Aυξανόμενες είναι οι ροές προσφύγων και λαθρομεταναστών στην Ελλάδα.
Ένα ολόκληρο σύστημα που διαχειρίζεται αυτή την υπόθεση, σιγά – σιγά αποκαλύπτεται. Η αποκάλυψη είναι ανάλογη με την καταμετρημένη αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας. Όσο η κοινωνία δέχεται τόσο το σύστημα αποκαλύπτεται…

Από τα νησιά προωθούνται στην ενδοχώρα εκατοντάδες αλλοδαποί. Σταδιακά, προσεκτικά και μετρημένα. Προηγουμένως, ένα ολόκληρο σύστημα έχει προετοιμάσει την έλευσή τους, κάμπτοντας αντιστάσεις, διασκεδάζοντας εντυπώσεις, εξαγοράζοντας δομές και εκβιάζοντας καταστάσεις.

Ανεξάρτητα από την ποιότητα, τη μοίρα, το σκοπό και τη στρατηγική όσων αποτελούν το σώμα των προσφύγων/ λαθρομεταναστών, αυτό που αναδύεται ως κεντρική αντίληψη στην Ελλάδα, την χώρα που πένεται και σέρνεται, είναι η υποχρέωση ενός λαού, του ελληνικού, να καταργήσει αντιλήψεις, να «ράψει» το στόμα του, να κλείσει τα μάτια του και να κλειδωθεί σπίτι του.
Να δεχθεί το μαύρο ως άσπρο.

Είναι βίαιη η σύγκρουση των πολιτισμών και η ασυμφωνία της κουλτούρας όσων καλούνται να κινηθούν στο ίδιο πεζοδρόμιο και να καθίσουν στο ίδιο παγκάκι.
Πόσο μάλλον όταν αυτό γίνεται «βίαια» και για τους δύο…
Η Ελλάδα, πόσο μάλλον η Πελοπόννησος και πολύ περισσότερο η Σπάρτη, δεν είναι Ηνωμένες Πολιτείες, ούτε Κράτος αποικιών με ιστορία στην ανταλλαγή ή στην μίξη πληθυσμών. Το αίσθημα της ιδιοκτησίας, της αργής αλλαγής, της βραδείας εξέλιξης είναι γνωστό ότι χαρακτηρίζει την Πελοπόννησο και την κουλτούρα της.
Έτσι λοιπόν, ο αιφνιδιασμός για τον οποίο κομπάζουν κάποιοι ρηχοί ραβδούχοι, ή το κοινωνικό μασάζ για το οποίο καυχώνται κάποιοι μη κυβερνητικοί αλλά και κάποιοι κυβερνητικοί, δεν είναι αρκετό για να επισπεύσει με ασφάλεια διαδικασίες που άλλοτε θα χρειάζονταν χρόνια για να αφομοιωθούν.
Η ελληνική κοινωνία αφού έχασε το βιός της, τα παιδιά της και την αξιοπρέπειά της σήμερα είναι υποχρεωμένη να χάσει και την στοιχειώδη λογική που θέλει ένας νοικοκύρης – έστω και καταχρεωμένος – να έχει λόγο στο σπίτι του και στην γειτονιά του.
Ακούμε πολύ συχνά αριστερούς αλλά και φιλελεύθερους δημάρχους να καλούν τους πολίτες να οργανωθούν στις γειτονιές και στα χωριά με το πρόσχημα εκεί ότι υπάρχουν κοινά χαρακτηριστικά, στόχοι και όνειρα.
Έτσι όπως διαμορφώνεται η κοινωνία, από την έλευση συμπαθών - μέχρι στιγμής- προσφύγων, όχι μόνον δεν ισχύει το ομοιογενές, το ομότροπο και το ομόφυλο αλλά το αντίθετο έχουμε εξαμβλωματική συνύπαρξη αντίθετων και ασύμβατων όντων και καταστάσεων που δεν ζουν την καλύτερη περίοδο της ζωής τους.

