Γράφει η Αντωνία Σταθοπούλου, μέλος της Λέσχης Ανάγνωσης

Ο Πέτρος Μάρκαρης γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1937. Έζησε εκεί έως το 1964, οπότε και μετακόμισε μόνιμα στην Ελλάδα. Σπούδασε οικονομικές επιστήμες και εργάσθηκε ως στέλεχος επιχειρήσεων έως το 1976, χρονιά που αφιερώθηκε αποκλειστικά στο συγγραφικό του έργο.

Στα ελληνικά γράμματα πρωτοεμφανίσθηκε το 1965 με το θεατρικό έργο «Η ιστορία του Αλή Ρέτζο». Ασχολήθηκε τόσο με τη συγγραφή, όσο και με τη μετάφραση του Μπρεχτ και του Γκαίτε. Υπήρξε, επίσης, σημαντικός συνεργάτης του Θ. Αγγελόπουλου στη συγγραφή των σεναρίων για τις ταινίες” Μέρες του 36”,” Μεγαλέξανδρος”, “Το Μετέωρο Βήμα του Πελαργού” και “Το Βλέμμα του Οδυσσέα”.

Είναι παγκοσμίως αναγνωρισμένος συγγραφέας, με τα βιβλία του να έχουν μεταφραστεί σε 14 γλώσσες και να κυκλοφορούν με επιτυχία σε 20 χώρες, ενώ υπήρξε πρωτεργάτης στην καθιέρωση του αστυνομικού και πολιτικού μυθιστορήματος στη χώρα μας.

Ξεκινώντας η κρίση στην Ελλάδα, γράφει τη «Τριλογία της Κρίσεως». Tο πρώτο βιβλίο της σειράς είναι το «Ληξιπρόθεσμα δάνεια», το δεύτερο έχει τίτλο «Περαίωση» και το τρίτο και τελευταίο «Ψωμί Παιδεία Ελευθερία». Σκοπός των βιβλίων αυτών είναι να σκιαγραφήσει και να προσπαθήσει να ερμηνεύσει, κατά κάποιον τρόπο, την κρίση.

Tα μέλη της λέσχης ανάγνωσης διαβάσαμε το τρίτο βιβλίο της σειράς
ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, απ’ τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.

Ο Πέτρος Μάρκαρης γράφει ένα νέο αστυνομικό και πολιτικό μυθιστόρημα με τον κλασσικό αστυνόμο του Χαρίτο, χαρακτήρα που συναντάμε και σε προηγούμενα έργα του. Το μυθιστόρημα του εξελίσσεται στην Ελλάδα των αντιθέσεων, έχει γρήγορη πλοκή και δράση, χωρίς να παραλείπει τη λεπτομερή περιγραφή καταστάσεων και συμβάντων, ενώ σκιαγραφεί τους ανθρώπινους χαρακτήρες, χωρίς να αναλύει σε βάθος την ψυχοσύνθεση τους.

Ρίχνει τη διεισδυτική ματιά του στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας, περιγράφει παραστατικά τους δύο κόσμους, «τους αριστερούς και τους δεξιούς», τις αντιθέσεις τους, το πάλεμά τους αλλά και το σμίξιμό τους.

Η αφήγηση ξεκινά από το 1967 και μέσα στο πέρασμα των χρόνων συναντάμε τους, γεμάτους αντιθέσεις, ήρωές του και ακολουθούμε και τη δική τους πορεία και των απογόνων τους, έως το 2014, έτος της δραχμής πάλι. Ο Μάρκαρης περιγράφει τις ζωές των τεσσάρων πρωταγωνιστών του από τη φοιτητική τους ζωή κατά τη περίοδο της διδακτορίας, την επαγγελματική τους επιτυχία ή απαξίωση, τα παιχνίδια της εξουσίας, την εκμετάλλευση, την κοινωνική και επαγγελματική αναρρίχηση τους ή το καταποντισμό τους, καθώς και την προσωπική και οικογενειακή τους ζωή.

Μέσα από την ιστορία τους περιγράφει και αναλύει ό,τι συμβαίνει σε τρεις βασικούς πυλώνες της Ελλάδας, που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν έως σήμερα, αγκάθια της κοινωνίας: τα Δημόσια έργα, τον Συνδικαλισμό και τη κατάσταση της Παιδείας στα πανεπιστήμια.

