Χαν Γκανγκ: «Μάθημα Ελληνικών»
Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαϊωάννου*
Στις 3 Δεκέμβρη του 2024 τα μέλη της Λέσχης Ανάγνωσης Σπάρτης, σχολίασαν το μυθιστόρημα της βραβευμένης με το ύψιστο βραβείο, το Νομπέλ Λογοτεχνίας 2024 , Νοτιοκορεάτισσας συγγραφέως Χαν Γκανγκ , «Μάθημα Ελληνικών», σε μετάφραση Αμαλίας Τζιώτη, από τις εκδόσεις Καστανιώτη του 2022. Τόσο στο σύνολό τους, όσο και κατ’ ιδίαν, τα μέλη εκφράστηκαν θετικά για το μυθιστόρημα.
Η συγγραφέας, η οποία στην αφήγησή της χρησιμοποιεί φθόγγους του Ελληνικού Αλφαβήτου και φράσεις από την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, εκφράζεται και με ποιητικό λόγο!
Στη σύγχρονη και Σεούλ του 2011, τοποθετεί τους δύο πρωταγωνιστές της, έναν δάσκαλο της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας και μια δημοσιογράφο και συγγραφέα, που σε όλη τη ζωή τους προσπαθούν να επιβιώσουν και να υπάρξουν ως ισάξια ανθρώπινα όντα αντιπαλεύοντας δυσάρεστες εμπειρίες σωματικές και ψυχικές. Αποκωδικοποιεί και απενοχοποιεί τις συμπλεγματατικές συμπεριφορές και τα αρνητικά συναισθήματα των ανθρώπων με αναπηρία, χρησιμοποιώντας έναν «άμεσο -βιωματικό» τρόπο, σχεδόν σαν έντονη πνευματική εμπειρία τόσο του αφηγητή όσο και του αναγνώστη! Ακόμη αναλύει τις ψυχοσωματικές τεχνικές και τις προσπάθειες που καταβάλλει ο καθένας τους ξεχωριστά, προκειμένου να αμβλύνει τον πόνο, να εξελιχθεί κοινωνικά και εν τέλει, να επιβιώσει σε έναν κόσμο που είναι τεχνικά ατελής ακόμα και για άτομα χωρίς τέτοιου είδους αγκυλώσεις. . . Μέσα από τις εμπειρίες και των δύο, που σαν τα χρώματα μιας παλέτας έρχονται να ΄΄συμπληρώσουν τα αχνά ξεθωριασμένα πορτρέτα τους’’, Θίγει επίσης τις πολιτισμικές διαφορές ανατολικών-δυτικών, την ‘’στρεβλή’’ κοινωνικοποίηση των μεταναστών και τον αέναο ρατσισμό που υφίστανται.
Η Γυναίκα, έχει συμπλεγματική συμπεριφορά και μηδενική αυτοεκτίμηση. Νιώθει αυτολύπηση-αρνητισμό και ψυχική κόπωση -απελπισία για όλα αυτά που συμβαίνουν. Εντάσσει τον εαυτό της στο χώρο των ‘’αποτυχημένων’’. Χρησιμοποιεί την λογική για να δικαιολογήσει την αποτυχία της . Επίσης Χρησιμοποιεί και τεχνικές άμβλυνσης των δυσάρεστων συναισθημάτων που αισθάνεται.
Είναι άχρωμη, σχεδόν αόρατη: «. . . Σκύβει ελαφρώς τους ώμους και την πλάτη, σα να προσπαθεί να ξεφύγει από τον κόσμο και να κρυφτεί μέσα στα μαύρα ρούχα. Το μωβ λαστιχάκι . . .με το οποίο δένει τα μαλλιά της, . . είναι το μόνο που έχει χρώμα.»
Προβληματίζεται κατά πόσον η φωνητική ανεπάρκεια που βιώνει, είναι παράγωγο όλων εκείνων των αρνητικών συμπεριφορών και άτυχων περιστατικών που έχει υποστεί, ή η γενεσιουργός αιτία που τα προκαλεί. Παρόλα αυτά ελπίζει στην βελτίωσή της, γιατί της είχε ξανασυμβεί και είχε αναρρώσει απ’ αυτό, χάρη στις γραμματικές και σημασιολογικές προσεγγίσεις μιας ξένης γλώσσας, της Γαλλικής!