Το test στην ελληνική κοινωνία έγινε με το κύμα των Ρομά που η ίδια η Πολιτεία ανέχθηκε άνομα, παράνομα, άλογα, παράλογα, μέσα στα χωριά και τις πόλεις. Κλοπές, σωματική βία, φόβος, τρόμος, απειλή, φθορές, ψυχολογική βία και τόσα άλλα.
Σε ποιο μέρος του κόσμου αυτός που σου κλέβει το βιός μετά από μια ώρα σε καλεί να του το πληρώσεις σε καλή τιμή για το επαναποκτήσεις..;

Η Ελληνική Πολιτεία ατάραχη, γύριζε την πλάτη στους πολίτες της και όταν κάποιος τολμούσε να αρθρώσει λόγο, πέλεκυς βαρύς τον επανέφερε στη σιωπή.
Αν μπροστά στο κύμα των Ρομά, (των Ρομά που ανήκουν στους παραβάτες κι εγκληματίες, γιατί υπάρχουν ίσως και ειρηνικοί) η ελληνική κοινωνία υπέκυψε δεν είναι κοινωνικό επόμενο να προσκυνήσει στο μέγα κύμα των προσφύγων τους οποίους μάλιστα μια αόρατη δύναμη συντονίζει, εγκαθιστά και υπερασπίζει;

Γιατί άραγε δεν βρέθηκε ποτέ αυτή η αόρατη δύναμη να στηρίξει για λίγο τον Έλληνα πολίτη; Γιατί ποτέ δεν βρέθηκε λίγο περίσσευμα για τον εργάτη της Ελλάδας που δουλεύει στα κάτεργα της πατρίδας του; Γιατί έπρεπε οι γριές της Ελλάδας να ξοδέψουν τα χρήματα της κηδείας τους για τα φάρμακά τους;
Γι’ αυτούς δεν υπάρχει αόρατη δύναμη; (Δεν εννοώ την Παναγιά…)

Πάνω από 1000 πρόσφυγες θα εγκατασταθούν στη Λακωνία τον επόμενο μήνα.
Άνθρωποι και αυτοί… Οικογένειες… Διωγμένοι από την πατρίδα τους.
Θα είναι όμως μόνον αυτοί; Γιατί άραγε η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που υποδέχεται τους πάντες χωρίς έλεγχο και διάκριση; Γιατί η Ελλάδα, δηλαδή οι πολίτες της, να αναλάβουν μια ακόμα υποχρέωση που δεν τους ανήκει;
Η πρώτη ήταν τα χρέη και τα επιτόκια των δανειστών της.

Για πόσο αυτή η εικόνα μπορεί να χαϊδεύει την συνείδησή μας: Μια Σπαρτιάτισσα κυρία με μια σακούλα παιχνίδια και μπισκότα πλησιάζει στην είσοδο του Πανδοχείου της Σπάρτης και τα δίνει στα παιδιά του πολέμου…
Άραγε αυτή η γυναίκα έκανε ποτέ στην ζωή της κάτι για να μην υπάρξει πόλεμος; Φρόντισε να στείλει ένα προσωπικό, κοινωνικό, πολιτικό μήνυμα σε αυτούς που γεννούν τους πολέμους και προκαλούν την προσφυγιά;
Τελικά αρκεί μια σακούλα παιχνίδια για να είναι γαληνεμένη η ψυχή της;
Αρκεί ένα δεκάλεπτο αλληλεγγύης για να κοιμηθεί ήσυχη το βράδυ;
Έχει πράξει το καθήκον έναντι των συμπατριωτών της;
Ήταν υπεύθυνη πολίτης όταν αποφάσιζε τα κρίσιμα;
Πόση υποκρισία μπορεί να χωρά σε μια σακούλα δώρα;

Μήπως πάνω στο ένα έλλειμμα μας στοιβάζουμε ένα πρόβλημα και πάνω στο πρόβλημα ακουμπάμε μια ενοχή μας; Φαύλος κύκλος… Θύματα όλοι μας.

Είναι δύσκολο ένας λαός που δεν στοχάζεται, δεν γνωρίζει ιστορία, δεν είναι δίκαιος και δεν είναι ελεύθερος να είναι και έντιμος, αληθινός και ντόμπρος.
Που λόγος λοιπόν για μέτρο και ακριβή δικαιοσύνη…
Σε ποιόν να μιλήσεις για την ιερή αναλογικότητα. Αυτήν που δεν μετριέται με αριθμούς αλλά με ψυχή…

Μην ξεχνάμε. Η δυτικότροπη ζωή, μας έχει μπολιάσει με το δήθεν, με το εφήμερο, με το εξαγοράσιμο και με το άτιμο. Μας κατέκτησε χωρίς να το έχουμε αντιληφθεί.