Ο μεγαλοεργολάβος, μηχανικός και επιτυχημένος επιχειρηματίας Δεμερτζής, απόφοιτος του Πολυτεχνείου, αναρριχάται κοινωνικά, διαπλέκεται και πλουτίζει κατά την περίοδο των Ολυμπιακών αγώνων της Αθήνας. Ο συνδικαλιστής Λεπενιώτης, οικονομολόγος που διορίζεται στο δημόσιο, εκπροσωπεί το κλάδο του στην ΑΔΕΔΥ, ενώ εκμεταλλεύεται και «ρυθμίζει» κάθε κατάσταση για προσωπικό του όφελος. Ο επιτυχημένος ακαδημαϊκός νομικός, Νίκος Θεολόγης, γίνεται πανεπιστημιακός δάσκαλος με εικονικά εκπαιδευτικά προσόντα, αλλά υπαρκτά και σημαντικά προσόντα διαπλοκής.

Και οι τρεις πρωταγωνιστές ανήκουν στη γενιά του Πολυτεχνείου, έχοντας πάρει μέρος και
στην εξέγερση εναντίον της διδακτορίας, κάτι που διαλαλούν με κάθε ευκαιρία.

Η πλοκή του αστυνομικού μυθιστορήματος ξεκινά όταν και οι τρεις δολοφονούνται και από τα θύματα ακούγεται το ίδιο βασικό ηχογραφημένο σύνθημα «ψωμί-παιδεία-ελευθερία», αντιστοιχίζοντας κάθε προδομένο ιδανικό με κάθε έναν από τα θύματα.

Ως δολοφόνος αποκαλύπτεται και αποδεικνύεται ένας άλλος εκπρόσωπος της γενιάς του Πολυτεχνείου, ο τέταρτος πρωταγωνιστής Χαλάτσης, που βάδισε σε αντίθετη πορεία από τα τρία θύματα, δεν καταπάτησε τις ιδέες του, αντιστάθηκε στη διαπλοκή και στις υπόγειες συμφωνίες, κυνηγήθηκε για αυτό και στο τέλος, μη μπορώντας να αντέξει άλλο, «χάθηκε».

Παράλληλα περιγράφει την επόμενη γενιά. Τα παιδιά τους είναι ιδεαλιστές, ευαίσθητοι, ηθικοί, με έντονη κοινωνική δράση. Απορρίπτουν τους πατεράδες «ήρωες του πολυτεχνείου» που, ενώ υπερηφανεύονταν για το μαχητικό παρελθόν τους, στη πράξη καταπάτησαν την ιδεολογία τους, εκμεταλλεύτηκαν ανθρώπους και καταστάσεις, καπηλεύτηκαν οράματα και πλούτισαν σε βάρος της υπόλοιπης κοινωνίας.

Ο «εκδικητής» δολοφόνος, μέσα στην παράνοιά του, με τις πράξεις του (φόνους) απονέμει τη δική του έννοια της Δικαιοσύνης.

Άραγε, οι πράξεις του είναι ηθική δικαίωση για τα παιδιά τους;
Καταγγέλλει: «διώξατε τους χουντικούς και τη δεξιά και στρωθήκατε στα πόστα τους». Συλλέγει στοιχεία κατηγορίας εναντίον τους αλλά τυλιγμένος στο πέπλο της απόρριψης και του πόνου του, δεν ζει στο σήμερα αλλά στο παρελθόν και προτιμά να γίνει δολοφόνος παρά να καταγγείλει τις αλήθειες. Σε αντίθετη πορεία από τα παιδιά των τριών θυμάτων, ο γιος του Χαλάτση αναρριχάται στη πολιτική ζωή του τόπου, είναι βουλευτής. Αυτό δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα κοινωνική αντίθεση στο μυθιστόρημα.

