Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Στη μνήμη της Παναγιώτας, που έφυγε από τη ζωή την Πέμπτη, 26 Σεπτεμβρίου 2019, σε ηλικία 87 ετών.

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε το καλοκαίρι του 2000 και βασίστηκε σε ζωντανή συνέντευξη που μου έδωσε η Παναγιώτα με τον άντρα της τον Δημητράκη, στο μαγαζί της.)

Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα παραμύθι του Άντερσεν, ήταν ένα κοριτσάκι φτωχό κι ορφανό. Για να ζήσει πουλούσε σπίρτα στους δρόμους. Μια χιονισμένη βραδιά Χριστουγέννων, στην έρημη γωνιά ενός δρόμου, άρχισε ν’ ανάβει τα σπίρτα για να ζεσταθεί. Μέσα στη φλόγα τους έβλεπε τις εικόνες μιας ζωής που θα ’θελε να ζήσει. Το πρωί το βρήκαν άψυχο, παγωμένο, δίπλα στα καμένα σπίρτα. Εκεί τελείωνε το παραμύθι.

Μιαν άλλη φορά κι έναν άλλο καιρό, σ’ ένα αληθινό παραμύθι της ζωής, έζησε ένα «ορφανό» και φτωχό κοριτσάκι, που γύριζε στους δρόμους πουλώντας σπόρια για να ζήσει. Μόνο που το κοριτσάκι αυτό άναψε ΟΛΑ τα σπίρτα της καρδιάς του κι έκαψε τη χαμοζωή του, για να φτιάξει μιαν άλλη ζωή, να φυτέψει σ’ αυτήν τα λουλούδια των ονείρων του και να τα δει ν’ ανθίζουν.

Το κοριτσάκι αυτό γεννήθηκε στα 1932 σ’ ένα χωριό του Ταϋγέτου, απ’ τη μεριά της Μεσσηνίας, την Καστανέα. Την βάφτισαν Παναγιώτα. Παναγιώτα Παυλίδη. Τριών χρονών ακόμα κατέβηκε με την οικογένειά της στην Καλαμάτα. Οι γονείς της δεν μπόρεσαν να ζήσουν μαζί. Χώρισαν. Τράβηξε ο καθένας τον δρόμο τον δικό του, αφήνοντας τη μικρή Παναγιώτα και τον αδερφό της τον Παναγιώτη στα χέρια του παππού και της γιαγιάς. Ήταν καιροί δύσκολοι και φοβεροί που αγρίευαν την καρδιά των ανθρώπων και στέγνωναν την αγάπη. Η μικρούλα η Παναγιώτα ήταν εκεί, μπροστά στο δικαστήριο, την ώρα που οι γονείς της έκοβαν τη ζωή τους στη μέση. Δεν ένιωθε, ίσως, τι ακριβώς γινόταν, βλέποντας τη μαμά και τον μπαμπά της να στέκονται και να μαλώνουν μπροστά σ’ εκείνους τους βλοσυρούς ανθρώπους με τα σκούρα κουστούμια και τις γραβάτες. Είχε όμως αγωνία στην καρδούλα της και πίκρα στα χείλη κι ας την κρατούσε σφιχτά απ’ το χέρι ο παππούς της.

- Στο δικαστήριο μέσα θυμάμαι το χωρισμό του πατέρα μου και της μάνας μου. Θυμάμαι μόνο τα μαλλιά της μάνας μου. Τα ’χε ρολό. Το πρόσωπό της δεν το θυμάμαι.

Ο παππούς έπρεπε πια να ξαναπιάσει το τιμόνι και να οδηγήσει τούτο το παλιοσκαρί, με τις ζωές που ’χε μέσα, σε μέρος απάνεμο. Πήρε τη γυναίκα του, την εγγονή του την Παναγιώτα, τον μικρότερο αδερφό της τον Παναγιώτη και τον γιο του τον Ιορδάνη κι έφυγαν απ’ την Καλαμάτα. Καμιά φορά ο άνθρωπος πιστεύει πως θ’ αλλάξει την μοίρα του, αν αλλάξει τόπο. Διάβηκαν τον Ταΰγετο, τίναξαν πίσω τους τη σκόνη των παπουτσιών τους και βρέθηκαν στη Σπάρτη. Μαζί τους, κλεισμένο μέσα στον κόρφο τους, έφεραν και το λευκό περιστέρι της ελπίδας, που τ’ άφησαν να πετάξει λεύτερο σε καινούριους ουρανούς.

Απάγκιασαν σ’ ένα μικρό, φτωχικό καμαράκι, κοντά στην πλατεία της Σπάρτης. Ήταν γύρω στα 1938 - 1939. Η προπολεμική Σπάρτη ήταν ΚΑΙ τότε όμορφη και ζεστή: Σπιτάκια φτωχικά με μπαλκόνια και κόκκινα κεραμίδια πλάι στα φανταχτερά, νεοκλασικά πλουσιόσπιτα. Η μεγάλη πλατεία με τους ευκαλύπτους και το Δημαρχείο. Γύρω της οι τοξωτές καμάρες με τα κάθε είδους μαγαζιά της εποχής: Μπακάλικα, εμπορικά, μαγέρικα, κουρεία, φαρμακεία, γύφτικα, τσαγκάρικα, χάνια… Στους μεγάλους δρόμους λιγοστά αυτοκίνητα εποχής, υποζύγια αρκετά, σούστες και αραμπάδες, κόσμος πολύς κι ακόμα περισσότεροι φτωχοπρόδρομοι που καθημερινά όργωναν τους δρόμους, τις πλατείες και τα πεζοδρόμια πασχίζοντας να βγάλουν ένα μεροκαματάκι με δουλειές του ποδαριού. Παζάρι πάνω στην πλατεία, κολύμπι στην πλαζ του Ματάλα και στο Στεφάνι του Ευρώτα, αλάνες άχτιστες που στήνονταν παραστάσεις Καραγκιόζη, γιορτές και σταυροκοπήματα στις μεγάλες εκκλησιές, κρασί και φτωχικοί μεζέδες στα υπόγεια οινομαγειρεία, παρελάσεις στην Εθνική Γιορτή με το παιάνισμα της Φιλαρμονικής Σπάρτης και χοροί στην πλατεία, παλιά λεωφορεία που μούγκριζαν μέσα στον κουρνιαχτό των λεωφόρων, τα μεγάλα ταξί παραταγμένα ανάμεσα στους φοίνικες της Παλαιολόγου, τα τραπεζάκια των καφενείων στα πεζοδρόμια, μαυρομούτσουνοι ξυλόφουρνοι, παλλαϊκές υποδοχές του Μεταξά και των Βασιλέων, κοντοκουρεμένοι μαθητές με πηλήκια φέροντα το σήμα της κουκουβάγιας, γυμναστικές επιδείξεις, ψαθάκια καλοκαιρινά και λινά κουστούμια, χτίστες που πύργωναν όνειρα, ριγωτά μαύρα κουστούμια, αυστηρές τουαλέτες, βεγγέρες αλλά και λαϊκά οικογενειακά γλέντια, πετροπόλεμοι ανάμεσα σε γειτονιές, Γυμνάσιο Αρρένων κι Επαγγελματική Σχολή, το Σανατόριο, πρωτομαγιάτικες εξορμήσεις στα κοντινά δροσόλουστα χωριά… παντού μυρωδιά από καταβρεγμένο χώμα, από παστή σαρδέλα και ρέγγα από βαρελίσιο τυρί, κρασί, φρέσκο ψωμί και ιδρώτα.

Ο παππούς της Παναγιώτας ξανάπιασε τη δουλειά που ήξερε από την εποχή της Καλαμάτας: Σάμαλι από χοντρό σιμιγδάλι, με σιρόπι μπόλικο, όμορφα κομμένο σε τριγωνικά κομμάτια. Το ’βαζε μέσα σ’ ένα αυτοσχέδιο κασελάκι με βιτρίνα, κρεμούσε το κασελάκι στο λαιμό με μια φαρδιά πέτσινη λουρίδα κι έβγαινε στην πιάτσα.

- Σάμαλι, γλυκό σάμαλι, φώναζε ο παππούς και του ’μεινε το παρατσούκλι… «ο γερο - Σάμαλης». Γλυκό σοροπιαστό όνομα, μιας κατάπικρης ζωής.

Τα χρήματα απ’ τη δουλειά του παππού λίγα και οι ανάγκες πολλές. Έτσι όλο το πλήρωμα βγήκε στο κατάστρωμα για βοηθήσει ν’ αντέξει το παλιοκάραβο στην τρικυμία. Μαζί και η μικρή Παναγιώτα, 6-7 χρόνων τότε. Βρέθηκε μ’ ένα κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό της να πουλάει μύγδαλα στους περαστικούς. Ήταν ένα μικρό ξύλινο κασελάκι από σαρδέλες που ο παππούς το διασκεύασε ειδικά για την Παναγιώτα. Κι έτσι το μικρό κοριτσάκι του παραμυθιού μας, βγήκε στους δρόμους για να συναντήσει τη ζωή και ν’ αναμετρηθεί μαζί της, πρόσωπο με πρόσωπο.

«H ζωή για να προστατευθεί απ’ τους δειλούς της, φκιάχνει τους γενναίους της» ! Και η μικρούλα η Παναγιώτα των 6-7 χρόνων ήταν φτιαγμένη από τη στόφα του πολεμιστή. Μπορεί το κορμάκι της να ήταν αδύνατο σαν κλαδάκι, αλλά ήξερε να λυγίζει στο βοριά, τόσο που ν’ αντέχει και να μη σπάζει. Και η καρδιά της είχε τόλμη και ανδρεία και η ψυχή της είχε ελπίδα αλάβωτη. Και είχε κι ένα όπλο περασμένο στο λαιμό για να πολεμά: Ένα μικρό κασελάκι από σαρδέλες γεμάτο σπόρια. Κάθε φορά που η Λάμια Ζωή της έδειχνε τα πράσινα μυτερά της δόντια, η Παναγιώτα πουλούσε ένα χωνάκι αμύγδαλα. Κάθε φορά που έβγαιναν μουγκρίσματα φοβερά απ’ τη σπηλιά με τους δράκους, κάποιος βρισκόταν κοντά της και την έκραζε με τα’ όνομά της, για να παίρνει κουράγιο και να μην το βάζει, φοβισμένη, στα πόδια:

- Παναγιώτα ο ένας, Παναγιώτα ο άλλος, Παναγιώτα εδώ, Παναγιώτα εκεί, έμεινε το όνομα και με προτιμούσανε!

Χειμώνα – καλοκαίρι, απ’ το πρωί ως το βράδυ, στην πλατεία, στους δρόμους, στα πεζοδρόμια, στα μαγαζιά και στις «Καμάρες», η Παναγιώτα, με το κασελάκι περασμένο στο λαιμό, πουλούσε αμύγδαλα, τσιμπώντας, πού και πού, κανένα κι αυτή για να ξεγελάσει την πείνα της. Τυλιγμένη το χειμώνα στα παλιά χοντρόρουχα τής φιλανθρωπίας, ποδεμένη με δυο -τρία ζευγάρια κάλτσες μέσα στα τρύπια παπούτσια, τουρτούριζε στ’ αγιάζι , παλεύοντας το κρύο με τη φλόγα της καρδιάς της και με το ζεστό της χαμόγελο, που ποτέ κανείς δεν είδε παγωμένο.

- Και θυμάμαι κι ένα άλλο πράγμα που πουλάγαμε εδώ πάνω, κι εγώ και άλλα παιδάκια και ο αδερφός μου, γύρω-γύρω τούτο το τετράγωνο τρέχαμε, τρέχαμε για να ζεσταθούμε. Τρέχαμε γύρω - γύρω, τρέχαμε να πιάσει ο ένας τον άλλο για να ζεσταθούμε.

Κι ο Γεωργίου ο φαρμακοποιός, λυπόταν τούτο το αδύναμο στάχυ του χειμώνα κι άνοιγε την πόρτα του φαρμακείου του για να μπει μέσα να σταθεί και να ζεσταθεί η μικρή Παναγιώτα με το κασελάκι στο λαιμό, το φτιαγμένο από ένα ξύλινο κουτί από σαρδέλες.

- Πώς να τους ξεχάσεις αυτούς τους ανθρώπους;

Κι όταν έφευγε ο χειμώνας κι ερχόταν το γλυκό καλοκαιράκι κι έφευγαν πολλοί Σπαρτιάτες με τα παιδιά τους για διακοπές στα χωριά του Ταϋγέτου και του Πάρνωνα και στις παραλίες του Λακωνικού , η Παναγιώτα ήταν πάντα εκεί , στα πόστα τής Σπάρτης , φρουρός ακοίμητος στις δικές της Θερμοπύλες , με τα δανεικά λουλουδάτα φουστανάκια και τα πέδιλα , να κρατάει με υπομονή το φορτίο το βαρύ , που τόσο απλόχερα της «χάρισε κληρονομιά» η κυρα – Ζωή .