Βιώνει συναισθήματα μοναξιάς και εγκατάλειψης .Νιώθει ότι έχει φτάσει στο σημείο ‘μηδέν΄ απ’ όπου δύσκολα θα μπορέσει να επανέλθει: «Η φλόγα που έκαιγε … κατευθυνόμενη προς την ψυχρή εκρηκτική ύλη, η οποία ήταν τοποθετημένη στην καρδιά της δεν υπάρχει πια. . . σαν το εσωτερικό ενός αιμοφόρου αγγείου στο οποίο το αίμα δε ρέει πια, . . . σαν το φρεάτιο ενός ανελκυστήρα που δεν λειτουργεί.».
Εκείνη, «. . .Ήταν μια απαθής μαθήτρια, η οποία εκτός την ώρα του πλυσίματος του προσώπου, δεν περνούσε χρόνο μπροστά στον καθρέφτη ούτε έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για το αντίθετο φύλο»
Ο κόσμος δεν ήταν δεδομένος γι αυτήν: «Κόντεψες να μην γεννηθείς». Αυτή η φράση επαναλαμβανόταν σαν ξόρκι. Παρόλο που ήταν πολύ μικρή για να αντιλαμβάνεται τα συναισθήματά της, ένιωθε σαφέστατα την απόκοσμη ψυχρότητα εκείνης της φράσης. . . Ήταν μόνο μια λεπτή φυσαλίδα που είχε σχηματιστεί προσωρινά, μια πιθανότητα που της δόθηκε τυχαία η άδεια να υπάρξει, όταν αμέτρητες μεταβλητές συναντήθηκαν στο σκοτάδι . . .»
Ο Άντρας, στηρίζει σε αναμφισβήτητους λογικούς όρους την συμπλεγματική συμπεριφορά του και τη δυσαρέσκεια που νιώθει για την μη αναστρέψιμη δυστυχία του.
Χρησιμοποιώντας τη διαλεκτική του Πλάτωνα, συμπεραίνει για τον εαυτό του ότι . . .δεν δικαιούται την Αγάπη, γιατί ο ίδιος είναι ανόητος σαν εραστής και η ανοησία του αυτή καθιστά την Αγάπη αδύνατη.
Δεν πιστεύει στην παντοδυναμία του Χριστιανικού Θεού και αμφισβητεί την καλοσύνη Του, γιατί δεν μπορεί να διορθώσει το κακό που συμβαίνει σε αθώους ανθρώπους και κατά συνέπεια η πίστη σ’ Αυτόν, είναι μια λογική πλάνη.
Τον εμπνέει και τον παρηγορεί ο μυστικισμός, η ιερότητα και φαντασιακή ατμόσφαιρα που συνυπάρχουν στον Ινδουϊσμό και στον Βούδα. Σε όλη την ενήλικη ζωή του ‘’βλέπει’’ ακόμη τα κοκκινόλευκα φανάρια των ψυχών που ρέουν στο ποτάμι δίπλα στο Ναό , δίπλα στην αρχαία Στούπα και τις μπλε ριπές των ηλεκτρικών φορτίων μέσα στην υγρή και ζεστή νυχτερινή ατμόσφαιρα. Πιστεύει και επαναλαμβάνει συχνά, ότι, «ο κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση και το να ζεις σημαίνει να ονειρεύεσαι» όπως είχε πει και ο Μπόρχες.
Υφίσταται πολλές μικρές ταπεινώσεις στην ερωτική ζωή του παράλληλα με την σταδιακή επιδείνωση της υγείας του. Εξαιτίας αυτού του προβλήματος, βιώνει αρνητικά συναισθήματα και θεωρεί ότι είναι αυτό που καθόρισε τη μοίρα του, το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.
Δεν ελπίζει στην καλοσύνη των ανθρώπων αλλά πιστεύει ότι η πικρία, ο πόνος ακόμα και η εξαθλίωση που προκαλεί η ελλειμματική όρασή του, θα γίνουν κάποια στιγμή βιώσιμοι τόποι και εφικτοί τρόποι ύπαρξης όταν «όλα αυτά» αγγίξουν πάτο!
Είναι εθισμένος να συγχωρεί τους «δαίμονές» του: Τον επικριτικό και αργότερα απόντα πατέρα, που ποτέ δεν τον αποδέχθηκε ως ισότιμο παιδί του , μολονότι του κληροδότησε τα ‘’άρρωστα’’ γονίδιά του, όπως ακόμα τους ρατσιστές και σκληρόκαρδους συμπολίτες της μιας και τους αδιάφορους και οπισθοδρομικούς συμπολίτες της άλλης πατρίδας, της πατρίδας της καρδιάς και του νου, της πραγματικής του πατρίδας.
(*) Μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης Σπάρτης