Έχουμε αναθέσει ρόλους σε άλλους. Αναθέτουμε στον άνθρωπο της ΜΚΟ τον φιλάνθρωπο ρόλο μας, αναθέτουμε στον εθνικιστή την αντίδραση, αναθέτουμε στον υποδοχέα την φιλοξενία, στον πρόσφυγα το ρόλο του θύματος και εμείς, με μια σακούλα λούτρινα όνειρα κάνουμε το καθήκον ως πολίτες όσο κρατά ένα άτμισμα…

Καπνός από πούρο που δεν είναι πούρο.
Μέγας εφοπλιστής, λοιπόν, καπνίζει και πλουτίζει έχοντας κατακτήσει αγορές και θάλασσες. Κάποια καράβια του, είναι προτιμότερο να βυθιστούν αύτανδρα (με τους ναυτικούς μέσα), προκείμενου η ασφάλεια που θα απολάβει να τον εκτινάξει πολλές θέσεις πάνω στη λίστα των πολυεκατομμυριούχων του κόσμου.
Αυτός ο εφοπλιστής, όταν έρχεται το «πλήρωμα» του χρόνου (δηλαδή όταν έρθει αντιμέτωπος με τον θάνατο που αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να τον νικήσει) αποφασίζει να «εξαγοράσει» την συγχώρεση κτίζοντας σχολεία, εκκλησίες και νοσοκομεία. Δεν δίνει όμως σε αυτά το όνομα των θυμάτων πάνω στα οποία έχτισε τον πλούτο του αλλά το δικό του όνομα. Γιατί απλά το «συγχωροχάρτι» που κάνει να λαμβάνει πρέπει να γράφει τ΄ όνομά του. Μη τυχόν και γίνει κανένα λάθος…

Κάπως έτσι, λοιπόν, ζητά τη συγχώρεση η σύγχρονη κοινωνία. Κοιμάται με το αμερικάνικο όνειρο, ξυπνά με τον ελληνικό εφιάλτη και κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο αναζητά το άλλοθι για την ψυχή της… Και αν είναι τυχερή το βρίσκει σε μια γειτονιά πρόσφυγες… Εκεί στο Πανδοχείο της Σπάρτης.

Μακάρι το πρόβλημα της Ελλάδας, της Λακωνίας, της Σπάρτης να ήταν οι 1000 πρόσφυγες / λαθρομετανάστες.
Η Σκάλα δεκαετίες τώρα διαχειρίζεται – και κάποτε εκμεταλλεύεται – 2000 Πακιστανούς τον χρόνο. Όμως οι κανόνες της αγοράς δεν επιτρέπουν να αναδειχθεί αυτή η κατάσταση. Αγορά σημαίνει κοινωνία. Ποιος άραγε νοιάστηκε γι αυτούς τους «πρόσφυγες»; Ποια κοινωνία της Λακωνίας. Κανείς. Αυτοί πέφτουν στο βωμό της αγοράς μέσα στην οποία πρέπει να κινείται με ασφάλεια η κυρία που είδαμε στην πόρτα του Πανδοχείου της Σπάρτης…

Το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι τα 1000 άτομα που έρχονται. Είναι τα λίγα άτομα που διαφεντεύουν αυτό το ανθρώπινο ξέβρασμα, το συντονίζουν και το καθοδηγούν. Είναι αυτοί που ορίζουν, σιγά – σιγά τις πόλεις και τα χωριά μας.
Aυτοί που ξαφνικά θέλουν να ορίσουν την ταυτότητα ενός τόπου που θέλει να λέγεται ιστορικός.
Αν είχαμε την πρόνοια να διατηρούμε αυθεντική και ισχυρή ταυτότητα, ίσως κανείς σήμερα να μην συζητούσε το θέμα των προσφύγων / λαθρομεταναστών. Γιατί δεν θα υπήρχε απειλή. Όπως η ταυτότητά μας χρειάζεται και αυτή μια κυρία με τη σακούλα στο χέρι να μας φέρει λίγη μνήμη, λίγη γνώση, λίγη συνείδηση, μέτρο άριστο…
Που είναι η κυρία..; Γιατί δεν φαίνεται και νιώθω πρόσφυγας στον τόπο μου;