Ήρθε στιγμή που ο παππούς ο Σάμαλης βλέποντας την αξιοσύνη της Παναγιώτας σκέφτηκε να της φτιάξει ένα καρότσι , με τάβλες παλιές και ρόδες ποδηλάτου . Χώρισε την πλατφόρμα του καροτσιού σε θήκες και τις γέμισε με μύγδαλα , στραγάλια , πασατέμπο και καραμέλες . Το ’στησε στην πάνω γωνία στις «Καμάρες» , έξω από το φαρμακείο Γεωργίου κι έτσι η Παναγιώτα απόχτησε το πρώτο της «μαγαζάκι» ! Καμάρωνε όρθια πίσω απ’ το καρότσι της (ίσα που φαινότανε το κεφάλι της πίσω από τα σπόρια ) και είχε μιαν έκφραση θριάμβου στα μάτια , γιατί μέσα της ήξερε πως στη μάχη που είχε ανοίξει με τη Λάμια Ζωή , είχε ήδη πετύχει την πρώτη νίκη της .

Οι περαστικοί σταματούσαν μπροστά στο καρότσι , η Παναγιώτα διαλαλούσε την πραμάτεια της , εκείνοι αγόραζαν σπόρια και καραμελικά και οι μπαλωμένες τσέπες της Παναγιώτας γιόμιζαν με τάλαρα και δραχμούλες της εποχής , μαζί και η καρδούλα της με ελπίδα πως – δεν μπορεί – κάποια στιγμή ο ήλιος , που πεισματικά αρνιόταν να ανατείλει στη ζωή της , θα ’ρχόταν ώρα που θα της χαμογελούσε με μια ζεστή του ακτίνα . Όταν έφτανε το βράδυ , η Παναγιώτα σφάλιζε κάπου το καρότσι , περνούσε το κασελάκι στο λαιμό κι έβγαινε στη γύρα , πέριξ της πλατείας , για να συμπληρώσει το μεροκάματο . Ήταν πια πολύ αργά το βράδυ όταν κουρασμένη σφάλιζε τα μάτια της , στρωματσάδα , στο μικρό φτωχικό καμαράκι , πλάι στον παππού , τη γιαγιά , τον αδερφό και το θείο της. Κι έρχονταν τότε τα όνειρα κι έβλεπε η μικρή Παναγιώτα πως είχε μεγαλώσει και είχε γίνει πλούσια και είχε ρούχα ωραία και σπίτι δικό της αρχοντικό και καλό φαγητό και μεγάλα κρεβάτια με μαλακά στρώματα και είχε παντρευτεί και είχε κάνει και παιδιά και η ζωή της ήταν γεμάτη φως και χαρά και ευτυχία . Και τότε γελούσε μέσα στον ύπνο της δυνατά η μικρή Παναγιώτα και ο παππούς ο Σάμαλης τη σκουντούσε για να σταματήσει μην τους χαλάσει τον ύπνο , γιατί θα ξημέρωνε γρήγορα και θ’ άρχιζε πάλι ο σκληρός αγώνας για το μεροκάματο και για το δικαίωμα να σταθούν κι αυτοί σε μια γωνίτσα μέσα σ’ εκείνη τη μεγάλη αυλή του κόσμου , σ’ εκείνο το μπαλκονάκι - πες καλύτερα -του κόσμου , όπου έπρεπε να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα μη γλιστρήσεις και γκρεμοτσακιστείς στα κοφτερά βράχια που έχασκαν από κάτω του .

Σπάρτη , «Καμάρες» γωνία , καρότσι , ξηροί καρποί και καραμελικά και …η Παναγιώτα. Πάντα εκεί ! Πίσω από την «επιχείρησή» της . Ούτε γιορτή , ούτε σκόλη , ούτε Κυριακή, ούτε ξεκούραση , ούτε ύπνος , ούτε παιχνίδι . Μόνο καμιά φορά που κατέβαιναν τα γειτονάκια στο δρόμο και τύχαινε να μην έχει η Παναγιώτα δουλειά , χάραζαν στο πεζοδρόμιο κουτσονήλιους κι έπαιζαν . Όμως τα μάτια της Παναγιώτας πάντοτε καρφωμένα στο καρότσι και στο εμπόρευμα . Ακόμα και στις μεγαλογιορτές δούλευε ως την τελευταία στιγμή :

-Πέρναγε ο Επιτάφιος κι εκείνη την ώρα μας έκανε μπάνιο η γιαγιά μου να πάμε να μεταλάβουμε την άλλη μέρα ! Το θυμάμαι… γιατί πουλάγαμε …κι «άντε για θα περάσει ο Επιτάφιος» κι «άντε γρήγορα για θα περάσει ο Επιτάφιος» , μας έκανε η γιαγιά μου.

Πέντε νοματέοι στρωματσάδα , σ’ ένα καμαράκι φτωχικό . Εκεί η κουζίνα , εκεί η τραπεζαρία …εκεί τα πάντα . Και το χειμώνα το μαγκάλι με τ’ αναμμένα κάρβουνα εκεί στη μέση . Ζέσταινε τις ανοιχτές παγωμένες παλάμες , μαζί και τις καρδιές και τα όνειρα. Ο παππούς ο Σάμαλης όλο και πιο πολύ δυσκολευόταν ν’ αφήσει τη ζεστασιά και να βγει στη γύρα . Και τότε η Παναγιώτα τον χάιδευε στους κυρτωμένους ώμους και του ’λεγε :

-Κάτσε , παππού , να ζεσταθείς . Θα βγω εγώ για δουλειά !

Κι ο παππούς ο Σάμαλης σήκωνε τότε τα μάτια του απ’ τ’ αναμμένα κάρβουνα του μαγκαλιού (ίδια κάρβουνα αναμμένα κι αυτά) κοίταζε την Παναγιώτα , χαμογελούσε αχνά και , χωρίς να μιλάει , έβγαζε απ’ την καρδιά του χίλιες ευχές για τούτο δω το αδύναμο πλασματάκι που ’χε γίνει κουράγιο κι απαντοχή του στον τελευταίο ανήφορο της ζωής του .

Όταν όλο το ασκέρι έφευγε για το μεροδούλι , έμενε πίσω η γιαγιά . Σκούπιζε , έπλενε , μαγείρευε κι οργάνωνε όλα εκείνα τα καθημερινά που ’χει ανάγκη ο άνθρωπος για ν’ ακουμπάει και να παίρνει μιαν ανάσα , όταν αποσταίνει από τον κάματο της ζωής . Πίσω από το καμαράκι τους , στον ακάλυπτο που λέμε σήμερα , σ’ ένα σπιτάκι μισογκρεμισμένο , έθρεφε η γιαγιά κάθε χρόνο ένα χοιρινό :

-Το έσφαζε η γιαγιά τις απόκριες και περνάγαμε όλο το χρόνο . Το καπνίζαμε και μόλις πεινάγαμε … χοιρινούλι και ψωμάκι στα χέρια .

Εκείνος που ξέρει από φτώχεια κι από πείνα , γνωρίζει πολύ καλά για ποιο λόγο θυμάται κάθε μπουκιά και ξεροκούμουτσο που κράτησε στα χέρια του και γεύτηκε , σαν να ’ταν λειτουργιά απ’ την Αγια – Τράπεζα και νάμα γλυκό απ’ το Δισκοπότηρο .

Κάποιο Φθινόπωρο , μαθητές με σάκες γεμάτες βιβλία και τετράδια πέρασαν μπροστά απ’ το καρότσι της Παναγιώτας , πηγαίνοντας για το σχολείο .Κάτι ράγισε μες στην ψυχούλα της :

-Παππού , θέλω να πάω κι εγώ σχολείο !

-Να πας , κορίτσι μου !

Πώς όμως να πάει σχολείο η Παναγιώτα ; Ποιος θα ’φερνε το μεροκάματο ; Πώς θα συνέχιζε το πάλεμά της με τη Λάμια - Ζωή χωρίς τα όπλα της , το καρότσι και το κασελάκι της ;

Για κάποιους ανθρώπους τα γράμματα γίνονται πολυτέλεια όταν το μόνο που τους έχει απομείνει είναι η περηφάνια της φτώχειας τους .

Λειτουργούσε τότε στη Σπάρτη το νυχτερινό σχολείο της κυρα- Ρωξάνης . Γράφτηκε η Παναγιώτα , πήρε όλα τα χρειαζούμενα του μαθητή κι ένα βράδυ , αφού έκλεισε το καρότσι και τέλειωσε τη γύρα στην πλατεία και στα μαγαζιά με το κασελάκι , πήρε τη σάκα της και γεμάτη χαρά και περηφάνια τράβηξε για το σχολειό της . Πρώτη φορά βρέθηκε η Παναγιώτα σε τέτοια «ζεστή φωλιά» . Τα χεράκια της , τα πονεμένα απ’ τη δουλειά άρχισαν να γράφουν γιώτες και κουλούρες . Τα διψασμένα για γνώση μάτια της άρχισαν να γνωρίζουν και να διαβάζουν γράμματα και λεξούλες . Τα δάχτυλα που μέχρι

τότε έσπαζαν μύγδαλα και τύλιγαν χωνάκια , τα δάχτυλα που έσπρωχναν το καρότσι και σήκωναν το κασελάκι έγιναν …αριθμητήριο , για να μάθει η Παναγιώτα να μετράει και να λογαριάζει . Ένας καινούριος , όμορφος κόσμος άρχισε να ανοίγεται μπροστά στα μάτια της . Όμως , για να υπάρχει ο κόσμος αυτός έπρεπε τα μάτια να μένουν ανοιχτά και να τον αγναντεύουν . Και τα μάτια της Παναγιώτας όλο και πιο πολύ δυσκολεύονταν να μένουν ανοιχτά απ’ την κούραση . Έκλειναν πάνω στο θρανίο , έκλειναν όταν η δασκάλα έδειχνε ένα νέο γραμματάκι , μια νέα λέξη , ένα νέο αριθμό . Κι όταν αργά το βράδυ γυρνούσε η Παναγιώτα στο σπίτι , δεν είχε κουράγιο να φάει ούτε μια μπουκιά ψωμί :«Πώς βλέπεις , ρε Παναγιώτα , το πιρούνι και πάει στο πιάτο;» της έλεγε χαριτολογώντας ο παππούς !

-Κλειστά τα μάτια κι έτρωγα . Τόση κούραση ! Πουλούσα έξω και μετά πήγαινα σχολείο.

Είκοσι μέρες άντεξε το όνειρο . Η Παναγιώτα σταμάτησε το σχολείο . Έπρεπε να βγάλει το μεροκάματο . Οι αδύναμοι ώμοι της δεν άντεχαν άλλο φορτίο . Έτσι η Παναγιώτα δεν έμαθε ΠΟΤΕ να γράφει και να διαβάζει .

-Έχω στη ζωή μου μετανιώσει που δεν έμαθα γράμματα και ποδήλατο ! Και τώρα ακόμα το θέλω : Γράμματα , ποδήλατο και χορό !

Ένα πρωινό του Οκτώβρη του ’40 ξημέρωσε διαφορετικό απ’ τ’ άλλα . Σειρήνες , ραδιοφωνικά διαγγέλματα , εμβατήρια , άνθρωποι αλαφιασμένοι , καμπάνες που χτυπούσαν δαιμονισμένα και μια κραυγή που απλωνόταν παντού σαν σκοτάδι :

-Πόλεμος! Οι Ιταλοί μας κήρυξαν τον πόλεμο !

Η Παναγιώτα δεν ήξερε από τέτοιον πόλεμο . Αυτή μόνο τον πόλεμο της ζωής ήξερε . Καταλάβαινε όμως πως τούτος ο πόλεμος ήταν κακός . Γιατί έβλεπε τις μανάδες να σφίγγουν με αγωνία τα παιδιά στην αγκαλιά , έβλεπε τις γιαγιάδες να κλαίνε πικρά μπροστά στα εικονίσματα , τα παραθυρόφυλλα τα κρατούσε κλειστά ο φόβος , οι άνθρωποι δεν τραγουδούσαν πια στα μπαλκόνια , τα παιδιά δεν έπαιζαν όπως πριν στις αλάνες και τους άντρες τους πήρε μακριά η φτερούγα του Αρχάγγελου . Για πρώτη φορά στη ζωούλα της η Παναγιώτα δεν μπορούσε πια να χαμογελάσει . Για πρώτη φορά δεν την ένοιαζε πόσα χωνάκια με ξηρούς καρπούς πούλησε και πόσες δραχμούλες μπήκαν στην μπαλωμένη της τσέπη .Καταλάβαινε ότι αυτό το μαύρο σύννεφο που σκέπαζε όλο και πιο πολύ τον ουρανό θα ’βρεχε φωτιά της κόλασης για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα που κατοικούσαν σε τούτον τον τόπο .

