ΗΠΑ. Η ιστορία του Έμετ Τιλ, ενός μαύρου εφήβου που βασανίστηκε και δολοφονήθηκε στα μέσα του περασμένου αιώνα στην Αμερική, αφού μια λευκή γυναίκα τον κατηγόρησε ότι την προσέβαλε μέσα σε ένα κατάστημα στο Μισισίπι, θεωρείται ένα από τα πιο σοκαριστικά εγκλήματα που έμειναν ατιμώρητα στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Το άγριο λιντσάρισμα του αγοριού εξαιτίας των ισχυρισμών εκείνης της νεαρής γυναίκας προκάλεσε κύμα οργής και «πυροδότησε» περαιτέρω το κίνημα δικαιωμάτων των πολιτών στην Αμερική για τον τερματισμό των φυλετικών διακρίσεων και του φυλετικού διαχωρισμού.

Σχεδόν επτά δεκαετίες μετά τον άδικο θάνατο του αγοριού, η γυναίκα που βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της σοκαριστικής υπόθεσης, ονόματι Κάρολιν Μπράιαντ Ντόναμ, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών, όπως ανακοίνωσε μια ιατροδικαστική υπηρεσία στη Λουιζιάνα. Σύμφωνα με τα τοπικά ΜΜΕ, η γυναίκα έπασχε από καρκίνο και το τέλευταίο διάστημα νοσηλευόταν σε κέντρο φροντίδας ανιάτων.

Το 1955, όταν ο Τιλ ήταν μόλις 14 ετών, είχε επισκεφθεί το Μισισίπι για να δει κάποιους συγγενείς του. Η Ντόναμ, τότε 21 ετών, κατηγόρησε το αγόρι ότι της έκανε άσεμνα σχόλια και την άγγιξε μέσα σε ένα παντοπωλείο. Λίγες μέρες αργότερα, το αγόρι απήχθη υπό την απειλή όπλου από δύο άνδρες. Υπάρχουν στοιχεία ότι μια γυναίκα (που πιστεύεται ότι ήταν η Ντόναμ) επιβεβαίωσε την ταυτότητά του. Οι απαγωγείς του Τιλ τον έδειραν ανελέητα, τον έσυραν σε ένα ποτάμι και τον πυροβόλησαν στο κεφάλι. Στη συνέχεια έδεσαν με αγκαθωτό συρματόπλεγμα τη σορό του σε μια μεταλλική κατασκευή και την πέταξαν στο νερό. Το παραμορφωμένο πτώμα του εφήβου βρέθηκε πολλές μέρες αργότερα.

Η μητέρα του εφήβου, Μάμι Τιλ Μόμπλεϊ, αποφάσισε να αφήσει ανοιχτό το φέρετρο του γιου της κατά τη διάρκεια της κηδείας του στο Σικάγο, για να «δείξει στον κόσμο τι έκαναν στο αγόρι της».

Το ειδεχθές έγκλημα και η δημοσιότητα που έλαβε εξαιτίας της απόφασης της Μόμπλεϊ προκάλεσαν κύμα οργής και διαδηλώσεις σε πολλές αμερικανικές πόλεις. Σύμφωνα με ένα ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί το 1955, απαγγέλθηκαν κατηγορίες εις βάρος της Ντόναμ, του συζύγου της Ρόι Μπράιαντ και του κουνιάδου της Τζ. Γ. Μίλαμ για την απαγωγή του Τιλ. Παρότι είχε ανακοινωθεί δημόσια η έκδοση του εντάλματος, ο σερίφης της κομητείας είπε στους δημοσιογράφους ότι δεν ήθελε να ενοχλήσει την Ντόναμ, καθώς είχε δύο παιδιά να φροντίσει. Ο ίδιος σερίφης ισχυρίστηκε έπειτα ότι δεν μπορούσε να εντοπίσει τη γυναίκα.

Ο Μπράιαντ και ο Μίλαμ οδηγήθηκαν σε δίκη για τον φόνο του 14χρονου αλλά απαλλάχτηκαν από το σώμα ενόρκων, που αποτελούνταν φυσικά μόνο από λευκούς. Μήνες αργότερα, σε συνέντευξή τους σε περιοδικό, ομολόγησαν ότι σκότωσαν τον Τιλ. Και οι δύο άνδρες είναι πλέον νεκροί.

