ΛΑΚΩΝΙΑ. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος «έφυγε» από τη ζωή σαν σήμερα, 4 Αυγούστου του 1991 στην Πλούμιτσα (φωτογραφία) Λακωνίας. Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και ακαδημαϊκός. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές.

Είχε προταθεί 4 φορές για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, ενώ επίσης έλαβε άλλα πολλά βραβεία, όπως το βραβείο Ουράνη, το Πρώτο βραβείο κρατικής ποίησης κ.α.
Πίνακας περιεχομένων

Σήμερα δεν θα αναφερθούμε στο έργο του αλλά μόνον στο βίο του.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την 1 Ιανουαρίου 1912 στις Κροκεές της Λακωνίας. Ήταν το δεύτερο από τα έξι παιδιά του Κωνσταντίνου Βρεττάκου και της Ευγενίας Παντελεάκη. Τα νηπιακά του χρόνια τα πέρασε στην Πλούμιτσα, στο πατρικό του σπίτι. Το 1917, η οικογένειά του μετακόμισε στις Κροκεές, όπου γράφτηκε στο Δημοτικό σχολείο. Το 1921 τελείωσε το Δημοτικό και συνέχισε στο Ημιγυμνάσιο Κροκεών, από το οποίο, παρά τις οικονομικές δυσχέρειες και την αρρώστια του πατέρα του, αποφοίτησε το 1923. Στη συνέχεια, γράφτηκε στο Γυμνάσιο Γυθείου, όπου φοίτησε με πολλές δυσκολίες. Στο ίδιο σχολείο, την περίοδο αυτή, φοίτησε και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1928, σε ηλικία μόλις δεκαέξι ετών, έδωσε στην Εμπορική Λέσχη Γυθείου δύο διαλέξεις με θέματα από «τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία ως τη διάσπαση του ατόμου».

Το Νοέμβριο του 1929, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, με σκοπό να ξεκινήσει τις πανεπιστημιακές του σπουδές -μάταια λόγω οικονομικών δυσχερειών. Έτσι, προσλήφθηκε ως υπάλληλος αρχικά σε εταιρεία υδραυλικών έργων αποξήρανσης και στη συνέχεια, μέχρι το 1932, έκανε διάφορες περιστασιακές κυρίως χειρωνακτικές εργασίες. Tο Δεκέμβριο του 1929, εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Κάτω Από Σκιές Και Φώτα. Το 1932 κατατάχθηκε στο στρατό στην Τρίπολη Αρκαδίας. Υπηρέτησε όμως για τέσσερις μήνες, καθώς ήταν προστάτης πολυμελούς οικογένειας. Το 1933, εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του, Κατεβαίνοντας Στη Σιγή Των Αιώνων. Οι ποιητικές συλλογές του κέντρισαν το ενδιαφέρον του λογοτεχνικού κόσμου – και ιδιαίτερα του Κωστή Παλαμά, ο οποίος ζήτησε να τον γνωρίσει.

Ακολούθως, το 1934, εργάστηκε ως ημερομίσθιος γραφέας στις Γενικές Αποθήκες Στρατού στον Πειραιά. Εκεί γνωρίστηκε με τη φοιτήτρια της φιλολογίας Καλλιόπη Αποστολίδη, με την οποία παντρεύτηκαν στις 20 Αυγούστου. Κατόπιν, το 1935, δούλεψε στα Μεταξουργεία Νέας Ιωνίας και ένα χρόνο αργότερα, το 1936, ως ιδιωτικός υπάλληλος και ως εργάτης υφαντουργείου. Την ίδια χρονιά, γεννήθηκε η κόρη του Τζένη (Ευγενία Παπαδημητρίου). Το βιβλίο του Ο Πόλεμος, που είχε κυκλοφορήσει τον προηγούμενο χρόνο, οδηγήθηκε στην πυρά από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου. Το 1938, με παρέμβαση του φίλου του Θέμου Αμούργη, διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας.

Μετά την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, το 1940, αμέσως, στρατεύτηκε στην πρώτη γραμμή και κινδύνεψε να σκοτωθεί στο ύψωμα της Κλεισούρας. Όταν το σύνταγμα, στο οποίο υπηρετούσε, διαλύθηκε - με την κατάρρευση του Μετώπου (1941)- κατευθύνθηκε στην Αθήνα και εντάχθηκε στην Εθνική Αντίσταση με τον ΕΑΜ. Οι ημερολογιακές σημειώσεις του, εκείνη την περίοδο, αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του, το «Αγρίμι». Γενικότερα, από το 1942-1944 ασχολήθηκε ενεργά με την Εθνική αντίσταση. Επίσης, γράφτηκε και στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας. Την ίδια περίοδο έχασε και τον πατέρα του, ο οποίος θάφτηκε στην Πλούμιτσα.