Και μετά τη λέξη «πόλεμος» μια άλλη κουβέντα ήρθε και θρονιάστηκε στα πικραμένα στόματα των ανθρώπων :

-Κατοχή ! Πείνα ! Θάνατος !

Οι άνθρωποι που την έζησαν κρατούν ακόμα τον φόβο στα μάτια τους . Αλλά κι εκείνοι που πέθαναν δεν πήραν τον φόβο μαζί τους , για να λιγοστέψει στον απάνω κόσμο . Τον άφησαν κληρονομιά στους ζωντανούς .

Κατοχή ! Κλειστά σπίτια , ανοιχτοί τάφοι , σφαλιστά στόματα , ραγισμένες καρδιές . Όποιος είχε , θα έχανε . Όποιος ήξερε να παλεύει , θα ζούσε .

Η Παναγιώτα και οι δικοί της ανασκουμπώθηκαν και πάλι , για να βγουν πέρα απ’ το τρικυμισμένο πέλαγος . Οι φτωχοί άνθρωποι είναι οι μόνοι που στην ανάγκη και τον κίνδυνο καταφέρνουν να βρίσκουν δρόμους , για να ξεφύγουν την κοινή μοίρα . Αν ο Κοντορεβυθούλης του παραμυθιού ήταν πλούσιος , τότε είναι σίγουρο πως ο δράκος θα τον είχε φάει . Ο παππούς ο Σάμαλης και ο αδερφός της ο Παναγιώτης , μέσα από τα μυστικά μονοπάτια του Ταΰγετου άρχισαν να πηγαίνουν με τα πόδια στην Καλαμάτα και να φέρνουν από κει , λαθραία , αλάτι και τσιγάρα :

-Και το φέρναμε (το αλάτι) και πηγαίναμε στα χωριά και δίναμε αλάτι και μας δίνανε πατάτες . Δίναμε αλάτι , μας δίνανε αραποσίτι .

Όσο για τα τσιγάρα τα λαθραία , αυτά έμπαιναν μέσα στα χωνάκια , μαζί με τα φιστίκια και τα μύγδαλα κι έφταναν , χέρι με χέρι , στους βαλαντωμένους , που γύρευαν να πνίξουν μέσα στον καπνό τον καημό και το ντέρτι τους . Η Παναγιώτα , σαν μικρή που ήταν και δεν κινούσε υποψίες , διέπρεψε ΚΑΙ σ’ αυτό το μικρό λαθρεμπόριο , κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη των καραμπινιέρων . Οι Ιταλοί στρατιώτες που περιπολούσαν γύρω απ’ την πλατεία γνώριζαν και συμπαθούσαν αυτό το αδύνατο , χαμογελαστό κοριτσάκι , που τριγύριζε συνέχεια μέσα στα πόδια τους με το μικρό κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό γεμάτο με χωνάκια . Την ήξεραν καλά την Παναγιώτα και με τα λίγα ελληνικά που είχαν μάθει την πείραζαν καλόκαρδα όταν περνούσε από κοντά τους :

-Οι Ιταλοί ήτανε στη γωνία και μου λέγανε : Παναγιώτα , φιστίκια … Παναγιώτα , φιστίκια ….κι εκείνο μέσα ήτανε τσιγάρα !

Δεν τους φοβόταν τους Ιταλούς η Παναγιώτα . Τα πρόσωπά τους ήταν καλοσυνάτα και γελαστά . Τραγουδούσαν , έλεγαν αστεία μεταξύ τους , καλομιλούσαν στα παιδάκια , τα φίλευαν . Είχαν ανασάνει κι αυτοί την αλμύρα της Μεσογείου , είχαν γευτεί τον ίδιο με μας ήλιο , απ’ τα χρόνια τα αρχαία μας γνώριζαν και τους γνωρίζαμε . Ήταν φανερό πως ο φασισμός τους επέβαλε αυτόν τον πόλεμο , ήταν φανερό πως αυτόν τον πόλεμο δεν τον ήθελαν και πως η σκέψη τους ήταν πίσω , εκεί στην πατρίδα τους , εκεί που η γη τους , τα σπίτια τους και οι δικοί τους τούς καρτερούσαν :

-Πηγαίναμε , κόβαμε φραγκόσυκα , τους τα ’βαζα με τον πάγο και πηγαίναμε στους Ιταλούς και τα πουλάγαμε . Και μας δίνανε άλλος φαγητό , άλλος τυρί , άλλος αρβύλες …Πηγαίναμε και στα χωριά με τις αρβύλες ….παίρναμε πατάτες … .

Κι εκεί , στο Γυμνάσιο Αρρένων που είχαν στρατοπεδεύσει οι Ιταλοί , τριγύριζε κι η Παναγιώτα , καθημερινά , μαζί μ’ άλλα πεινασμένα Σπαρτιατόπουλα και τρέχανε τα σάλια τους απ΄ τις μυρουδιές που ’βγαιναν απ’ τα καζάνια των Ιταλών .

- «Πίκολα , πίκολα , βένε κουά , βένε κουά» , μας έλεγαν οι Ιταλοί και μας έδιναν φαγητό . Οι Γερμανοί μας έδιναν κλοτσιές .

Δεν υπήρξε δουλειά του ποδαριού που να μην την έκανε η Παναγιώτα ΚΑΙ μέσα στην Κατοχή . ΚΑΙ σπόρια ΚΑΙ φραγκόσυκα ΚΑΙ τσιγάρα λαθραία ΚΑΙ αλάτι ΚΑΙ λουστράκι να βάφει τα παπούτσια περαστικών ΚΑΙ μανάβισσα … Και κάθε φορά που αποσταμένη σήκωνε ψηλά τα μάτια της να πάρει μιαν ανάσα , της φαινόταν πως έβλεπε εκεί , πάνω στον ουρανό , τον Χριστό (που τόσο αγαπούσε και αγαπά) να της γνέφει με τα βλέφαρά Του : «ΚΟΥΡΑΓΙΟ , Παναγιώτα» !

Όταν έφτασε η μεγάλη πείνα του ’41 , ακόμα κι εκείνοι που είχαν συνηθίσει να πεινούν σ’ όλη τους τη ζωή , ένιωσαν το φάσμα του Θανάτου να πλανιέται πάνω από τα κεφάλια τους .

-Κόβαμε βελάνια , από δω πάνω από το Μονοδέντρι , και τα στουμπανάγαμε και τα ζυμώναμε για ψωμί .

Όσο κι αν τρώγανε όμως απ’ αυτό το ψωμί της ανάγκης , το σώμα λίγνευε όλο και πιο πολύ , βαθούλωναν τα μάγουλα , τα μάτια γίνονταν δυο μαύρες κόγχες και τα πόδια αρνιούντανε να κουβαλάνε το έστω και σαθρό αυτό φορτίο τους . Μετά άρχιζε να πρήζεται η κοιλιά και τούτο ήταν ο προάγγελος του θανάτου . Ευτυχώς , για την Παναγιώτα και τους δικούς της βρέθηκαν Άνθρωποι μέσα σ’ αυτήν την καταιγίδα , που τύλιξαν με ζεστασιά τις ξεπνοϊσμένες τούτες υπάρξεις κι έσπρωξαν μακριά το δρεπάνι του Χάρου , που αλύπητα εκείνη τη χρονιά θέρισε ζωές και ζωούλες .

-Πώς ζήσαμε ; Ευτυχώς είχαμε καλούς γειτόνους ! Ο Μαραγκουδάκης μου ’δινε λάδι στο στόμα για να μην πρηστώ . Κι ο Κωστόπουλος (Θεός σ’χωρέσ’ τους αυτούς τους ανθρώπους) «έλα δω , Παναγιώτα»… μια σαρδέλα , μια ρέγγα , ό,τι είχε το μπακάλικο . ΚΑΙ μένα ΚΑΙ του παππού μου του Σάμαλη . Πρήστηκε ο καημένος ο παππούς μου και ο Μαραγκουδάκης ο Μιχάλης , ο μικρότερος , « έλα δω γερο- Σάμαλη» , μ’ ένα φλιτζανάκι του καφέ :

-Πιε το τώρα , εδώ .

-Να το πάω στα παιδιά .

-Όχι , πιε το εσύ . Στα παιδιά θα δώσουμε εμείς με το κουτάλι .

…Με τις πατατούλες …κι από τούτα κι από κείνα …φάγαμε και βελάνι …περάσαμε.

Η Κατοχή κι ο μεγάλος πόλεμος φαίνονταν πως πήγαιναν στο τέλος τους . Η ελπίδα είχε αρχίσει να ξαναφουντώνει στις ανθρώπινες καρδιές κι εκεί , απάνω στην κόψη της ελπίδας και της απόγνωσης , η μοίρα αποφάσισε πως τούτη δω η μικρή ανθρώπινη ομάδα , η οικογένεια της Παναγιώτας , που τόσο της αντιστάθηκε , έπρεπε να σκορπιστεί . Ο πρώτος που άρπαξε στα γαμψά της νύχια η Μοίρα η κακιά ήταν ο θείος της Παναγιώτας ο Ιορδάνης . Ήταν ο καιρός που τα παλιά και τα νέα μίση ανάμεσα στους Έλληνες είχαν αρχίσει να κυλούν σαν λάβα πυρωμένη στις καρδιές .

Ένα βράδυ του 1943 πετάχτηκαν απ’ τα στρωσίδια τους –περιστέρια τρομαγμένα απ’ τα δόντια του αγριμιού – η Παναγιώτα και οι δικοί της . Πάνοπλοι Γερμανοί στρατιώτες γκρέμισαν με κλοτσιές την πόρτα της κάμαρας και με φωνές άγριες και βρυχηθμούς , καθήλωσαν τους τρομαγμένους ανθρώπους στον τοίχο . Μια κουβέντα θυμάται μόνο η Παναγιώτα από κείνο το βράδυ που άνοιξαν για τα καλά οι πύλες της κόλασης :

-Παρτιζάν … παρτιζάν !!!

Όταν τα σκυλιά του πολέμου έφυγαν από τη φτωχική κάμαρα , δυο άνθρωποι έλειπαν : Ο παππούς ο Σάμαλης και ο γιος του ο Ιορδάνης . Τόσα χρόνια μαζί , είχαν μάθει ΚΑΙ οι πέντε , πλάτη με πλάτη … μπράτσο με μπράτσο … καρδιά με καρδιά , να ξεπερνούν όποια τρικυμία έβρισκαν μπροστά τους , όσο φοβερή κι αν ήταν . Τώρα , για πρώτη φορά, οι ψυχές δείλιασαν και κιότεψε η καρδιά . Σε λίγο καιρό ο παππούς γύρισε κοντά τους , αφού γνώρισε τα κάγκελα της φυλακής . Ο Ιορδάνης όμως «καρφωμένος» από δωσίλογους συνεργάτες των Γερμανών ως μέλος του ΕΑΜ , κρατήθηκε στις φυλακές της Τρίπολης μαζί με άλλους αγωνιστές που είχαν συλλάβει οι κατακτητές σε συνεργασία με τα «Τάγματα Ασφαλείας» και κουκουλοφόρους προδότες . Κι ένα πρωινό , στις 26 Νοέμβρη 1943 , έφτασε στη Σπάρτη το πικρό μαντάτο :

-Οι Γερμανοί στο Μονοδέντρι εκτέλεσαν 118 Σπαρτιάτες!

Κάθε γυναίκα έβαλε στο κεφάλι μαύρο μαντίλι , κάθε άντρας πέρασε στο μπράτσο το πένθος του θανάτου κι όλοι μαζί κατηφόρισαν στο κοιμητήρι του Αη-Γιώργη , όπου τα καμιόνια είχαν ξεφορτώσει την πραμάτεια του Χάρου , τα λάφυρα του πολέμου , το τίμημα της φριχτής προδοσίας !

Ανάμεσα στα αραδιασμένα κουφάρια των Ηρώων είδε και η Παναγιώτα , για πρώτη φορά , το πρόσωπο του Θανάτου πάνω στη ματοβαμμένη μορφή του Ιορδάνη :

-«Εκεί είδα για τελευταία φορά τον Ιορδάνη . Το πρόσωπό του ήταν αγνώριστο από τα αίματα . Εκεί τον είδα για τελευταία φορά .