Εκτός από τη πολιτική, την εκδίκηση, τους φόνους, ο συγγραφέας περιγράφει και την άλλη πλευρά.
Η ζωή της οικογένειας του αστυνόμου Χαρίτου, καθώς και του επαγγελματικού και φιλικού περιβάλλοντός της, δίνει μια αίσθηση αναζωογόνησης. Η κόρη του Κατερίνα και η φίλη της Μάνια, με τις δράσεις τους και τις επιλογές τους, φέρνουν την ελπίδα για μια καλλίτερη ζωή. Ο αριστερός κυνηγημένος Ζήσης έχει θέση στη οικογένεια του αστυνόμου Χαρίτου, ενός επαγγελματία που υπηρετεί και εκπροσωπεί το κράτος και την εξουσία. Επίσης έχει και ένα ρόλο προσφοράς δίπλα στη Κατερίνα. Όλοι οργανώνονται, στηρίζουν, προσφέρουν, οι εκπομπές του διαδικτυακού ραδιοφώνου με το συμβολικό όνομα «Ελπίδα», τους δραστηριοποιούν ακόμη πιο πολύ, τους κάνουν να ονειρεύονται και να ελπίζουν σε καλλίτερες μέρες.
Μέσα από αυτό το μυθιστόρημα φωτογραφίζεται και παρουσιάζεται η ζωή της ελληνικής οικογένειας μέσα στη κρίση, οι σχέσεις τους, οι αγωνίες τους, οι έγνοιες τους, η καθημερινότητα τους, οι αντιδράσεις τους ακόμη και η απόρριψη.

Επίκαιρα περιγράφονται οι ζωές των δύο παλιών αριστερών, οι αντίθετες πορείες τους:
ο Ζήσης, παρ’ όλες τις δυσκολίες που πέρασε και περνά, έχει απόθεμα ψυχής και προσφέρει στη κοινωνία, ο Χαλάτσης δεν ξεπερνά το παρελθόν, αυτοκαταστρέφεται, εκδικείται, δολοφονεί.

Ο αστυνόμος Χαρίτος κυνηγάει έναν δολοφόνο φάντασμα που διαρκώς του ξεφεύγει και όταν τον ανακαλύπτει, απογοητεύεται που είναι ένοχος αυτός ο νέος, «τυπικό δείγμα ενός νέου επιστήμονα», όπως τον βλέπουν στη φυλακή. Η αστυνομική πλοκή κρατάει έως το τέλος.

Διαβάσαμε ένα μυθιστόρημα που έχει σαφείς περιγραφές, αιχμηρούς πολλές φορές διαλόγους, ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Αφήνει έναν αρνητικό απόηχο για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Γενικεύει τις προσωπικές ευθύνες των πρωταγωνιστών του και «δοθείσης αφορμής», κάνει μειωτικές αναφορές για αυτήν, όπως «είναι η γενιά του απόλυτου ναρκισσισμού».

Θα θυμόμαστε τις ρεαλιστικές κουβέντες του διωγμένου Ζήση « τώρα ζω σε μια κοινωνία που ψάχνει τους αριθμούς και χάνει τους ανθρώπους».
Αλλά και πολλές από τις κουβέντες του αστυνόμου Χαρίτου φωτογραφίζουν πολύ συμπυκνωμένα την κοινωνική ζωή και την πολιτική κατάσταση των χρόνων που περιγράφει το βιβλίο.

Μας λέει μεταφορικά για τη πορεία της κρίσης «Αν το καλοσκεφθείς, αυτό που μας κατάστρεψε ήτανε ένα γρήγορο ασανσέρ» και συγκρίνοντας το παρελθόν με το σήμερα «εμάς δεν μας βασανίζουν οι καθοδηγητές του κόμματος, όπως την εποχή του Ζήση, αλλά οι σύγχρονοι καθοδηγητές μας, που είναι τα ΜΜΕ, με επικεφαλής τη τηλεόραση» και περιπαικτικά-πικρά «οι άνθρωποι της δικής μου οικονομικής επιφάνειας έχουν μετατρέψει τα αυτοκίνητά τους σε ακίνητα»!

Η ιστορία κλείνει με το Ζήση και το Χαρίτο, τον παλιό αριστερό και τον αστυνόμο, να συναντιούνται και να βαδίζουν μαζί προς το μέλλον « Τώρα, για πρώτη φορά, καταλαβαίνω ποια είναι η διαφορά μου με τον Λάμπρο Ζήση. Δεν είναι ούτε πολιτική ούτε ιδεολογική. Περιμέναμε και οι δυο μας το ραντεβού με την Ιστορία σε διαφορετικές γωνίες, αλλά επειδή το ραντεβού μάς κρέμασε, και εμάς τους δυο και την Ελλάδα, πιάσαμε τη κουβέντα και τα βρήκαμε. Η διαφορά βρίσκεται στο ότι ο Ζήσης μπορεί και διατυπώνει πολύ πιο σωστά αυτά που και εγώ σκέφτομαι, αλλά κομπλάρω και δεν μου βγαίνουν».