληνοαμερικανού κ. Κολυβήρα , προσφέρει εκτός των εκλεκτής ποιότητος γλυκισμάτων , λουκουμάδων κλπ , πλήρες πρωινόν ρόφημα .»

(19-11-1966)

«Ενοικιάζονται ποδήλατα και μοτοσακό από το φθηνό κατάστημα του Ν. ΓΙΑΝΝΑΚΟΠΟΥΛΟΥ .»

(18-11-1956)

«ΠΙΝΕΤΕ πορτοκαλάδα – λεμονάδα –ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ- .»

(18-11-1956)

«ΣΤΙΛΒΩΤΗΡΙΟΝ Λ. ΑΣΛΙΧΑΝΙΔΗ και ΥΙΩΝ (κάτωθι φαρμακαποθήκης Μακρή) .»

(18-11-1956)

«Η ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΜΑΝΙΑΤΗ»

«Το μικρό μα πλούσιο σε ζαχαρωτά προϊόντα μαγαζάκι της γνωστής Παναγιώτας Μανιάτη , διαθέτει εις τους πελάτες της εκλεκτές καραμέλλες , πασατέμπο , φυστίκια , στραγάλια κλπ . Οι τιμές οικονομικότερες από όλα τα μαγαζιά . Μία επίσκεψις θα σας πείση . Πωλείται επίσης ψύχα αμυγδάλου και καρυδιού .»

(29-10-1955)

Με την εμφάνισή του αλλά και με την όλη πληθωρική παρουσία και τον επικοινωνιακό του χαρακτήρα και , κυρίως , χάρη στον «ΞΕΝΥΧΤΗ» , ο οποίος ως εφημερίδα είχε κερδίσει την εύνοια , την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη του κοινού , ο Ντίνος Κουβαράκος είχε γίνει μια εξέχουσα προσωπικότητα της Σπάρτης , πράγμα που του επέτρεπε , χωρίς αμφισβητήσεις , να είναι πάντα μέσα και κοντά στα γεγονότα που συνέβαιναν στη μικρή μας πόλη . Έτσι τον βλέπεις , αίφνης , να ακολουθεί , στην πρώτη σειρά των επισήμων , το βασιλικό ζεύγος , τον Παύλο και την Φρειδερίκη κατά την επίσκεψή τους στην Σπάρτη κάπου στα 1949 ή να βρίσκεται ένα βήμα πίσω από τον τότε διάδοχο Κωνσταντίνο κατά την ανακήρυξή του σε Δούκα της Σπάρτης , στα 1955 !!!

«Ο Ντίνος Κουβαράκος , εκτός άλλων ήταν και μανιώδης φίλαθλος . Όταν τα οικονομικά της Άμιλλας δεν πήγαιναν τόσο καλά , έγινε μια κίνηση για σύμπτυξη των νέων ποδοσφαιριστών και προπονητής ανέλαβε ο Κουβαράκος . Σε μια προπόνηση ο Ντιντής ήταν στη μέση , είχε τους νέους ποδοσφαιριστές σε κύκλο γύρω του σε απόσταση 12-15 μέτρων και , στέλνοντάς τους ψηλοκρεμαστές μπαλιές , τους έλεγε : «στόπ … πάσα σε μένα». Πρώτος ήταν ο Σάββας , ο γιος του Τσολακίδη , ο οποίος στέλνει πίσω μια βολίδα που μόλις πέρασε ξυστά από το κεφάλι του Κουβαράκου . Αυτό έκανε τον πατέρα του Σάββα , τον Στέλιο Τσολακίδη , που παρακολουθούσε 50 μέτρα πιο πέρα , να επέμβει λέγοντας: «Μα.... Σάββα , σου είπε : «στοπ … πάσα σε μένα» όχι «στοπ … σουτ σε μένα» .» (Ηλίας Ρόρρης)

Ο «ΞΕΝΥΧΤΗΣ» , μέσα στην πολύχρονη ζωή του άλλαξε , όπως ήταν φυσικό , πολλά τυπογραφικά στέκια και γραφεία . Τρία τέτοια στέκια , μεταπολεμικά , ήταν στην οδό Ευαγγελιστρίας , λίγο πιο πάνω από το Ξενοδοχείο Μυστράς , εκεί όπου τυπωνόταν και η άλλη τοπική εφημερίδα «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΑ ΝΕΑ» καθώς και η μαθητική εφημερίδα «Μαθητική Σάλπιγγα» . Τυπώθηκε επίσης για ένα διάστημα στην οδό Σταδίου αριθμ. 11 αλλά και στην Αθήνα – Γερανίου 7 , με υπεύθυνο τυπογραφείου τον ΚΙΜΩΝΑ ΧΡΥΣΟΧΟΥ . Στις εκδόσεις της Σπάρτης ο «ΞΕΝΥΧΤΗΣ» , μεταπολεμικά , είχε , για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως Αρχισυντάκτη και Υπεύθυνο Τυπογραφείου τον άλλο αξέχαστο εφημεριδάνθρωπο τον ΑΝΔΡΕΑ ΧΡ. ΧΙΩΤΗ , μια χαρισματική και πολυσχιδή προσωπικότητα της Σπάρτης , που σίγουρα «έβαλε το χεράκι του» ΚΑΙ για το «ανέβασμα» του ΞΕΝΥΧΤΗ .