Αργότερα , όταν ήρθε η Λευτεριά , έφτασε και η ώρα να γραφτούν τα ονόματα των Ηρώων του πολέμου και της Αντίστασης πάνω στα λευκά μάρμαρα , όπου γης ελληνική . Γράφτηκαν κι εκεί στο Μονοδέντρι , πάνω σ’ ένα απλό και απέριττο μνημείο , τα ονόματα των 118 Εθνομαρτύρων της Σπάρτης που έδωσαν τη ζωή τους γιατί πολύ πόθησαν τη Λευτεριά . Ανάμεσά τους και το όνομα του Ιορδάνη που ήρθε κάποτε στη Σπάρτη από την Καλαμάτα για να βρει μια καλύτερη ζωή , πάλεψε γι’ αυτήν τη ζωή τίμια μέσα στους δρόμους και κέρδισε τον δοξασμένο θάνατο και μια θέση για τ’ όνομά του σ’ ένα λευκό μνημείο εκεί στο Μονοδέντρι , γιατί αγάπησε ΚΑΙ τη Λευτεριά :

«ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΚΙΡΚΙΝΕΖΟΣ

17 χρονών»

-Θυμάμαι , τότες που πέθανε ο παππούς μου , ο παπάς από τη Σκούρα , ο παπα- Καρβούνης , που του ’χανε σκοτώσει το παιδί , μάζευε λεφτά για να στηθεί το Μνημείο των 118 . Η γιαγιά μου δεν είχε λεφτά να δώσει να γράψουνε το όνομα του Ιορδάνη και μου ’πε :

-Παναγιώτα …

Κι έδωσα εγώ και το γράψανε …θυμάμαι τότες που ’μουνα τόσο φτωχό…».

Όταν το Τέρας του πολέμου χόρτασε αίμα , αποσύρθηκε στις ανήλιαγες σπηλιές του και ο κόσμος ανάσανε λεύτερος και πάλι . Οι άνθρωποι του κόσμου που επέζησαν βάλθηκαν να σκεπάσουν τους τάφους , να γιατρέψουν τις πληγές που αιμορραγούσαν και να χτίσουν μια νέα ζωή πάνω στα ερείπια που κάπνιζαν ακόμα . Μα στην Ελλάδα η ώρα αυτή θα αργούσε ακόμα για να ’ρθει . Ένα νέο «Θηρίο» ξεπρόβαλε απ’ τον απαίσιο ουρανό της «Αποκάλυψης» κι άρχισε να κατασπαράζει ό,τι είχε απομείνει ζωντανό απ’ τον πόλεμο και την κατοχή :

Ο Εμφύλιος !!!

Η οικογένεια της Παναγιώτας , βαριά λαβωμένη απ’ το χαμό του Ιορδάνη προσπάθησε και πάλι να σταθεί όρθια .Ο παππούς με το κασελάκι και το σάμαλι , η Παναγιώτα με το καρότσι και το κασελάκι με ξηρούς καρπούς και καραμελικά , όπως πάντα , ο αδερφός της ο Παναγιώτης στον αγώνα κι αυτός και η γιαγιά στο σπίτι να κλαίει τον Ιορδάνη της και να καταριέται τη μοίρα που δεν έδειχνε έλεος κι έστριβε ολοένα το μαχαίρι μέσα στην ανοιχτή πληγή της ζωής τους . Ο παππούς ο Σάμαλης φορτωμένος με τη σοφία και τη γνώση που δίνει η ζωή και ο πόνος προσπαθούσε να συμβουλεύει τα παιδιά που ήταν αναγκασμένα να περνούν καθημερινά :

-Ο παππούς μου μας ορμήνευε και μου ‘λεγε : «Να τους λες , Παναγιώτα , όποιοι κι αν σε ρωτούν , όποιοι κι αν σε πλησιάζουν … Με ΣΑΣ είμαστε , παιδιά , με ΣΑΣ είμαστε !»

Όταν τέλειωσε κι ο Εμφύλιος , ο καημένος ο κοσμάκης περπατώντας ξυπόλητος πάνω στα αγκάθια που ’χαν σκορπιστεί στο διάβα του και που θα ’μεναν χρόνια και χρόνια ασάρωτα , προσπάθησε να βρει τα μονοπάτια που θα τον έβγαζαν πάλι στο ξάγναντο της ζωής . Η Παναγιώτα , 18 χρόνων τότε , ένιωθε πιο σίγουρη και δυνατή από ποτέ . Το ατσάλι είχε ψηθεί καλά στο καμίνι της ζωής . Από εφτά χρονών στο σχολειό της βιοπάλης , του πολέμου , του πόνου και της ορφάνιας ένιωθε πως ερχόταν η ώρα να ξεσκολίσει με άριστα – δέκα στο χαρτί της . Ήξερε , πια , πως αφού με τόσα που πέρασε, η Λάμια Ζωή δεν μπόρεσε να τη νικήσει , να τη ρίξει κάτω , τώρα η Παναγιώτα την είχε τη ζωή στο χέρι της . Για τον παππού τον Σάμαλη όμως το ταξίδι έφτανε στο τέλος . Ο καπετάνιος δεν είχε πια δύναμη να κουμαντάρει το σκαρί . Ήταν γέρος και τα χρόνια είχαν στοιβαχτεί πάνω του μπόλικα . Μαζί κι οι πίκρες και οι στεναχώριες .

«Τον πήρε ο βοριάς και δεν πρόφτασε να βρει και ρίξει άγκυρα . Έτσι έπεσε πάνω στο Χάρο . Και εκείνος τον πήρε και τον πήγε εκεί που δε φυσά και δεν αναγκάζει τον άνθρωπο να περπατά με τα τέσσερα».

Έκανε εγχείριση για κοίλη ο παππούς ο Σάμαλης . Μολύνθηκε . Έμεινε στο σπίτι , καρφωμένος στο στρώμα , μετρώντας με τα βογκητά του μια-μια τις τελευταίες στιγμές πριν απ’ το τέλος . Η Παναγιώτα ήταν λυπημένη «έως θανάτου» για την αρρώστια και την ανημπόρια του παππού . Σταματούσε τη δουλειά , ανέβαινε στο καμαράκι , τον περιποιόταν , του πήγαινε τσιγάρα … . Ο καημένος ο παππούς την κοίταζε μόνο . Έβλεπε πως το μικρό , «ορφανό» και αδύναμο κοριτσάκι που είχε φέρει από την Καλαμάτα στη Σπάρτη κάποτε , είχε πια μεγαλώσει , είχε ψηθεί στο καμίνι , ήταν πια δυνατή σαν το ατσάλι και ήξερε ο παππούς ο Σάμαλης πως τα χέρια που θα ’πιαναν το τιμόνι που εκείνος άφηνε , θα οδηγούσαν με σιγουριά το σαπιοκάραβο στο λιμάνι που εκείνος δεν πρόφταινε να γνωρίσει . Τότε , λες και μια ανησυχία μεγάλη τον πλημμύριζε, άρπαζε το χέρι της Παναγιώτας , το έσφιγγε δυνατά και μούγκριζε μέσα από τα δόντια του : «Μην πας στην Καλαμάτα ! Μην πας στην Καλαμάτα !»

Πολύ αργότερα θα καταλάβαινε η Παναγιώτα γιατί ο παππούς τής έδινε αυτήν τη συμβουλή .

Πέθανε ο παππούς ο Σάμαλης , πετροβόλησε (στην απελπισία της) το γιατρό η Παναγιώτα γιατί δεν μπόρεσε να τον γιατρέψει κι ανασκουμπώθηκε , από την άλλη κιόλας μέρα , για το μεγάλο ρεσάλτο , το ρεσάλτο εκείνο που θα έκρινε αποφασιστικά την τύχη της μάχης που έδινε από παιδάκι μικρό με την άπονη και σκληρή ζωή της .

Οι «Καμάρες» της Σπάρτης και η πλατεία είχαν πια πολύ στενέψει για το μεγάλο πέταγμα που ήθελε να κάνει η Παναγιώτα . Ανοίχτηκε λοιπόν . Άρχισε να πηγαίνει στα πανηγύρια, όπου κι αν γίνονταν :

-Πηγαίναμε στα πανηγύρια . Σ’ όλα τα πανηγύρια . Πες μου ένα πανηγύρι που δεν πήγαμε : Σελλασία …Βουτιάνους …παραπάνω …στην Καστανιά …στη Σκάλα …στο Μυστρά …παντού …παντού . Με το καρότσι πηγαίναμε , αλλά φτιάχναμε και παραγκούλα . Ξηρούς καρπούς και καραμέλες και παγωτά . Παίρναμε και πάγο και φτιάχναμε και παγωτό με τη μηχανή . Έτσι , με το χέρι τη γυρίζαμε . Παίρναμε γάλα φρέσκο , αγοραστό , ζάχαρη και βανίλια μέσα και τσουένι από το φαρμακείο για να φουσκώνει και το βράζαμε και το γυρίζαμε με τον πάγο και πάγωνε μες στη μέση , γινόταν ωραίο και το πουλάγαμε με χωνάκια και κασάτα . Με τη δύναμη του Θεού , έτσι τα ’βγαλα πέρα . Δόξα τω Θεώ» !

Τρία χρόνια μετά το θάνατο του παππού της , έφτασε η στιγμή να μάθει η Παναγιώτα , γιατί ο γερο-Σάμαλης , πριν πεθάνει , της έλεγε με αγωνία : «Μην πας στην Καλαμάτα … μην πας στην Καλαμάτα» :

Κάποιο πρωινό του 1950 ένα φορτηγό σταμάτησε έξω από το σπίτι . Ήταν Κυριακή . Η Παναγιώτα θυμάται πως άκουσε την καμπάνα του Α. Νίκωνα να χτυπάει , όταν την ξύπνησε σκουντώντας τη δυνατά η γιαγιά : «Σήκω…ξύπνα …ήρθε το φορτηγό να φορτώσω» !

Η γιαγιά της Παναγιώτας , ύστερα από τόσα χρόνια που είχε ξεσπιτωθεί απ’ τα μέρη της, ύστερα από τόσες πίκρες , αγωνίες , απογοητεύσεις και θανάτους , ένιωθε την ανάγκη να γυρίσει πίσω στη ρίζα της έστω και μοναχή της . Τόσα χρόνια έχουν περάσει από τότε και η Παναγιώτα δεν μπορεί να ξεχάσει το όνειρο που έβλεπε τη στιγμή που την ξύπνησε η γιαγιά της για να φορτώσουν και να φύγουν για την Καλαμάτα :

-Έβλεπα όνειρο…μ’ ένα τσουβάλι πήγαινα να πάρω πάγο στου Θεοφιλάκου…και κατεβαίνοντας κάτω να πάρω πάγο ….ένα τραπεζάκι σιδερένιο που είχανε πρώτα έξω τα καφενεία … και καθότανε στην καρέκλα ένας άντρας ψηλός με γένια και άσπρα ρούχα . Και κατεβαίνω κάτω …

-Τι θέλεις;

-Θέλω πάγο.

Μου λέει : «Κράτα εδώ». Και κρατάω και μου φορτώνει πάγο και μου τον βάνει στον ώμο και μου λέει : «Αλληλούια , Αλληλούια !»…εκείνη την ώρα με ξύπναγε η γιαγιά μου .

Θεώρησε το όνειρο σημαδιακό η Παναγιώτα . Ο Χριστός ήρθε στον ύπνο της εκείνο το πρωινό για να της δώσει ένα μήνυμα , να την προφυλάξει από κάτι κακό . Στο μεταξύ η γιαγιά συνέχισε να φωνάζει :

-Ξύπνα … φώτισε …σήκω …ήρθε το φορτηγό να φορτώσουμε !

-Να φορτώσουμε ; Γιατί ; Πού θα πάμε ;

-Γυρίζουμε στην Καλαμάτα !

-Και τι θα κάνω εγώ εκεί ;

-Μην ανησυχείς . Θα σε βάλω δούλα (υπηρέτρια) να δουλέψεις !

Θυμήθηκε η Παναγιώτα τα λόγια του τού παππού του Σάμαλη , το όνειρο ήταν ζωντανό ακόμα μέσα της , γύρισε , και με φωνή γεμάτη δύναμη , σιγουριά και αποφασιστικότητα , είπε στη γιαγιά της τούτα τα λόγια :

-Εγώ , γιαγιά , δεν έρχομαι και θα δεις το τι θα γίνω !

Οι συγγενείς της γιαγιάς που είχαν έρθει με το φορτηγό από Καλαμάτα για να βοηθήσουν στη μετακόμιση , μέσα σε λίγη ώρα , φόρτωσαν τα λιγοστά πράγματα που είχε το καμαράκι . Μαζί φόρτωσαν και το καρότσι και τα κασελάκια , ό,τι πραμάτεια υπήρχε απούλητη , πήρε και το «κομπόδεμα» η γιαγιά κι έφυγε αφήνοντας σύξυλα μέσα στο άδειο καμαράκι δυο νέα παιδιά , που απελπισμένα έβλεπαν άλλον ένα Γολγοθά να υψώνεται μπροστά τους .