Σύμφωνα με τα ανέκδοτα απομνημονεύματα της Ντόναμ, στα οποία απέκτησε πρόσβαση το Associated Press, η γυναίκα ισχυριζόταν ότι δεν ήξερε τι θα γινόταν όταν μίλησε για το περιστατικό με τον Τιλ, αλλά και ότι προσπάθησε να αρνηθεί ότι ήταν το ίδιο αγόρι όταν οι δυο άνδρες τον οδήγησαν μπροστά της. Η ίδια υποστηρίζει ότι ο Τιλ ήταν αυτός που «παραδέχτηκε» την ταυτότητά του.

Η Ντόναμ αποκάλυψε επίσης ότι, αφού ο σύζυγός της και ο κουνιάδος της συνελήφθησαν, δύο άνδρες από το γραφέιο του Σερίφη παρέλαβαν με αμάξι την ίδια και τη συννυφάδα της και τις πήγαν στη φυλακή να επισκεφτούν τους άνδρες τους έξω από τα κελιά. Στη συνέχεια, τις συνόδεψαν στο σπίτι.

Υπόθεση Έμετ Τιλ: Αυτή είναι η πιο γνωστή ιστορία ρατσιστικής βίας στην Αμερική

«Τέλη του καλοκαιριού του 1955 είδα στο περιοδικό Jet μια τρομακτική φωτογραφία ενός νεκρού αγοριού σχεδόν στην ηλικία μου, ενός νεκρού έγχρωμου αγοριού που δολοφονήθηκε στο Μάνεϊ του Μισισίπι. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο, ίδιο μαύρο σκαθάρι που το έλιωσε αντίχειρας. Εκείνο το ίδιο καλοκαίρι ερωτεύτηκα και είχα την πρώτη μου ερωτική απογοήτευση, όμως το μεγαλύτερο νέο στη δική μας άκρη της Κόουπλαντ Στριτ, με τα κάμποσα φτωχόσπιτα και τις κάμποσες φτωχές έγχρωμες οικογένειες, μόλις ένα τετράγωνο απόσταση από τα καταστήματα πολυτελείας της Γουόλνατ Στριτ, δεν ήταν ούτε η καρδούλα μου που πονούσε ούτε η δολοφονία του Έμετ Τιλ στο μακρινό Μισισίπι, που την κουβεντιάζαμε ψιθυριστά σαν να ήταν δικό μας λάθος, ένα βρομερό μυστικό για το οποίο έπρεπε να ντρεπόμαστε».

Κάπως έτσι περιγράφει την πρώτη του επαφή με την ιστορία που χάραξε τις μνήμες της σύγχρονης Αμερικής το 1955 και τη στοιχειώνει μέχρι σήμερα καθώς, όπως φαίνεται δεν κατάφερε να λύσει το ζήτημα του ρατσισμού ο συγγραφέας Τζον Ένγκαρ Γουάιντμαν: απόδειξη η ευκολία με την οποία το δικαστήριο των λευκών ενόρκων αθώωσε τότε τους δολοφόνους του Έμετ Τιλ, ενός δεκατετράχρονου αγοριού που του πολτοποίησαν άγρια το κεφάλι μόνο και μόνο επειδή ήταν έγχρωμος και επειδή υποτίθεται είχε τολμήσει να εκδηλώσει τον θαυμασμό του για μια λευκή σφυρίζοντας!

