Το νέο βιβλίο του Γ. Ξανθούλη «Ο γιος του δάσκαλου» διάβασε η Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης. Ειδικότερα, η φιλόλογος κα Ιωάννα Σταθοπούλου, εκ μέρους της Λέσχης, εστιάζει την κριτική - ανάλυση του βιβλίου στα εξής:

«Πολλά από τα θέματα που απασχολούν το συγγραφέα και στα άλλα βιβλία του εμφανίζονται και σ΄αυτό, όπως η μοναξιά και το ανικανοποίητο, που οδηγούν στην εσωτερική και εξωτερική ερημία, η απόρριψη, που αυλακώνει τραχιά τις ψυχές, η λανθάνουσα ομοφυλοφιλία, οι δύσκολες-πολλές φορές αδιέξοδες-οικογενειακές σχέσεις, η «διάβρωση» του ανθρώπου από την εξουσία, το χρήμα τις ιδεοληψίες και άλλα.

Ο Νικόδημος, ο κεντρικός ήρωας, εδώ και δεκαετίες ακολουθεί ένα δύσκολο, μοναχικό δρόμο, που τον απομακρύνει διαρκώς από την οικογενειακή μυθολογία και τα πένθη της, που τα έχει θάψει βαθιά μέσα του και τα αντιμετωπίζει ως παρατηρητής μόνο. Περιπλανώμενος ανάμεσα στο Παρίσι και στην Αθήνα διατηρεί θερμή σχέση μόνο με τη μεγάλη αδελφή του, ενώ με τις άλλες δύο δίδυμες αδελφές η επαφή είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.

Και όμως…….μια καλοκαιρινή μπόρα θα τον οδηγήσει να βρει καταφύγιο σ΄ένα βιβλιοπωλείο και από κει, μέσα από τις σελίδες ενός «ασήμαντου» βιβλίου, θα γυρίσει σαράντα χρόνια πίσω, στο θάνατο του μεγάλου αδελφού, που αυτοκτόνησε σ΄ένα στρατόπεδο της Θράκης. Μέσα από τις αναμνήσεις του θα δούμε μια τριάδα αγοριών, ανάμεσά τους και ο αδελφός του Βασίλης, να μεγαλώνει με τη σταθερή καθοδήγηση και υποστήριξη του δάσκαλου πατέρα τους, προορισμένη να κατακτήσει την τελειότητα και κατ΄επέκταση τον κόσμο. Στο περιθώριο αυτής της παρέας ο Νικόδημος αντιμετώπιζε από μικρός την αμείλικτη υπεροψία τους και την περιφρόνηση τους. Μέσα στο βιβλίο θα τους ξαναβρεί φαντάρους και θα βιώσει το ζοφερό σκηνικό του στρατοπέδου, των καψονιών και της βάναυσης απόρριψης του αδελφού του από τους παιδικούς τους φίλους, λίγο πριν γίνει αυτόχειρας, αλλά και από τον ιδιόρρυθμο ταγματάρχη, του οποίου απέρριψε τον έρωτα.

Με επιμονή αστυνομικού ερευνητή θα ανακαλύψει όσους έπαιξαν ένα ρόλο στο θάνατο του αδελφού του και θα επιβεβαιώσει τις υποψίες-βεβαιότητες του. Βαδίζοντας αυτό το δρόμο μόνος θα συνειδητοποιήσει πόσο δύσκολο είναι να φέρεις αντιρρήσεις στο νεκρό που ζητά δικαίωση και εμφανίζεται απρόσμενα με αιμάσσον πρόσωπο στους καθρέπτες του αυτοκινήτου σου ή στο καφενείο του χωριού ζητώντας με θυμό και οδύνη από το μικρό αδελφό να γράψει ένα διαφορετικό τέλος στο «τέλος του». Κι όλα αυτά ζώντας μόνος στο περιθώριο της Αθήνας, μιας πόλης πλανταγμένης από τη ζέστη, μίζερης, βρώμικης, που κατάντησε τριτοκοσμική, αφιλόξενη για τους κατοίκους της, που «βράζουν» στην οργή τους για την κατάντια της ζωής τους λόγω της οικονομικής κρίσης και αγριοκοιτάζουν τα πλήθη των απόκληρων ναρκομανών και των εμιγκρέδων, που ταλανίζονται στους δρόμους της και τους ταλανίζουν.

Τελικά την απόδοση της δικαιοσύνης και την τάξη των πραγμάτων θα αναλάβει η ίδια η ζωή, καθώς η λυτρωτική Νέμεση θα σηκώσει το σπαθί της στα κεφάλια των φίλων «δολοφόνων», που στο μεταξύ έχουν γίνει και σύζυγοι των δίδυμων αδελφών του. Μ΄αυτόν τον τρόπο και ο νεκρός αλλά και το πένθος του Νικόδημου θα βρουν την ηθική τους δικαίωση.

Ο Ξανθούλης γράφει όπως πάντα σε μια ρέουσα ζωντανή γλώσσα, που επιφυλάσσει εκπλήξεις ευχάριστες για τον αναγνώστη του. Μεταφορές, παρομοιώσεις απρόσμενες και τολμηρές, ολοζώντανες εικόνες χαρίζουν απόλαυση αναγνωστική. Ωραίο εύρημα το μυθιστόρημα μέσα στο μυθιστόρημα – όχι πρωτότυπο βέβαια- του επιτρέπει να «παίζει» με το χθες και το τώρα, πατώντας όμως γερά και στις δύο χρονικές στιγμές, εναλλάσσοντας τες με μαεστρία και του δίνει τη δυνατότητα να ξεκινήσει « in medias res » (από τη μέση της υπόθεσης ) και να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον.

Κλείνοντας επισημαίνω ότι ούτε από αυτό το βιβλίο λείπει η ειρωνική ματιά του συγγραφέα που σαρκάζει τα ανάποδα της ζωής μας και αυτοσαρκάζεται ανελέητα».