Όπως ο ναυαγός ψάχνει μια σανίδα σωτηρίας μέσα στα κύματα , έτσι και η Παναγιώτα έψαξε εκείνη τη στιγμή στην τρικυμία της καρδιάς της να βρει σανίδα να πιαστεί . Δεν δυσκολεύτηκε :

-Πήγα στον Άγιο Νίκωνα . Δεν είχα μία δραχμή ν’ ανάψω ένα κερί και το άναψα βερεσέ . «Άγιε μου Νίκωνα» , είπα , «βόηθα με και θα στο φέρω πίσω το κερί λαμπάδα !»

Και ο Άγιος δεν άργησε να προστρέξει . Μαζί του είχε και τον παππού , που , αν και είχε φύγει απ’ τον κόσμο , όμως είχε αφήσει την ψυχούλα του και την ευχή του εδώ κάτω , για να νοιάζεται την Παναγιώτα και τον αδερφό της :

-Στον Κωστόπουλο τον μπακάλη , το γείτονά μας , είχε αφήσει ο παππούς μου , ο γερο-Σάμαλης , ένα χιλιάρικο , προτού να πάει να κάνει την εγχείριση … εμείς δεν το ξέραμε …και του είχε πει : « Άμα δεις και δυσκολευτεί η Παναγιώτα , γιατί τούτη η γριά μου όλο για Καλαμάτα λέει , να τους δώκεις να κάνουνε εδώ αρχή . Και μας το ’δωκε το χιλιάρικο ο Κωστόπουλος (Θεός σ’χωρέσ’ τον …καλός άνθρωπος) και κάνουμε στον κυρ- Μήτσο τον Ζλατάνο , το μαραγκό , ένα καροτσάκι εκατό δραχμές (θυμάμαι το φτιάξαμε με ρόδες ποδηλάτου μεγάλες και ωραίο μεγάλο πάγκο) και ξεκινήσαμε πάλι από την αρχή !

Τώρα η Παναγιώτα δεν φοβόταν τίποτα πια . Είχε μέσα της δύναμη και γνώση απ’ τα τόσα που είχε περάσει , ένιωθε τα χέρια της ικανά να κρατήσουν τιμόνι και (το σπουδαιότερο) είχε μέσα της πίστη , πως ο «ψηλός άντρας με τα γένια και τα άσπρα ρούχα» που είχε δει στο όνειρό της ήταν μαζί της .

Με δουλειά πολλή απ’ το πρωί ως το βράδυ και με οικονομία σκληρή:

-Ψωμί ξερό τρώγαμε για να μείνουνε λίγα χρήματα … το χιλιάρικο - πάνω στο χρόνο - έγινε δέκα χιλιάδες !!!

Τώρα η Παναγιώτα είχε ανοίξει φτερά και τίποτε δεν μπορούσε να συγκρατήσει το πέταγμά της . Το έμφυτο επιχειρηματικό της δαιμόνιο την έκανε να αναζητά νέους δρόμους και τρόπους . Η πραμάτεια στο καρότσι όλο και μεγάλωνε σε ποσότητα και σε είδος . Εκτός από τους ξηρούς καρπούς και τα καραμελικά έβαλε και παιχνίδια , μάσκες καπέλα και κομφετί για τις απόκριες , τα Χριστούγεννα έβαζε μπαλόνια και στολίδια για τα χριστουγεννιάτικα δέντρα , λαμπάδες και φαναράκια για το Πάσχα … ! Γενικά , καιροφυλακτούσε η Παναγιώτα πίσω από τις ευκαιρίες και τις ανάγκες του κόσμου , μ’ έναν τρόπο μοναδικά απλό όσο κι επιτυχημένο . Κι ο κόσμος ανταποκρινόταν και η δουλειά όλο και μεγάλωνε . Όλοι πια στη Σπάρτη γνώριζαν την Παναγιώτα και το μαγικό καροτσάκι της , το αραγμένο (νύχτα –μέρα , χειμώνα – καλοκαίρι , γιορτή- καθημερινή) εκεί , στη γωνία Γκορτσολόγου και Λυκούργου στις «Καμάρες» .

Γύρω απ’ το καρότσι της Παναγιώτας , ιδιαίτερα στις γιορτές , γινόταν χαμός ! Τα μικρά παιδάκια χάζευαν τα παιχνίδια και τις λιχουδιές και η Παναγιώτα («για να κάνω ντόρο») τα φίλευε καμιά καραμελίτσα , τους έβαζε κανένα καπέλο στο κεφάλι τις απόκριες , τα άφηνε να αγγίζουν και να περιεργάζονται τα παιχνιδάκια , πρόσφερε και λίγους ξηρούς καρπούς στους μεγάλους ….κι έτσι δημουργούσε γύρω στο καρότσι της μια μικρή γειτονιά , ζεστή και ανθρώπινη , που έφερνε κόσμο και δουλειά . Κι όταν βράδιαζε και δεν είχε κίνηση το καρότσι , η Παναγιώτα δεν πήγαινε για ξεκούραση .

Τώρα που είχε βάλει στο κυνηγητό τη ζωή κι έβλεπε την πλάτη της , θα της έδινε να καταλάβει !

Ασφάλιζε , λοιπόν , το καρότσι κι έκανε άλλη δουλειά : Τα καλοκαίρια έψηνε καλαμπόκια και τους χειμώνες , με μια φουφού , έψηνε κάστανα στη στοά ΚΟΥΡΣΟΥΜΗ , στη γωνία που ήταν το καφενείο ΓΟΡΑΝΙΤΗ , ένα σημείο που είχε μεγάλη κίνηση , μιας και μέσα στη στοά λειτουργούσε , τότε , ο κινηματογράφος «ΑΤΤΙΚΟΝ» .

Η Παναγιώτα , με τον ζήλο της , την εργατικότητά της , την εξυπνάδα και το θάρρος της, είχε καταφέρει να σπάσει ένα σκληρό ανδρικό κατεστημένο της εποχής , που επέβαλλε ΜΟΝΟ άντρες βιοπαλαιστές να δουλεύουν τις λεγόμενες «δουλειές του ποδαριού» μέσα στην πόλη . Η Παναγιώτα , από παιδάκι εφτά χρονών , είχε καταφέρει να μπει στον σκληρό αυτό χώρο της βιοπάλης με όρους ισοτιμίας και είχε καταφέρει να γίνει αποδεκτή και σεβαστή απ’ όλους με τρόπο φυσικό , αβίαστο κι αναντίρρητο ! Ο Μαρώνης , ο Βαγγέλας , ο Μπούζης , ο Παλαμήδας , ο Βορβής … κι όλοι οι άλλοι τίμιοι αγωνιστές του πεζοδρομίου , την αγαπούσαν , την εκτιμούσαν και την παραδέχονταν σαν ίση προς ίσους , αν όχι παραπάνω . Χωρίς να το γνωρίζει η Παναγιώτα είχε αρχίσει να γίνεται σήμα κατατεθέν της Σπάρτης , πρόσωπο αναγνωρίσιμο , που απολάμβανε εκτίμηση καθολική , πρόσωπο που έμπαινε (σαν κύριο θέμα) ακόμα και σε μαθητικές εκθέσεις της εποχής , όταν οι καθηγητές του Αρρένων και του Θηλέων έβαζαν σχετικά θέματα εκθέσεων στους μαθητές . Σίγουρα , σε κάποια παλιά μαθητικά τετράδια φυλαγμένα σε συρτάρια το όνομα της Παναγιώτας είναι ακόμα γραμμένο εκεί , για να ανασύρει , κάθε φορά που διαβάζεται , τις μνήμες μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί. Αυτή ήταν η Παναγιώτα . Όσο κι αν δυστύχησε στα πιο άγουρα και τρυφερά της χρόνια , ΠΟΤΕ κανένας άνθρωπος σ’ αυτήν την πόλη δεν την κοίταξε περιφρονητικά και δεν της χάρισε οίκτο ψελλίζοντας : «Τσ …τσ… για δες μια κοπέλα με καροτσάκι» ή « κοιτάτε !!! Ένα κορίτσι που πουλάει κάστανα !!!». Αντίθετα , όσοι δεν το ’λεγαν δυνατά , το φώναζαν μέσα τους :

-Μπράβο , Παναγιώτα ! Μπράβο ! Άξια !!!

Οι εκπλήξεις οι δυσάρεστες δεν έλειπαν βέβαια ΚΑΙ σ’ εκείνα τα χρόνια . Όπως τότε π.χ., που η Αστυνομία Τουρισμού «κυνηγούσε» τους μικροεπαγγελματίες του δρόμου ζητώντας τους άδειες , πασχίζοντας να τους «σιδερώσει» γενικώς , ώστε να μην δίνουν εικόνα άσχημη στους τουρίστες , ή κάνοντάς τους συνεχώς παρατηρήσεις και υποδείξεις. Η Σπάρτη περνούσε σε μια νέα «σύγχρονη» εποχή που έδειχνε ότι δεν ανεχόταν στην πρόσοψη όλους αυτούς τους αγωνιστές της ζωής , επειδή θεωρούσε πως της χαλούσαν τη βιτρίνα !

Η Παναγιώτα έμεινε αποσβολωμένη όταν , για πρώτη φορά , στάθηκε μπροστά της ένας αστυνομικός και της ζήτησε άδεια και της έκανε παρατηρήσεις , ζητώντας της να φύγει από τη γωνία που έστηνε το καρότσι της . Τον κοίταξε ίσια στα μάτια και η αστραπή που βγήκε απ’ αυτά είπε ΟΛΑ όσα δεν είπε το στόμα : «Ξέρεις ποια είμαι εγώ ; Εγώ είμαι η Παναγιώτα . Η Παναγιώτα της Σπάρτης. Ξέρεις πόσα χρόνια κι από πόσων χρονών κάθομαι σ’ αυτήν τη γωνία ; Ξέρεις πόσες φορές τουρτούρισα παγωμένη και πόσες μ’ έκαψε ο ήλιος του καλοκαιριού ; Ξέρεις για την πείνα και για την κούραση; Για τα άυπνα μάτια ξέρεις ; Ξέρεις ότι αυτή η γωνία και τούτο το καρότσι με έζησαν όταν κανείς δε νοιαζόταν για μένα ; Λοιπόν , τι άδεια μου γυρεύεις κυρ-αστυνόμε ; Την άδεια την έχω πάρει με το σπαθί μου απ’ τη ζωή και τούτη δω η γωνία είναι δική ΜΟΥ , είναι το σπίτι ΜΟΥ ! Κι απ’ το σπίτι ΜΟΥ δεν μπορεί να με διώξει κανένας ! Μένα , με λένε Παναγιώτα !».

Όμως η εξουσία δεν καταλαβαίνει πολλές φορές τις ζωές των ανθρώπων . Και οι αστυνόμοι έρχονταν και ξανάρχονταν . Ώσπου ένας έγινε τόσο ενοχλητικός που η Παναγιώτα , ένα βράδυ , του κατέβασε την τσιμπίδα που γύριζε τα κάστανα στο κεφάλι και του ’φυγε το πηλίκιο ! Ο Γορανίτης ο καφετζής από απέναντι , έσκασε στα γέλια :

-Βρε , αυτή είναι Παναγιώτης κι όχι Παναγιώτα !!!

Όμως το «όργανον» ήταν θυμωμένο και προσβλημένο : «Αντίστασις κατά της Αρχής» !!! Πήρε τραβώντας την Παναγιώτα και την πήγε στο Τμήμα . Εκεί η Παναγιώτα ξεδίπλωσε την τραγική ιστορία της ζωής της στον Διοικητή και του διεκτραγώδησε ΤΙ τραβούσε από τα Όργανα της Τάξεως , που δεν την άφηναν να βγάλει το μεροκάματο . Κάτι ράγισε στην καρδιά του Διοικητή κι έδωσε εντολή , από δω κι εμπρός , ΚΑΝΕΙΣ αστυνομικός να μην ενοχλήσει την Παναγιώτα . Είχε αρχίσει , πλέον , η Παναγιώτα να επιβάλλει την καταξίωσή της , να απαιτεί το σεβασμό και την αναγνώριση που της έπρεπε , να γίνεται κάτι «άβατον» , κάτι «υπεράνω» , που κανείς δεν θα διενοείτο , πλέον , να της βάλει εμπόδια σ’ αυτό που ήθελε , σ’ αυτό που προσπαθούσε να πετύχει .

Ύστερα η Παναγιώτα ανακάλυψε το γήπεδο :

-Στο Στάδιο , τις Κυριακές , όταν έπαιζε η «ΑΜΙΛΛΑ» κι ο «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ» , πήγαινα με το καρότσι . Είχε τόση δουλειά που άδειαζα και γέμιζα το καρότσι τρεις φορές . Και μου λέγανε : «Τι ομάδα είσαι , Παναγιώτα» ; Κι εγώ απάνταγα ανάλογα, πότε «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ» , πότε «ΑΜΙΛΛΑ» . και είχα κάνει και δυο σωρούς ξηρούς καρπούς κι έλεγα : «ΑΜΙΛΛΑ» από δω … «ΣΠΑΡΤΙΑΤΙΚΟΣ» από κει» . Και παίρνανε ΟΛΟΙ . Του γερο-Σάμαλη οι ορμήνειες … Οι Κυριακές ήταν η χαρά μας … πολλή δουλειά… !

