Η μαγεία του αυθεντικού
Γράφει ο Αλέξης Παπαχελάς / kathimerini.gr
Το θέμα συζήτησης αυτές τις μέρες δεν είναι συνήθως το ποιος θα γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή αν θα τελειώσει γρήγορα ο πόλεμος στην Ουκρανία μόλις ορκιστεί πρόεδρος ο Τραμπ. Θέμα συζήτησης είναι ένα πραγματικό φαινόμενο: το πώς δεκάδες χιλιάδες Ελληνες πηγαίνουν σινεμά για να δουν την ταινία για τη ζωή του Καζαντζίδη. Δύσκολο να βρεις άνθρωπο που δεν του άρεσε, εύκολο να βρεις ανθρώπους στους οποίους η ταινία «μίλησε» με κάποιον τρόπο. Ολοι περιγράφουν σκηνές κατάμεστων αιθουσών με δεκάδες ανθρώπους να τραγουδούν μαζί με τον πρωταγωνιστή τα τραγούδια του «Στέλιου».
Τι είναι αυτό που μας ελκύει σαν μαγνήτης σε όλη αυτή την εποχή που συμβολίζει και ο Καζαντζίδης; Αν έψαχνα μία λέξη, θα έλεγα «η αυθεντικότητα». Υπάρχει κάποιος λόγος που ακόμη σήμερα, σαράντα ή πενήντα χρόνια μετά, βλέπουμε παλιές ελληνικές ταινίες και τις απολαμβάνουμε. Σιγοτραγουδάμε τραγούδια της εποχής στα γλέντια μας. Το εντυπωσιακό είναι πως δεν πρόκειται για φαινόμενο νοσταλγίας, δεν αφορά τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Νέα παιδιά ξέρουν απ’ έξω τις ατάκες από κλασικές ταινίες, αλλά και τους στίχους από τα λαϊκά τραγούδια της εποχής.
Για τις παλαιότερες γενιές υπάρχει ένα έντονο στοιχείο νοσταλγίας για μια εποχή σχετικής ανεμελιάς. Η χώρα ήταν φτωχότερη από ό,τι είναι σήμερα. Τα στοιχεία της οικογένειας, της γειτονιάς, της παρέας ήταν όμως πολύ πιο έντονα. Τα συναντάει κανείς όλα στους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου και γι’ αυτό τα τραγούδια του συγκινούν ακόμη και σήμερα, έστω κι αν αναφέρονται σε γειτονιές που πλέον έχουν μαραζώσει και δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν.
Ο Ελληνας δεν έχει ξεχάσει να διασκεδάζει και να γλεντάει. Οι παρέες συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν στις ζωές μας. Ενα μεγάλο κομμάτι της διασκέδασης έχει γίνει όμως πιο «πλαστικό», λιγότερο αυθεντικό. Η συγκίνηση που νιώθεις όταν ακούς έναν Καζαντζίδη ή έναν Μητροπάνο δεν συγκρίνεται, με ελάχιστες άξιες εξαιρέσεις, με ό,τι νιώθεις ακούγοντας τα σημερινά πρώτα ονόματα του πάλκου.
Δεν είναι τυχαίο πως ψαγμένες παρέες φοιτητών ή τριαντάρηδων ψάχνουν σήμερα να βρουν κουτούκια με ζωντανή μουσική σε γειτονιές της Αθήνας. Οταν καμιά φορά μπαίνουν σε μαγαζί με τζουκ μποξ σαστίζουν αρχικά και μετά μαγεύονται από εκείνο τον υπέροχο ήχο που έχει πολλές «γρατζουνιές», αλλά μιλάει κατ’ ευθείαν στην ψυχή σου πολύ περισσότερο από ένα σόου με καπνούς και τεράστια ηχεία.
Είναι πάντως αισιόδοξο ότι κρατάμε κομμάτια αυτής της κουλτούρας ζωντανά, πως ένας σημερινός τραγουδιστής σαν τον Χρήστο Μάστορα μπορεί να ερμηνεύει τόσο αυθεντικά έναν θρύλο και να γεμίζει τις κινηματογραφικές αίθουσες.
Η Ελλάδα δεν είναι μια ανέμελη χώρα για να ζει κανείς. Κάθε άλλο, τα πιο απλά πράγματα μπορεί να γίνουν εξαιρετικά περίπλοκα και η αβεβαιότητα κυριαρχεί στις ζωές των ανθρώπων. Η αίσθηση εκείνη που υπήρχε στα χρόνια του Καζαντζίδη, πως κάθε χρονιά θα είναι κάπως καλύτερη από την προηγούμενη, έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό. Συνεχίζουμε όμως να είμαστε ένας λαός που ξέρει να περνάει καλά, να τραγουδάει τον πόνο του, να ενώνεται με παρέες σε ατέλειωτους χορούς και να τηρεί παραδόσεις και πανηγύρια αιώνων με έναν μοναδικό τρόπο. Εχουμε ίσως μια αγωνία όλοι μας μήπως χάσουμε αυτά τα βαθιά ελληνικά στοιχεία, που μας ενώνουν και μας δίνουν έναν πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα, που σαγηνεύει κάθε τυχερό ξένο που έρχεται σε επαφή μαζί τους. Ισως γι’ αυτό γραπωνόμαστε από κάθε τι αυθεντικό, είτε είναι η φωνή του Καζαντζίδη είτε ένα πανηγύρι σε ένα χωριό είτε ένα καλά κρυμμένο κουτούκι όπου το ρολόι μοιάζει σταματημένο…