Το 1946 προσλήφθηκε ως γραφέας στον Οικονομικό Συνεταιρισμό Εκτελωνιστών του Πειραιά και αργότερα, τον ίδιο χρόνο, υπέγραψε τη διαμαρτυρία των Ελλήνων λογοτεχνών «Προς τη Δ' Αναθεωρητική Βουλή των Ελλήνων και τη Διεθνή Κοινή Γνώμη: Περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευομένων την Δημοσίαν Τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας». Από το 1947 εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, γράφοντας κατά κύριο λόγο για πνευματικά ζητήματα. Το 1948 γνωρίστηκε με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, με τον οποίον υπήρξαν φίλοι μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1949, ο Βρεττάκος εξέδωσε το λυρικό δοκίμιο «Δυο Άνθρωποι Μιλούν Για Την Ειρήνη Του Κόσμου». Εξαιτίας της συγγραφής του αυτής, διαγράφτηκε από το Κ.Κ.Ε. και απομακρύνθηκε, γενικότερα, από το περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα όπου ήταν και διευθυντής. Εκείνη την περίοδο γνωρίστηκε με την Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ και το Ροζέ Μιλλιέξ, με τους οποίους συνδέθηκε φιλικά.

Κατά την περίοδο 1946-1962, διέμενε στον Πειραιά, όπου το 1955 εκλέχτηκε δημοτικός σύμβουλος (1955-1959). Υπήρξε σημαντική η συμβολή του από τη θέση αυτή στην αναβάθμιση της πόλης κυρίως σε πολιτιστικό επίπεδο (ίδρυση Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, Ιστορικού Αρχείου, Φιλαρμονικής Πειραιώς, Δημοτικής Πινακοθήκης). Το 1957, ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση μαζί με τους Στρατή Μυριβήλη, Άγι Θέρο κ.α. στα πλαίσια της Παγκόσμιας Συνάντησης Δημοκρατικής Νεολαίας, που είχε προσκληθεί από σπουδαστές της Μόσχας. Εκεί γνωρίστηκε με τη γυναίκα του Μαξίμ Γκόρκι. Το 1962, ο Βρεττάκος ήταν άνεργος μετά τη διάλυση του Συνεταιρισμού Εκτελωνιστών. Έτσι, το 1964 εργάστηκε ως ιματιοφύλακας στο Εθνικό Θέατρο μετά από παρέμβαση του Λουκή Ακρίτα. Ο Βρεττάκος, το 1958, μετά το ταξίδι του κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Ο Ένας Από Τους Δύο Κόσμους». Το βιβλίο αυτό στάθηκε η αφορμή να κατηγορηθεί (μαζί με τους Γιάννη Ρίτσο και Μάρκο Αυγέρη) για παράβαση του Ν.509.

Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο Βρεττάκος αυτοεξορίστηκε στην Ελβετία, από όπου ταξίδεψε σε όλη την Ευρώπη: Βουκουρέστι, Βενετία, Δαλματικές ακτές, Ζάγκρεμπ, Ρώμη, Παρίσι, Μπέρμιγχαμ, Λονδίνο, Παλέρμο, Μόναχο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ευρώπη συμμετείχε σε ραδιοφωνικές εκπομπές και σε φεστιβάλ ποίησης. Επίσης, τιμήθηκε από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και επεξεργάστηκε το αυτοβιογραφικό κείμενο «Οδύνη», το οποίο εκδόθηκε στη Νέα Υόρκη το 1969.

Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1974 και εγκαταστάθηκε, από εκεί και πέρα, μόνιμα στην Αθήνα. Τιμήθηκε από την Ακαδημία Αθηνών, με το βραβείο Ουράνη και δώδεκα χρόνια αργότερα ανακηρύχθηκε μέλος της (26 Φεβρουαρίου 1986). Επίσης αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Το 1991 επισκέφθηκε την ιδιαίτερη πατρίδα του στις Κροκέες Λακωνίας, την Πλουμίτσα, με την οικογένειά του. Εκεί έμελλε να αφήσει και την τελευταία του πνοή. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στις 4 Αυγούστου 1991 και κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, δημόσια δαπάνη.