Ένα από τα ιστορικά σινεμά της παλιάς Σπάρτης ήταν το «ΑΤΤΙΚΟΝ» . Μια στενή αίθουσα μέσα στη στοά «ΚΟΥΡΣΟΥΜΗ» , με έναν μικρό εξώστη κι έναν , επίσης μικρό, προθάλαμο . Ήταν χειμερινό , λαϊκό σινεμά και στην οθόνη του φιλοξενούσε , κυρίως , περιπέτειες εποχής , κωμωδίες και έργα ελληνικά , ενώ κάθε Κυριακή έπαιζε ΣΙΝΕΑΚ , με Χονδρό-Λιγνό , Σαρλώ , Μίκυ – Μάους , ντοκυμαντέρ με ζώα , Ταρζάν , κ.α. .

Η γωνία της εισόδου της στοάς του «ΑΤΤΙΚΟΝ» (από την Λυκούργου) έγινε το αγαπημένο στέκι της Παναγιώτας . Τα χειμωνιάτικα βράδια έστηνε εκεί τη φουφού της κι έψηνε νόστιμα κάστανα για τους περαστικούς . Οι θεατές του ΑΤΤΙΚΟΝ , πριν μπουν για να παρακολουθήσουν την ταινία , αγόραζαν ένα σακουλάκι κάστανα ζεστά , τα οποία μασουλούσαν αργά και απολαυστικά κατά τη διάρκεια της προβολής ή στο διάλειμμα . Κάστανα αγόραζαν επίσης και οι θαμώνες του γωνιακού στη στοά καφενείου ΓΟΡΑΝΙΤΗ , για να συνοδέψουν το ούζο , το τσίπουρο και το κονιάκ που έπιναν εκεί . Η Παναγιώτα , αν και στεκόταν ώρες ολόκληρες έξω από το σινεμά δεν είχε δει ποτέ της ούτε μια ταινία . Ήταν τέτοια η δουλειά , που δεν μπορούσε ούτε μια στιγμή να αφήσει τη φουφού και να χωθεί στην αίθουσα του ΑΤΤΙΚΟΝ να δει την ταινία. Άλλωστε σκεφτόταν και το εισιτήριο , αφού μέσα στη φτώχεια της χρειαζόταν και την τελευταία δραχμούλα για να χτίσει κάποια στιγμή τα όνειρά της . Όταν τέλειωνε η παράσταση , η Παναγιώτα έβλεπε τους θεατές να βγαίνουν , πότε γελαστοί , πότε κλαμένοι , τους άκουγε να συζητούν για το έργο που είχαν δει και στο μυαλό της συναρμολογούσε τις εικόνες μιας ταινίας που δεν είχε δει ποτέ .

Ίσως να ήταν τότε που η Παναγιώτα σκέφτηκε να έρθει πιο κοντά στο σινεμά . Το επιχειρηματικό της δαιμόνιο την ώθησε να νοικιάσει την καντίνα του «ΑΤΤΙΚΟΝ» κι εκεί , στον προθάλαμο πλέον , πουλούσε σπόρια και ξηρούς καρπούς , ενώ για τα διαλείμματα είχε «προσλάβει» πιτσιρικάδες που ήθελαν να βγάλουν το χαρτζιλίκι τους και τους αμολούσε με τα πανέρια και τους ταβλάδες γεμάτους μέσα στην αίθουσα . Μέχρι ν’ αλλάξει την μπομπίνα και τα «κάρβουνα» της μηχανής προβολής ο μηχανικός, όλοι οι θεατές στην πλατεία και στον εξώστη είχαν ένα σακουλάκι στα χέρια και οι πιτσιρικάδες παρέδιδαν τις εισπράξεις στην Παναγιώτα , η οποία τους άμειβε στη συνέχεια με το συμφωνημένο χαρτζιλίκι . Έτσι , για πρώτη φορά στη ζωή της , η Παναγιώτα έγινε εργοδότρια , «αφεντικό» !!!Εκεί , στον προθάλαμο του «ΑΤΤΙΚΟΝ» , είχε την ευκαιρία η Παναγιώτα , να ρίξει μια ματιά στη λευκή οθόνη που ζωντανεύουν τα όνειρα των ανθρώπων , χρωματιστά ή ασπρόμαυρα , και να επιτρέψει στον εαυτό της - για πρώτη φορά – να ξεχάσει τις καθημερινές έγνοιες και σκοτούρες και να πετάξει σε κόσμους μαγικούς κι ονειρεμένους , άγνωστους και μακρινούς .

Το καλοκαίρι , η Παναγιώτα , νοίκιασε και την καντίνα του θερινού σινεμά «ΡΕΞ» (γωνία Λυκούργου και Λεωνίδου) και οι δουλειές της ανέβηκαν κατακόρυφα .

Στα χρόνια εκείνα ο κόσμος αγαπούσε με πάθος το σινεμά . Ήταν η μοναδική ευκαιρία για οικογενειακή ψυχαγωγία κι όλοι οι σινεμάδες της Σπάρτης γέμιζαν από κόσμο . Άλλωστε ο πόνος και το δάκρυ του πολέμου , της κατοχής και του εμφυλίου ήταν ακόμα νωπά , η ζωή παρέμενε άδικη και σκληρή για τους παρακατιανούς της κι ο κοσμάκης μέσα στις σκοτεινές αίθουσες , μπροστά στις μεγάλες λευκές οθόνες , μπορούσε να ονειρεύεται , να «δραπετεύει» και να ελπίζει .

Μέσα σε τρία χρόνια από τότε που έφυγε η γιαγιά της για Καλαμάτα , κατάφερε η Παναγιώτα , το χιλιάρικο που της είχε αφήσει ο παππούς της να το κάνει τριακόσιες λίρες !!!

Ένα μεσημέρι του 1953 , μια μαυροφορεμένη , γερασμένη γυναίκα , που κρατούσε από το χέρι ένα παιδί , πλησίασε στο καρότσι της Παναγιώτας . Φαινόταν σαν κάτι να ’θελε να πει , μα δεν το ’λεγε . Φαινόταν να ’θελε να κλάψει , μα το δάκρυ αρνιόταν να βγει . Τα μάτια της δείλιαζαν να κοιτάξουν την Παναγιώτα κατάματα και τα χέρια που έτρεμαν έδειχναν την ταραχή και το βάσανο της ψυχής της . Συστήθηκε σαν θεία , σαν αδερφή της μάνας της Παναγιώτας . Η Παναγιώτα , απορημένη , της αντείπε πως η μάνα της δεν είχε καμιά αδερφή . Και τότε άκουσε τον αδερφό της τον Παναγιώτη που ερχόταν από κοντά και ΓΝΩΡΙΖΕ , να της λέει : «Είναι η μάνα μας , Παναγιώτα» !

Η Παναγιώτα μαρμάρωσε . Το μυαλό της ταξίδεψε πίσω σαν αστραπή . Προσπάθησε να θυμηθεί ένα χάδι , ένα νανούρισμα , ένα λόγο γλυκό , μιαν αγκαλιά … ! Τίποτα ! Τίποτα! Μόνο μια αίθουσα δικαστηρίου θυμόταν και μια γυναίκα με κότσο τα μαλλιά , που χώριζε τη ζωή της στη μέση με τον άντρα της , ρίχνοντας τα δυο της παιδιά στο βάραθρο που άνοιγε εκείνος ο χωρισμός . Είχαν περάσει τόσα χρόνια από τότε ! Χρονια που η Παναγιώτα τα μέτρησε , ένα- ένα , με ιδρώτα , δάκρυ , πόνο , φτώχεια , πείνα , κακοπέραση … ! Και σε τούτη την ανηφορική πορεία της σταύρωσης δεν είχε ούτε ένα μήνυμα από τη μητέρα της , ούτε ένα γράμμα , ούτε μια κουβέντα , ούτε μια μικρή βοήθεια , ούτε μιαν έγνοια ! Η καρδιά της Παναγιώτας πάγωσε μες στο αίμα της :

-Μπα ; Είσαι η μάνα μας ;

-Ναι , είμαι η μάνα σας και στην προσευχή μου έκανα τον Σταυρό μου να σας έχει καλά ο Θεός .

Αυτό το πράγμα που ’πε και δεν δάκρυσε το μάτι της …να με πιάσει ….να μ’ αγκαλιάσει . Δεν θυμάμαι αν τη φίλησα …δεν το θυμάμαι . Της είπα μόνο :

-Μάνα μου και πατέρας μου είναι ο Θεός και ο παππούς ο γερο-Σάμαλης .

Έφυγε ! Δεν την ξανάδα . Έμαθα ότι πέθανε …

Σ’ ολόκληρη την ανηφορική και πολύχρονη αυτή πορεία του Γολγοθά της είχε η Παναγιώτα διακριτικό συμπαραστάτη και βοηθό τον αδερφό της , τον Παναγιώτη . Ήρθε όμως στιγμή που ο Παναγιώτης παντρεύτηκε και ακολούθησε το δρόμο το δικό του . Έμεινε πια η Παναγιώτα , τελείως μόνη . Πεθαμένοι και ζωντανοί σκορπίσανε σαν τα σπυράκια του ροδιού που κάποιος το πέταξε βάναυσα στο χώμα . Ο Θεός όμως , και πάλι δεν την εγκατέλειψε :

-Ήρθε ο Πηνιός , ο λαδέμπορας , και μου είπε : «Παναγιώτα θα μου δώσεις πέντε λίρες να σε παντρέψω» .

Νομίζω δεν του ’δωσα καμία , γιατί το συνοικέσιο το τέλειωσε η Ανδριοπουλίνα !

Και μπορεί μεν ο Πηνιός να έχασε τις πέντε λίρες , πρόλαβε όμως να δείξει στην Παναγιώτα ποιον της προξένευε : Ήταν ένα παλικάρι όμορφο και μελαχρινό , ο Δημήτρης Μανιάτης , που δούλευε σ΄ ένα μανάβικο και καθημερινά περνούσε μπροστά απ’ το καρότσι της Παναγιώτας με το ποδήλατό του . Η Παναγιώτα ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν και η καρδιά της χτύπησε πιο γρήγορα όταν ο προξενητής της έδειξε τον υποψήφιο γαμπρό . Ο Δημήτρης είχε κερδίσει από καιρό το ενδιαφέρον της . Όταν αυτός περνούσε καμαρωτός-καμαρωτός με το ποδήλατό του μπροστά της , εκείνη προσποιούταν πως τακτοποιούσε τα στραγάλια της , όμως με την άκρη του ματιού της τον καμάρωνε . Και να , τώρα , που η τύχη διασταύρωνε τους δρόμους της ζωής τους .

Όλα έγιναν γρήγορα σαν έτοιμα από καιρό :

-Το 1954 τα διαδόσαμε … τ’ Αγίου Σπυρίδωνα …και πήγα και στον Άγιο Σπυρίδωνα … και πήγα και στον παππού μου τον Σάμαλη να πάρω την ευχή του …μέσα εκεί από τον τάφο του . Και μόλις ερχόμουνα στο δρόμο :

«Παναγιώτα , είναι καλό παιδί …Παναγιώτα , είναι καλό παιδί» …ότι κάποιος μου ’λεγε !

Στα 1955 η Παναγιώτα και ο Δημήτρης παντρεύτηκαν κι έτσι η δεσποινίς Παναγιώτα Παυλίδη έγινε η κυρία Παναγιώτα Μανιάτη . Την ώρα που έβγαινε απ’ την εκκλησία κρατώντας σφιχτά το χέρι του άντρα της , «άκουσε» η Παναγιώτα μια βαριά πόρτα που έγραφε πάνω της τη λέξη «ΔΥΣΤΥΧΙΑ» να κλείνει με πάταγο πίσω της και είδε , επιτέλους , να ανατέλλει μπροστά της εκείνος ο ήλιος , που τόσα χρόνια μάταια καρτερούσε για να ζεστάνει τη ζωή της . Κι αν κοιτούσε καλύτερα εκεί στη γωνιά της εκκλησίας , στο μισοσκόταδο , θα ’βλεπε σίγουρα , Εκείνον τον άντρα με τα γένια και τον άσπρο μανδύα , που κάποτε την ευλόγησε και της έδωσε μήνυμα , να της χαμογελά με το πιο φωτεινό Του χαμόγελο και με το δεξί Του χέρι να την ευλογεί και να της εύχεται για τη νέα της ζωή . Και θα ’βλεπε πλάι Του , ακόμα , τον παππού της , τον γερο- Σάμαλη , με μάτια γεμάτα δάκρυα χαράς για την καλή τύχη της εγγόνας του , να της πετάει με το ένα χέρι μια χούφτα ρύζι και με το άλλο να τρώει το πιο γλυκό και σοροπιαστό σάμαλι που είχε φτιάξει ποτέ του .