Όπως αφηγείται ο ίδιος ο Τζον Έντγκαρ Γουάιντμαν, πολυβραβευμένος συγγραφέας και πρώην διακεκριμένος μπασκετμπολίστας στο μπεστ σελερ βιβλίο του «Γράφοντας για να σώσω μια ζωή-ο φάκελος του Λούις Τιλ» (εκδόσεις Πόλις): «Πάνω από εξήντα εφημερίδες, απ'όσο διαπίστωσα, είχαν γράψει το 1955 για τη δίκη του Μισισίπι. Τριάντα φωτογράφοι άλλαξαν τα φώτα στα φλας, εβδομήντα ρεπόρτερ ράμφισαν την αλήθεια στις γραφομηχανές τους. Ομολογώ ότι με εξέπληξε το ενδιαφέρον που είχε προκαλέσει η δίκη σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Από την άλλη δεν με εξέπληξε καθόλου το ότι αυτό το ενδιαφέρον δεν κράτησε για πολύ. Σήμερα ο Έμετ Τιλ θεωρείται γενικά ένας μάρτυρας στον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα, όμως η άθλια δίκη που απάλλαξε τους δολοφόνους του και ο κρίσιμος ρόλος του πατέρα Τιλ σ'αυτήν έχουν σχεδόν απαλειφθεί από τη συλλογική φαντασία. Από τη στιγμή που αποσιωπήθηκε, η δίκη του Τιλ παραμένει ένα παραγνωρισμένο αμετάβλητο δεδικασμένο. Από άκρη σε άκρη στα δικαστήρια της Αμερικής οι δολοφόνοι κηρύσσονται συστηματικά αθώοι, λες και οι ζωές των έγχρωμων, που τις στερήθηκαν με το έτσι θέλω κάποιων, δεν μετράνε».

Και όπως δεν μετράνε σήμερα, έτσι φαίνεται δεν μετρούσαν ούτε τότε. Το ανήκουστο είναι-και κάπως έτσι υπεισέρχεται το όνομα του πατέρα του Τιλ-ότι οι δολοφόνοι αθωώθηκαν επειδή υποτίθεται το θύμα έδωσε αφορμή σφυρίζοντας με θαυμασμό σε μια λευκή-μια ιστορία που βλέπουμε να επαναλαμβάνεται με διάφορους τρόπους στην Αμερική, αλλά τότε είχε κάνει ντόρο για έναν επιπλέον λόγο: για το ότι οι λευκοί-φυσικά!- ένορκοι αθώωσαν τους φονιάδες επειδή ο πατέρας του Έμετ, ο Λούις Τιλ, ο οποίος σημειωτέον υπηρέτησε στο αμερικανικό στρατό κατά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο, υποτίθεται ότι είχε βιάσει μια κοπέλα. Οικογενειακή ευθύνη αποφάνθηκε το σώμα των ενόρκων-ελεύθεροι οι απροκάλυπτοι φονιάδες.

Για αυτούς ακριβώς τους λόγους ο συγγραφέας Γουάιντμαν αποφασίζει να ασχοληθεί, εξήντα ολόκληρα χρόνια μετά, με την ιστορία που τον είχε στοιχειώσει, που καθόρισε τα τραύματα της παιδικής του ηλικίας και δεν τον άφησε ποτέ να ησυχάσει. Το ίδιο, ωστόσο, φαίνεται έκανε και στο ασυνείδητο της Αμερικής. Έψαξε στα αρχεία, βρήκε στοιχεία και έφτιαξε ξανά την ιστορία του Τιλ: εκεί βρήκε διάφορα στοιχεία που συνέδεαν όχι μόνο τον αδικοχαμένο έφηβο με τον ίδιο με τον πατέρα του, αλλά ανέσυρε και μνήμες κοινές και στη δική του προσωπική ιστορία-οπως και το ότι ο δικός του πατέρας είχε επίσης υπηρετήσει στον στρατό: εννοείται ότι τους έγχρωμους τους ξυπνούσαν στους στρατώνες με βρισιές όπως «ξυπνήστε τεμπελόσκυλα. Τέρμα ο ύπνος!» και φυσικά ούτε λόγος για βραβεία για γενναιότητα στο πεδίο των μαχών. Ο,τι και αν έκαναν οι έγχρωμοι δεν θα ξέφευγαν-και έτσι ο ευφυής και πιτσιρικάς Έμετ δεν κατάφερε να μορφωθεί όπως ο συγγραφέας, ούτε να γλυτώσει από την κατάρα της οικογένειας.