Ο Κων/νος Κουβαράκος έμενε με τη γυναίκα του ( την κ. Τασία Γεωργακάκου από το Χασανάκι ) στην περιοχή της Α. Βαρβάρας , κοντά στο εικονοστάσι . Παιδιά δεν απέκτησε , όμως ο «ΞΕΝΥΧΤΗΣ» ήταν το «παιδί» που γέμισε τη ζωή του και κέρδισε όλη την αγάπη της καρδιάς και την έγνοια της ζωής του .

Έζησε μια έντονη κι ενδιαφέρουσα ζωή , έβαλε το δικό του λιθαράκι σε τούτη την πόλη που αγάπησε , και πέθανε , μαζί με την εφημερίδα του , στις 28 Ιανουρίου 1979. Ο φίλος του Χριστόφορος Βούλγαρης , από τους Βουτιάνους , που εξέδιδε κι αυτός , σε δικό του τυπογραφείο στο χωριό , την περίφημη εφημερίδα «ΟΙ ΒΟΥΤΙΑΝΟΙ» τον αποχαιρέτησε με ένα λιτό και συγκινητικό σημείωμα στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας του :

«ΠΕΘΑΝΕ Ο ΝΤΙΝΟΣ ΚΟΥΒΑΡΑΚΟΣ»

«Ένας πασίγνωστος , κοσμαγάπητος και αξέχαστος άνθρωπος , ο Ντίνος Κουβαράκος (Ντιντής) πέθανε από τη γνωστή κακιά αρρώστεια της εποχής μας , αφού πρώτα πάλαιψε σκληρά με τον θάνατο .

Ο Ντίνος Κουβαράκος πέθανε τη νύχτα , στις 28 του Γενάρη , σε ηλικία 72 χρονών και μαζί του «πέθανε» και ο «Ξενύχτης» του , η πολιτικο-σατιρική αυτή εφημερίδα που κυκλοφορούσε από το 1928 και σκόρπιζε τη χαρά στους Σπαρτιάτες και σ’ όλους τους Λάκωνες .

Ο «Ντιντής» δεν θα ξεχαστεί ποτέ απ’ όλους εκείνους που τον είχαν καλά γνωρίσει , είχαν συναναστραφεί και στο πρόσωπό του έβλεπαν τον εύθυμο , τον χαρούμενο και πάντα γελαστό τύπο της εποχής μας ! Τον Ντίνο Κουβαράκο , με τη μεγάλη του καρδιά και το ανθοστόλιστο πέτο του δεν πρόκειται να τον ξαναδούμε . Η μνήμη του όμως θα μένη πάντα βαθειά μέσα μας .»

Ναι ! Αυτό είναι αλήθεια ! Η μνήμη του Ντίνου Κουβαράκου , του δημοσιογράφου, Διευθυντή κι Εκδότη της εφημερίδας «Ο ΞΕΝΥΧΤΗΣ» , θα μένει , πάντα , βαθιά χαραγμένη μέσα στην καρδιά εκείνων που τον γνώρισαν , οι οποίοι με τις θύμησές τους μπολιάζουν διαρκώς τη συλλογική μνήμη , ώστε να μην ξεχαστεί ΠΟΤΕ ο Ντίνος Κουβαράκος και ο «ΞΕΝΥΧΤΗΣ» .

Ας είναι τούτο το μικρό αφιέρωμα ένας ελάχιστος φόρος τιμής , όχι μόνο προς τον Ντίνο Κουβαράκο και τον «ΞΕΝΥΧΤΗ» , αλλά και σ’ όλους εκείνους τους σκαπανείς και πρωτοπόρους του επαρχιακού τύπου , που , διαχρονικά , με θυσίες προσωπικές και αγώνα μεγάλο , επιτέλεσαν με τις εφημερίδες τους ένα σημαντικότατο λειτούργημα , τόσο αναγκαίο για την ελληνική κοινωνία και τη Δημοκρατία .

ΥΓ : Ευχαριστώ θερμά :

- Τον Ηλία Ρόρρη , συμπατριώτη και φίλο από τον Βρονταμά , που ζει από το 1955 στην Αυστραλία , για τις πολύτιμες αναμνήσεις που μοιράστηκε μαζί μου σχετικά με τον Ντίνο Κουβαράκο και τον ΞΕΝΥΧΤΗ .

- Τον καλό φίλο , καθηγητή , Κώστα Τζανετάκο , που ως Διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Σπάρτης , έθεσε στη διάθεσή μου , για έρευνα , τα φύλλα της εφημερίδας «Ο ΞΕΝΥΧΤΗΣ» που φυλάσσονται στα αρχεία της Βιβλιοθήκης

- Την , επίσης , καλή φίλη και παλιά γειτόνισσα , Χριστίνα Κουβαράκου (κόρη του Πότη Κουβαράκου και ανηψιά του Ντίνου Κουβαράκου) για τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες που πρόθυμα μου έδωσε .