Παντρεύτηκε , λοιπόν , η Παναγιώτα και τώρα που είχε στο πλάι της έναν καλό σύντροφο ζωής και συμπαραστάτη , έπρεπε ν’ αφήσει το καρότσι και το κασελάκι του λαιμού που συντήρησαν τόσα χρόνια τη ζωή , την ελπίδα και το όνειρο : Η Παναγιώτα και ο άντρας της ο Δημήτρης άνοιξαν το πρώτο τους αληθινό μαγαζί , εκεί στο στέκι της Παναγιώτας , στη γωνία Λυκούργου και Γκορτσολόγου . Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με ξηρούς καρπούς , καραμέλες , κάστανα βραστά , παγωτά ΕΒΓΑ , γκαζόζες κι ένα σωρό άλλα ψιλολόγια , που το έμφυτο επιχειρηματικό δαιμόνιο και η πολύχρονη εμπειρία της Παναγιώτας είχε αποτυπώσει ότι ζητούσε και αγόραζε ο κόσμος .

Οι δουλειές πήγαιναν καλά και η Παναγιώτα έβαζε συνεχώς νέους στόχους . Είχε έρθει πια η ώρα να αποχτήσει ένα σπίτι δικό της . Ήθελε πια , το καράβι της , να βρει ένα λιμάνι σίγουρο . Ήθελε , πια , στη ζωή της να φέγγει ένας άσβεστος φάρος , που να μπορεί – σε κάθε κακοκαιριά – να της δίνει σίγουρη πορεία και βεβαιότητα . Έμαθε ότι εκεί στις «Καμάρες» , στο χώρο που μεγάλωσε και πάλεψε τη ζωή , πουλιόταν ένα σπίτι . Ήταν ένα παλιό σπίτι με κεραμίδια και χαγιάτι , που όμως η Παναγιώτα έβλεπε ότι θα μπορούσε να γίνει η καρδιά και η ρίζα της νέας της ζωής .

Το σπίτιι ήταν στο κέντρο της Σπάρτης . Ήταν , γι’ αυτό , μια περιζήτητη αγορά και οι υποψήφιοι αγοραστές πολλοί και σημαντικοί . Η Παναγιώτα , με ελιγμούς που της υπαγόρευε η διαίσθηση αλλά και η πολύχρονη μαθητεία της στο σχολείο του δρόμου «αποκοίμισε» τους σπουδαίους και ισχυρούς «αντιπάλους» της και πλειοδοτώντας κατάφερε , με 950 λίρες (!!!) – όσες ήταν ΟΛΕΣ οι οικονομίες της – να «χτυπήσει» την αγοραπωλησία και ν’ αποκτήσει το σπίτι , προς μεγάλη απογοήτευση των ανταγωνιστών της . Για μια ακόμα φορά το πεζοδρόμιο , η φτώχεια , τα μπαλωμένα ρούχα , η πείνα , η ξυπολησιά , ο πόνος , η απελπισία … είχαν νικήσει τον εύκολο πλούτο , τα θρεμμένα μάγουλα , τα μαλακά στρωσίδια , τα μέγαρα , την έπαρση και την αλαζονεία .

ΚΑΙ σ’ αυτόν το αγώνα της απόκτησης του σπιτιού η Παναγιώτα πορεύτηκε με την αγνή καρδιά της και την , χωρίς όρια , πίστη της :

-Είδα , και τότε που πάλευα ν’ αγοράσω το σπίτι , ένα όνειρο : Είδα τον πεθερό μου – Χρήστο τόνε λέγανε – και τράβαγε ένα γαϊδουράκι κι από πίσω πεντέξι γουρουνάκια …και πίσω μια γυναίκα μαυροφόρα …και κάνει έτσι και με βάζει απάνω στο γαϊδουράκι και μου λέει : «Βάρα , Παναγιώτα , τα γουρουνάκια»! Του λέω του Δημητράκη : «Το σπίτι θα το πάρουμε» !

Και το πήραν ! Όποιος πιστεύει στα όνειρα , μπορεί και κερδίζει τη ζωή !

Η Παναγιώτα απόχτησε επιτέλους σπίτι δικό της ! Το όνειρο βρήκε κεραμίδι ! Η χαρά βρήκε γλάστρα για να φυτρώσει ! Η Παναγιώτα συγύριζε το σπίτι επάνω , τακτοποιούσε το μαγαζί κάτω κι όλο ένιωθε την καρδιά της να γεμίζει λουλούδια και βασιλικά . Έβγαινε στο χαγιάτι ν’ απλώσει τα ρούχα κι ένιωθε τη χαρά και την ευτυχία να ξεχειλίζουν από μέσα της . Το τραγούδι ανέβαινε στα χείλη της κι η Παναγιώτα πιανόταν στο μπαλκόνι , κοίταζε τα σύννεφα στον ουρανό κι αναρωτιόταν :

«Πού ήμουνα όλα αυτά τα χρόνια ; Πού την είχα πεταμένη την καρδιά μου ; με τι βότανα την αποκοίμιζα ;»

Και τότε το αηδόνι της καρδιάς της κελαηδούσε κι όλα εκείνα τα τραγούδια που της κρατούσαν συντροφιά στις ατέλειωτες ώρες της σκληρής δουλειάς , εκεί στη γωνία πίσω από το καρότσι της , όλα εκείνα τα τραγούδια που έβγαιναν από το πικ-απ του Χατζή που είχε δισκοπωλείο εκεί δίπλα , όλα τα τραγούδια που είχε αποκοιμίσει στην καρδιά της , ξύπνησαν και βγήκαν απ’ τα χείλη της Παναγιώτας . Κι οι γείτονες απορούσαν , μαζί κι ο Μακρής ο φαρμακοποιός , ποιο ήταν το πληγωμένο αηδόνι που γέμιζε τη γειτονιά με τα τραγούδια του :

-Παναγιώτα …Παναγιώτα !

-Τι είναι κυρ-Γιάννη ;

-Ποιος είναι δίπλα σου , Παναγιώτα ;

-Δεν είναι κανένας .

-Και ποιος τραγουδάει ;

-Εγώ τραγουδάω , κυρ- Γιάννη . Τα ’χω μάθει απ’ του «Χατζή» .

-Πω πω ! Αδικείσαι , Παναγιώτα ! Και σ’ έχει στα στραγάλια ο Δημητράκης !!!

Οι «Καμάρες» εκείνον τον καιρό ήταν η ψυχή της παλιάς Σπάρτης . Το μαγαζί της παναγιώτας με τους ξηρούς καρπούς , τα καραμελικά και τα παιχνίδια , το Φαρμακείο- Αρωματοπωλείο «Μακρή-Ανδρικόπουλου» , τα εμπορικά Φιλιππόπουλου , Σολωμού και Θεοφιλόπουλου , το άλλο φαρμακείο του Κερασόπουλου , το μπακάλικο του Μακρυγιάννη , το υπόγειο στιλβωτήριο «Ο ΗΛΙΟΣ» του Ασληχανίδη και το χειμωνιάτικο σινεμά «ΦΛΟΡΑΛ» στη γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου … έδιναν χρώμα και ζεστασιά σε μια περιοχή του κέντρου της Σπάρτης , που αγαπήθηκε όσο καμιά .

Το καλοκαίρι δροσιά στο λιοπύρι , το χειμώνα απάγκιο στον παγωμένο βοριά , τις Κυριακές μετά την εκκλησία , λίγο πριν απ’ το Σινεάκ , τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά με τα δώρα και τα ψώνια στα χέρια , το Πάσχα πριν από την Ανάσταση , στις εθνικές γιορτές πριν και μετά την παρέλαση και τους χορούς στην πλατεία , τις αποκριές με καουμπόικα καπέλα , μάσκες , χαρτοπόλεμο και σερπαντίνες , με τις σάκες στα χέρια οι μαθητές μετά το σχόλασμα και πριν απ’ τα φροντιστήρια … ! Σε κάθε μικρή ή μεγάλη μέρα και νύχτα , οι «Καμάρες» έδιναν τον παλμό μιας πόλης που ήθελε να είναι ζωντανή , ανθρώπινη και ζεστή . Και βέβαια , στη μέση στις «Καμάρες» , το τελευταίο μαγαζί που έκλεινε το βράδυ και το πρώτο που άνοιγε το πρωί , το μαγαζί που όλοι ήξεραν πως θα το βρουν ανοιχτό οποτεδήποτε , ήταν της Παναγιώτας. Οι περιπατητές ψώνιζαν σπόρια και ξηρούς καρπούς μέσα στα μικρά χάρτινα σακουλάκια , για να συντροφεύουν την κουβέντα τους , για να πολεμούν τη μοναξιά τους . Τα πιτσιρίκια αγόραζαν καραμελικά , γλειφιτζούρια , τσολιαδάκια ζαχαρωτά , μαντολάτα , κυδωνόπαστες , ελιές σοκολάτας , σοκολάτες ΙΟΝ με αμύγδαλο ή χωρίς , και «τύχες» με τα ποδοσφαιρικά ινδάλματα της εποχής , ενώ τα μεγαλύτερα δοκίμαζαν για πρώτη φορά τι γεύση έχει το ουίσκι και το τζιν μέσα σε γεμιστές με ποτό καραμέλες , που αργότερα απαγορεύτηκαν μη και γίνουν αλκοολικά τα παιδιά !!!Αγόραζαν επίσης τα «τσιγαράκια», τις τσιχλόφουσκες εκείνες που έμοιαζαν με αληθινά τσιγάρα μέσα σε κουτάκι , πράγμα που έκανε τα παιδιά να νιώθουν μεγάλα και σπουδαία . Γέμιζαν οι «Καμάρες» κάτω με φλούδια και σακουλάκια άδεια και σηκωνόταν η Παναγιώτα και ο άντρας της ο Δημητράκης , κάθε πρωί , για σκουπίσουν τις «Καμάρες» από τη μια γωνία ως την άλλη , έστω κι αν αυτό δεν ήταν δική τους ευθύνη !

Στην Παναγιώτα πήγαινε ο «χαζομπαμπάς» για να πάρει πιστολάκι του γιου και κούκλα της κόρης . Εκεί πήγαινε ο παππούς να πάρει ζαχαρωμένα αφράτα στραγαλάκια για τη γριά του . Με ένα σακουλάκι πασατέμπο από την Παναγιώτα ξεκίνησαν πολλές όμορφες, νεανικές ιστορίες αγάπης , που μερικές έφτασαν και στον γάμο ! Στην Παναγιώτα πήγαιναν όλοι ν’ αγοράσουν τον χαρταετό της Αποκριάς , τα καπέλα , τις μάσκες , τα πιστόλια , τα καψούλια , τον χαρτοπόλεμο και τις σερπαντίνες . Τα δώρα που έβρισκαν τα πιτσιρίκια δίπλα στο κρεβάτι τους την Πρωτοχρονιά , απ΄ την Παναγιώτα «τα είχε αγοράσει» ο Αγιο- Βασίλης . Τα στολίδια και οι μπάλες που άστραφταν πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν , επίσης , από την Παναγιώτα . Τα φαναράκια του Πάσχα , τις στολισμένες λαμπάδες και τις αναστάσιμες τρακατρούκες απ΄ τα χέρια της Παναγιώτας τις παίρναμε . Εκεί ο νουνός και η νουνά μας έβρισκαν το παιχνίδι που τους είχαμε ζητήσει . Στην Παναγιώτα αγοράζαμε τις ασπρογάλανες χάρτινες σημαιούλες που κουνούσαμε στην παρέλαση αλλά και τις στολές του τσολιά και της Αμαλίας που με περισσό καμάρι φορούσαμε ως Ελληνάκια . Κι εγώ , ο 5χρονος τότε Βαγγελάκης , μια κιθαρούλα που κρατάω στα χέρια μου σε κυριακάτικη φωτογραφία στο κήπο του Μουσείου , απ’ την Παναγιώτα την είχα αγοράσει !

Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ να εξηγήσει ΤΙ ήταν εκείνο που έκανε το μαγαζί της Παναγιώτας τόσο αγαπητό και οικείο . Ίσως ήταν το παντοτινό , ζεστό χαμόγελο της Παναγιώτας , που όρθια , πίσω από τον πάγκο , εξυπηρετούσε τον καθένα , κάνοντάς τον να νιώθει δικός της άνθρωπος . Ίσως ήταν οι δυστυχίες , οι πίκρες , οι αγωνίες , ο πόνος , το δάκρυ , ο ιδρώτας , η φτώχεια , ο σκληρός και ανυποχώρητος αγώνας για επιβίωση , που είχαν ζυμωθεί τόσα χρόνια στη ζωή της και είχαν δώσει καρπό γλυκό σαν το μέλι και άρωμα σπάνιο . Ίσως ήταν η ευχή του παππού του Σάμαλη και η ευλογία του Χριστού . Ίσως , πάλι , να ήταν ΟΛΑ μαζί και άλλα πολλά που το μυαλό μας δεν πάει . Η αλήθεια είναι πως το όνομα ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ξεπέρασε τα όρια του σπιτιού της , της οικογένειάς της , του μαγαζιού της και μπήκε σιγά-σιγά σ’ όλα τα σπίτια , σ’ όλες τις καρδιές . Το όνομα «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» έγινε θρύλος της Σπάρτη ! Ο καθένας έβλεπε στο πρόσωπο της Παναγιώτας έναν άνθρωπο δικό του : Μια καλή φίλη , μια θεία αγαπημένη, μια μητέρα ίσως , μιαν αδερφή , μια γειτόνισσα , μια καλή νουνά …! Γι’ αυτό και το επίθετό της σχεδόν ξεχάστηκε . Όλοι την φώναζαν , τη σύστηναν και τη ζητούσαν με το μικρό της όνομα :

ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ !

Δεν υπάρχει , ίσως , μεγαλύτερη ευτυχία από εκείνη που νιώθει ο άνθρωπος , όταν όλοι τον φωνάζουν με το μικρό του όνομα , χωρίς την προσφώνηση «κύριε» ή «κυρία» και τη χρήση του επιθέτου , που απομακρύνουν τους ανθρώπους βάζοντας φράχτες ανάμεσά τους , όσο κι αν αυτό λέγεται «καλή συμπεριφορά» . Η Παναγιώτα αυτήν την ευτυχία την έζησε , την ζει και θα την ζει για πάντα .

Δυο χρόνια μετά την αγορά , το παλιό σπίτι και το μαγαζί γκρεμίστηκαν για να οικοδομηθεί νέο . Η Παναγιώτα μετέφερε προσωρινά το μαγαζί της , λίγο παρακάτω , στον προθάλαμο του παλιού χειμερινού σινεμά «ΦΛΟΡΑΛ» , στη γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου . Ένα καινούριο κτίριο , υψώθηκε γρήγορα στη θέση του παλιού . Νέα , σύγχρονη , πολυώροφη οικοδομή , νέο σύγχρονο κατάστημα . Οι Σπαρτιάτες που έβλεπαν κάποτε , ένα φτωχοντυμένο , αδύνατο κοριτσάκι εφτά χρόνων να πουλά ξηρούς καρπούς στους δρόμους , στα μαγαζιά και στην πλατεία μ’ ένα κασελάκι κρεμασμένο στο λαιμό , σίγουρα δεν φαντάζονταν ποτέ πως το κοριτσάκι αυτό θα κέρδιζε τον αγώνα της ζωής μόνο του , θα έφτανε τόσο ψηλά και θα πετύχαινε τόσα πολλά !

Η Παναγιώτα έδειξε ΠΟΙΑ είναι η αξία του ανθρώπου :

«Να ζητάει και να ξέρει πως ζητάει το αδύνατο και να ’ναι σίγουρος πως θα το φτάσει, γιατί ξέρει πως αν δε λιποψυχήσει , αν δεν ακούσει ΤΙ του κανοναρχάει η λογική , μα κρατάει με τα δόντια την ψυχή του κι εξακολουθεί με πίστη , με πείσμα , να κυνηγάει το αδύνατο , τότε γίνεται το θάμα , που ποτέ ο αφτέρουγος κοινός νους δεν θα μπορούσε να το μαντέψει : Το αδύνατο ΓΙΝΕΤΑΙ δυνατό !»

Στα 1963 , ένα πρωινό , η πόρτα της Παναγιώτας χτύπησε δειλά . Άνοιξε . Ένας άντρας στεκόταν απ’ έξω και την κοιτούσε στα μάτια .

-Τι θέλετε κύριε ; Ποιος είστε ;

Ο πατέρας της ήταν . Είχε έρθει να γιατρέψει την καρδιά του με τη συγγνώμη . Μπροστά στον πατέρα της , η Παναγιώτα , ένιωσε διαφορετικά απ’ ό,τι ένιωσε με τη μητέρα της . Ράγισε η ψυχή της σαν τον είδε γονατιστό να της ζητά συγχώρεση . Έσκυψε , τον σήκωσε , αγκαλιάστηκαν , έκλαψαν μαζί . Ο Θεός έκανε τη μετάνοια αρετή των ανθρώπων . Η Παναγιώτα συγχώρεσε και λησμόνησε . Υπήρξε κι αυτή τη φορά γενναιόψυχη . Νοιάστηκε τον πατέρα της μέχρι που πέθανε και ησύχασε .

Μετά ήρθαν τα παιδιά ! Τρία κορίτσια ! Τ’ ανάθρεψε με φροντίδα και αγάπη πολλή . Ό,τι δεν πήρε στη ζωή της απ’ τη δική της μητέρα , το ’ψαξε και το γέννησε στην καρδιά της , για να το δώσει στα δικά της παιδιά . Τα μόρφωσε , τα αποκατέστησε , τους έδωσε κάθε τι που τους χρειαζόταν , για να μη βρεθούν ποτέ στη ζωή τους στην ανάγκη να διαβούν τα δύσκολα και τραχιά μονοπάτια που εκείνη περπάτησε . Κι ύστερα είδε κι αγκάλιασε εγγόνια !

Σήμερα το μαγαζί της Παναγιώτας , σύγχρονο και ανανεωμένο , εξακολουθεί να δεσπόζει στο κέντρο της Σπάρτης . Μέσα του , πίσω απ’ τον πάγκο , η Παναγιώτα , ώριμη πλέον , σοφή και κατασταλαγμένη ύστερα από το «ταξίδι» , συνεχίζει να κάνει αυτό που έκανε πάντα : Να εργάζεται με αποφασιστικότητα , γνώση , συνέπεια , υπομονή , επιμονή , πραότητα , καλοσύνη και τιμιότητα . Στα μάτια της , στο πρόσωπο , στο χαμόγελό της , έχει αποτυπωθεί ΟΛΗ αυτή η μακρόχρονη , σκληρή , ανηφορική πορεία προς το όνειρο . Μπροστά της , γεμάτον με σπόρια , όπως τότε , έχει τον παλιό πάγκο του καροτσιού , τον οποίο ενσωμάτωσε στο νέο μαγαζί , για να μη χάνει το στίγμα της , για να δένει γερά το Χθες με το Σήμερα , για να μη ξεχνά ποτέ από πού ξεκίνησε και πώς έφτασε ως εδώ . Επάνω από το μαγαζί , στο όμορφο σπίτι της , έχει στον τοίχο έναν ωραίο πίνακα . Παριστάνει τον Χριστό , έτσι όπως τον είδε η Παναγιώτα κάποτε στ’ όνειρό της να της δίνει θάρρος και να τη βοηθά στην απόφαση που έκρινε την πορεία της ζωής της . Κάθε Κυριακή πηγαίνει στον Α . Νίκωνα , την αγαπημένη της εκκλησία , και πάντα θυμάται το κεράκι που άναψε κάποτε «βερεσέ» . Την μεγάλη λαμπάδα που έταξε στον Άγιο , του την άναψε από χρόνια πολλά . Αναγαλλιάζει η καρδιά της όταν το σπίτι και το μαγαζί γεμίζουν απ’ τα παιδιά και τα εγγόνια της κι ελπίζει κι εύχεται κάποιο απ’ αυτά να πάρει στα χέρια του το μαγαζί και να συνεχίσει την παράδοση . Σύνταξη ακόμα η Παναγιώτα δεν θέλει να πάρει . Το μαγαζί είναι η ζωή της . Το πονάει , το νοιάζεται , το καμαρώνει , το φροντίζει . Ασχολείται και με το νοικοκυριό του σπιτιού και το μαγείρεμα . Φτιάχνει ντολμαδάκια και μακαρονάδες «τσουχτές» για τον άντρα της τον Δημητράκη που του αρέσουν και τα Σαββατόβραδα ξεβγαίνουν σε κανένα ταβερνάκι για να ξεσκάσουν .

-Δεν πάμε σε ακριβά μαγαζιά …Τι να δείξουμε εκεί … να πουν : «Να η Παναγιώτα πλούτυνε και μας ήρθε τώρα εδώ!» …δεν πάει !

Η καρδιά της Παναγιώτας , που τόσο έχει πονέσει , είναι πάντα ανοιχτή στον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία . Όποιος μπει στο μαγαζί της Παναγιώτας κι απλώσει το χέρι …θα λάβει . Ιδιαίτερα , όμως , συμπονά και βοηθά τους γέροντες :

-Τους γέρους τους πονάω πολύ , γιατί ήταν και ο παππούς μου φιλότιμος και έδινε . «Παναγιώτα , δίνε !» μου έλεγε . «Δεν έχουμε τώρα ; Δώσε μια καραμελίτσα . Ό,τι έχεις . Αρκεί να δώσεις» . Αυτά μου έλεγε . Και , μεγάλη η Χάρη του Θεού , κι όταν ήμουν φτωχιά και τότες έδινα . Έπαιρνα ύστερα κάτι άλλο και τα ’βγαζα διπλά . Είναι ευλογία να δίνεις και πρέπει αυτό να το ’χουμε οι άνθρωποι .

Θέλει να γράψει τη ζωή της σε ένα βιβλίο , μα γράμματα δεν πρόλαβε να μάθει .

«Πόσο πιο καλά θα ήταν αν μπορούσε το μολύβι να περπατά μόνο του . Να περνά η ζωή και να καταγράφεται μόνη της .»

Λέει , όμως με θέληση :

-Άμα φύγω από το μαγαζί , έχω ορκιστεί , θα κάτσω να μάθω γράμματα !

Υπάρχει άραγε κανείς που να μην το πιστεύει ότι μπορεί να το κάνει κι αυτό ;

Χαίρεται πολύ η Παναγιώτα , όταν άνθρωποι έρχονται μετά από χρόνια πολλά στο μαγαζί της , για να τη βρουν , να την ξαναδούν , να τη χαιρετίσουν και να θυμηθούν τις παλιές αξέχαστες στιγμές . Μερικές φορές γελά ανοιχτόκαρδα μ’ αυτά που της λένε :

-Ήρθε ένας , είχα πολλά χρόνια να τον δω , και μου λέει : «Ρε , Παναγιώτα , εδώ είσαι ακόμα ; Ζεις ακόμα» ; Κι αυτός ήταν πιο μεγάλος από μένα . Επειδή με θυμούνται εδώ από παλιά , νομίζουν ότι είμαι πολύ μεγάλη .

Αισθάνεται , ακόμα , ευτυχισμένη , όταν έρχονται άνθρωποι από το εξωτερικό και της λένε :

-Μου παράγγειλε ο τάδε να του πάω , στον Καναδά ας πούμε , μύγδαλα και φιστίκια ΜΟΝΟ από την Παναγιώτα !!!

Όταν τη ρωτάς ποιο είναι το μυστικό της επιτυχίας της απαντά :

-Η εργασία ! Και ξέρουνε οι άνθρωποι και την ιστορία μου . Με τη δύναμη του Θεού, έτσι τα ’βγαλα πέρα . Δόξα τω Θεώ !!!

Δεν ξέρω , αν η Παναγιώτα έχει καταλάβει ΤΙ σημαίνει το όνομά της για τη Σπάρτη . Είμαι όμως σίγουρος πως η Σπάρτη ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει γι’ αυτήν η Παναγιώτα . Μακάρι τα εγγόνια μας και τα δισέγγονά μας να έχουν κάποτε τη χαρά , ν’ αγοράσουν ένα σακουλάκι σπόρια , ένα γλειφιτζούρι , ένα παιχνίδι , από ένα μαγαζί ΕΚΕΙ στις «Καμάρες» της Σπάρτης , που έχει μέσα του έναν παλιό πάγκο καροτσιού γεμάτον με ξηρούς καρπούς κι απ’ έξω , φαρδιά πλατιά , την επιγραφή : «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» !!!

Καλοκαίρι 2000 / Βαγγέλης Μητράκος

ΥΓ : Η Παναγιώτα δεν πέθανε . Τέτοιοι άνθρωποι δεν πεθαίνουν ΠΟΤΕ . Η Παναγιώτα θα ζει για πάντα στη μνήμη και την καρδιά μας και ο θρύλος της είναι σίγουρο πως θα ζήσει ΚΑΙ στις επόμενες γενιές έτσι όπως έχουν επιζήσει στους αιώνες οι παραδόσεις των γιαγιάδων και των παππούδων μας .

Την ευχαριστούμε γιατί έκανε τη ζωή μας πιο όμορφη και χαρούμενη , την αγαπάμε για ό,τι μας χάρισε και , κυρίως , για τις παρακαταθήκες και για το παράδειγμα ζωής που μας άφησε .