Βέβαια σε καμία περίπτωση ο νεαρός Έμετ δεν περιβάλλονταν από «αγγελούδια» αφου τις περισσότερες φορές το ίδιο το σύστημα εξωθούσε τους έγχρωμους στην παρανομία-το ίδιο όμως και ο συγγραφέας με τον οποίο μοιράζονται πολλά κοινά. Όπως ομολογεί ο ίδιος ο Γουάιντμαν ο μεγαλύτερος του αδελφός είχε καταδικαστεί για φόνο-χωρίς δίκη και ξόδεψε την ζωή του στη φυλακή ενώ ένας ξάδελφός του δολοφονήθηκε αναίτια στο ίδιο το σπίτι. Ένας φαύλος κύκλος αίματος που διαιωνίζεται στην Αμερική χωρίς λόγο-για τους λευκούς η ζωή ενός έγχρωμου ισοδυναμούσε και, όπως όλα δείχνουν, ισοδυναμεί με καθόλου ζωή.

Και όμως όπως απέδειξε και η περίπτωση του Ομπάμα, ο οποίος κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, έγινε ο Πρόεδρος της χώρας ή του ίδιου του συγγραφέα που απέσπασε όλες τις υποτροφίες και σπούδασε στα καλύτερα κολλέγια-ακόμα και στην Οξφόρδη, η προσωπική προκοπή και τα γράμματα δεν αποκλείονταν από την προσωπική τους ατζέντα αλλά ήταν κάτι σπάνιο, πρώτο υλικό για μυθιστορήματα. Όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας για τον αδικοχαμένο έφηβο: «Αν ο Λούις Τιλ είχε μείνει στο σπίτι του και είχε δασκαλέψει το γιο τον Έμετ για τον Νότο, για τα μαύρα αγόρια και τους λευκούς άντρες πάνω, στον Βορρά, και κάτω, στον Νότο, θα είχε γυρίσει ο Έμετ σώος από το ταξιδάκι του στο Μάνει του Μισισιπί, θα είχε γραφτεί στο γυμνάσιο του Σικάγο, εκείνο το φθινόπωρο του 1955, θα έπαιρνε καλούς βαθμούς όπως κι εγώ, θα είχε ξεφύγει από τη μοίρα του πατέρα του, θα είχε ίσως γίνει μεγάλος και τρανός. Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών. Όμως η φλόγα της πατρικής μοίρας τραβάει καταπάνω της τον Έμετ σαν να ήταν νυχτοπεταλούδα. Ο γιος πετάει ταυτόχρονα προς τα πίσω και προς τα μπρος σαν το πουλί σανκόφα, γιατί μέσα στη μοίρα του πατέρα είναι να μη βρίσκεται ποτέ κοντά στον γιο του για να τον προστατέψει, να τον συμβουλέψει, να τον επιτηρεί, μοίρα του πατέρα και του γιου είναι ν'αφήνουν ο ένας τον άλλο ορφανό. Πατέρες και γιοι. Γιοι και πατέρες. Ένας αέναος κύκλος νοσταλγίας και απουσίας. Φωτεινές φτερούγες φτεροκοπούν, σαν σκοτεινό δωμάτιο που το φωτίζει ξαφνικά ένα σπίρτο».

Και κάπως έτσι μας φωτίζει αυτό το βιβλίο με όσα συγκλονιστικά περιγραφεί για όλα όσα ζει σήμερα η Αμερική, για όλα όσα δεν έπαψε να ζει και για όλα όσα θα ζήσει ακόμα. Αξίζει το βιβλίο αυτό να διαβαστεί για να κατανοήσει κανείς τα φαντάσματα που στοιχειώνουν όχι μόνο, σαν αρχαιοελληνική τραγωδία, ολάκερες γενιές έγχρωμων που μαρτυρούν στο περιθώριο ενός πολυτάραχου βίου αλλά την ίδια την Αμερική. Το βιβλίο του Γουάιντμαν κυκλοφόρησε στη Γαλλία με τη Λιμπερασιόν να γράφει ότι είναι μια «αφήγηση υπέροχη και οδυνηρή, η οποία ξεθάβει τα φαντάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για να στηρίξουν μια μονοδιάστατη πραγματικότητα» ενώ στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου.

Πηγή: protothema.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις