Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Βρίσκεται στη ΒΑ γωνία του πάρκου του ΟΤΕ στη Σπάρτη : Ένας μεταλλικός ιστός αρκετού ύψους . Βαριά αλλά περίτεχνη παλαιά κατασκευή , αποτελούμενη από τέσσερις σιδερένιες δοκούς που συγκλίνουν προς την κορυφή κι ανάμεσά τους (σε σχήμα Χ) σιδερένια ελάσματα , στερεωμένα πάνω τους με μεγάλες στρογγυλές βίδες . Στην κορυφή του έχει μια διακοσμητική κατασκευή , από κάτω της δυο οριζόντια ελάσματα με ωραία σφυρήλατα υποστηρίγματα και στις δυο άκρες μεταλλικά άγκιστρα . Στην όψη του ιστού , καθ’ ύψος , βρίσκεται επιγραφή με κεφαλαία μεταλλικά γράμματα πάνω σε έλασμα με δύο ονόματα : ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΗΝΑΚΑΚΗΣ . Και … όλα σταματούν εκεί . Οι επισκέπτες του πάρκου αλλά και οι περισσότεροι Σπαρτιάτες δεν γνωρίζουν (και πώς θα ήταν δυνατόν) τι ακριβώς είναι αυτός ο ιστός , τι εξυπηρετούσε και γιατί στήθηκε στη θέση αυτή .

Η ιστορία του ιστού μας πάει πολύ πίσω στον χρόνο , στις πρώτες 10ετίες μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον τουρκικό ζυγό :

Η Ελλάδα , αναγεννημένη από τις στάχτες 400 χρόνων μαύρης σκλαβιάς , είχε ανάγκη από Αρχές , Αξίες , Ιδεώδη και Ιδανικά για να χτίσει τα νέα της θεμέλια και να επανασυνδέσει με σιγουριά το νήμα της ιστορίας και της νέας ζωής της με τους προγόνους . Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η αναβίωση του Αρχαίου Ολυμπιακού Πνεύματος μέσω του κλασικού αθλητισμού υπήρξε κορυφαία προτεραιότητα . Ήδη από τον 19ο αιώνα άρχισαν να υπάρχουν φωνές , έστω και σποραδικές , για αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων , με αποτέλεσμα να υπογραφεί , κάποια στιγμή , βασιλικό διάταγμα διοργάνωσης των Αγώνων με γενικό τίτλο «Ολύμπια» , που αποφασίστηκε να πραγματοποιηθούν - για πρώτη φορά - στις 15 Νοεμβρίου 1859 , με την οικονομική στήριξη του Εθνικού Ευεργέτη Ευάγγελου Ζάππα , που πρώτος είχε την ιδέα αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα .

Συνολικά πραγματοποιήθηκαν τέσσερις Ζάππειες Ολυμπιάδες (όλες στην Αθήνα) κατά τα έτη 1859 , 1870 , 1875 και 1888-89 , οι οποίες δεν ήταν διεθνείς , αλλά απευθύνονταν μόνο σε Έλληνες αθλητές . Κατά την 2η ελληνική Ολυμπιάδα του 1870 που έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο , μεταξύ των αθλημάτων της εποχής εμφανίστηκε, για πρώτη φορά , το αγώνισμα «αναρρίχησις επί κάλω» .

Το αγώνισμα αυτό , ήταν ένα θεαματικό και δύσκολο αγώνισμα γυμναστικής , όπου απαιτούνταν η αναρρίχηση σε σκοινί μήκους 14 μέτρων και πάχους 3-4 εκ. στηριγμένο σε ιστό , μόνο με τη βοήθεια των χεριών . Οι αθλητές ανταγωνίζονταν ως προς το ποιος θα αναρριχηθεί ψηλότερα , γρηγορότερα και με το καλύτερο στυλ .

Ο «κάλως» (κάβος ή μπόντζος) που έδωσε και το όνομα του στο αγώνισμα είναι το γνωστό δίπλοκο καραβόσχοινο , το οποίο χρησιμοποιείται σε βαριές εργασίες , ως πρυμνήσιο ασφαλείας του πλοίου , ρυμούλκιο κλπ .

Επρόκειτο για ένα αγώνισμα οικείο που παρέπεμπε στη ναυτική παράδοση των Ελλήνων και γι’ αυτό γρήγορα έγινε δημοφιλές κι εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο .

Η «αναρρίχησις επί κάλω» ήταν μέσα στα αγωνίσματα και της 3ης και της 4ης Ζάππειας Ολυμπιάδας και υπήρξε ένα από τα οκτώ αγωνίσματα γυμναστικής στο πρόγραμμα των πρώτων διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 στην Αθήνα , που αναβίωσαν χάρη στον Γάλλο παιδαγωγό και ιστορικό , Πιερ ντε Κουμπερτέν .

Το συγκεκριμένο άθλημα διεξήχθη στο Παναθηναϊκό Στάδιο , στις 10 Απριλίου 1896 . Συμμετείχαν πέντε αθλητές , από τέσσερις χώρες , οι οποίοι είχαν ως «αποστολή» να αναρριχηθούν σε ένα σχοινί 14 μέτρων , χρησιμοποιώντας μόνο τα χέρια τους και σχηματίζοντας μια στάση L με το σώμα τους . Οι διαγωνιζόμενοι κρίνονταν για το ύψος που κατόρθωναν να αναρριχηθούν , την ταχύτητά τους (χρόνος) , αλλά και για το στυλ τους . Οι μόνοι που κατάφεραν , τότε , να ολοκληρώσουν την αναρρίχηση , καλύπτοντας και τα 14 μέτρα , ήταν δύο Έλληνες , ο Νικόλαος Ανδριακόπουλος από την Πάτρα και ο Θωμάς Ξενάκης από την Αθήνα, οι οποίοι πήραν το χρυσό και το αργυρό μετάλλιο, αντίστοιχα . Ο Φριτς Χόφμαν από τη Γερμανία ήταν τρίτος με 12,5 μ. , ενώ στις υπόλοιπες δύο θέσεις (3η και 4η) κατατάχθηκαν οι Ολυμπιονίκες της άρσης βαρών , Βίγκο Γιένσεν από Δανία και Λάντσεστον Έλιοτ από Μ. Βρετανία , με μη καταγεγραμμένο το ύψος στο οποίο αναρριχήθηκαν .

Οι ελληνικές νίκες στην «αναρρίχηση επί κάλω» κατά τους Α΄ Ολυμπιακούς Αγώνες των Αθηνών του 1896 , εκτόξευσαν στα ύψη τη δημοφιλία του αγωνίσματος με αποτέλεσμα τα Γυμναστήρια ανά την Ελλάδα να γεμίσουν με ιστούς αναρρίχησης για την εξάσκηση των αθλητών και των επίδοξων πρωταθλητών .

Στη Σπάρτη ο ιστός αυτός , δωρεά των ευεργετών Πέτρου και Γεωργίου Μηνακάκη, τοποθετήθηκε κατά το έτος 1913 στη ΝΔ γωνία του Γυμναστηρίου του ιστορικού Σπαρτιατικού Γυμναστικού Συλλόγου (έτος ιδρ. 1896) , το οποίο βρισκόταν μπροστά από το ναό του Α. Νίκωνος , στο σημείο ακριβώς που σήμερα βρίσκεται το πάρκο του ΟΤΕ .

«Το γυμναστήριον ήταν πολύ μικρό τότε (1913) . Αργότερα εγκρέμισαν την ανατολική μάνδρα , απέναντι από τον ΄Αγιο Νίκωνα και το εμεγάλωσαν κατά πέντε - έξι μέτρα .

Κάθε χρόνο του Αγίου Κωνσταντίνου εγένοντο στη Σπάρτη Παλλακωνικοί αγώνες . Το ενδιαφέρον του κόσμου για τον κλασικό αθλητισμό ήταν πολύ μεγάλο τα παληά εκείνα χρόνια της Σπάρτης .

Γύρω – γύρω στις μάνδρες του γυμναστηρίου επάνω , έφκιασαν ξύλινες εξέδρες που εκόστιζαν πολλά χρήματα στο Σπαρτιατικό Γυμναστικό Σύλλογο , οι οποίες εγέμιζαν από κόσμο της Σπάρτης και όλων των γύρω χωριών , που έτρεχαν με ενθουσιασμό να παρακολουθήσουν τους αγώνες .

Ο τότε πρόεδρος του Γυμναστικού Συλλόγου αείμνηστος Νικόλαος Γεράσιμος κατόρθωνε να ενθουσιάζη πολλούς πλουσίους Λακεδαιμονίους του εξωτερικού , όπως τους μεγάλους ευεργέτας του Συλλόγου Μηνακάκηδες , να στέλνουν μεγάλα ποσά και να πλουτίζεται το Γυμναστήριον με πολλά γυμναστικά όργανα . Τότε (1913) είχε γίνει και ο μεγάλος σιδερένιος ιστός για το αγώνισμα της αναρριχήσεως με έξοδα των ευεργετών Πέτρου και Γεωργίου Μηνακάκη».

Αλέκου Παναγιωτόπουλου , «Το Ημερολόγιο ενός Σπαρτιάτη Μουσικού , 1900-1963»

Στο χώρο του Γυμναστηρίου (στο δυτικό μέρος) αναγέρθηκε αργότερα , σε δύο φάσεις , το κτήριο του ΟΤΕ (1956 και 1968) και το υπόλοιπο τμήμα διαμορφώθηκε , στα 1972-73 , σε πάρκο . Ευτυχώς , οι σχεδιαστές του πάρκου προνόησαν να κρατήσουν μέσα στο πάρκο , ως ενθύμιο της παλαιάς χρήσης του χώρου αλλά και της ιστορίας της πόλης , τον ιστό της «αναρρίχησης επί κάλω» , ο οποίος έχει ήδη συμπληρώσει 106 χρόνια ζωής !!!

Το αγώνισμα της «αναρρίχησης επί κάλω» παρέμεινε ως Ολυμπιακό Άθλημα μέχρι ΚΑΙ τους αγώνες του 1932 στο Λος Άντζελες , όπου εμφανίστηκε για τελευταία φορά, για να περάσει στη συνέχεια στα λεγόμενα «ξεχασμένα αγωνίσματα» . Η μοναδική ολυμπιακή διάκριση στο άθλημα αυτό , μετά το 1896 , ήταν του Κωνσταντίνου Κοζανιτά (1880-1954) , από την Πάτρα , τσαγκάρη στο επάγγελμα , ο οποίος πήρε τη 2η θέση στη Μεσολυμπιάδα της Αθήνας στα 1906 . Μάλιστα , για να προπονείται καθημερινά , είχε κρεμάσει από την οροφή του μαγαζιού του ένα καραβόσκοινο για να ανεβαίνει στο πατάρι , ενώ όλοι οι άλλοι χρησιμοποιούσαν τη σκάλα . Επίσης ο Κοζανιτάς συμμετείχε με τον Παναχαϊκό Γ.Σ. και στους 11ους Πανιώνιους αγώνες που έγιναν στην Σμύρνη το 1907 κερδίζοντας την 1η θέση στο ίδιο αγώνισμα.

Σήμερα η «αναρρίχησις επί κάλω» έχει παραμείνει εν ενεργεία μόνο στη στρατιωτική εκπαίδευση . Για να συμμετάσχει , π.χ. , κάποιος στο «Σχολείο υποβρυχίων καταστροφών» του Πολεμικού Ναυτικού , πρέπει - μεταξύ άλλων αθλητικών δοκιμασιών - να ολοκληρώσει επιτυχώς και την «Αναρρίχηση επί κάλω (μπόντζος) πέντε (5) μέτρων , άνευ υποβοηθήσεως ποδιών (άνευ χρονικού περιορισμού)».

Να , λοιπόν , που η ιστορία μιας πόλης και των ανθρώπων της μπορεί να βρίσκεται και σ’ έναν παλιό σιδερένιο ιστό που στέκεται όρθιος - «άγνωστος μεταξύ αγνώστων» - στο κέντρο της Σπάρτης .

Μια φροντισμένη πινακίδα με μια παλιά φωτογραφία του Γυμναστηρίου με τον ιστό αναρρίχησης και λίγα πληροφοριακά στοιχεία θα βοηθούσε τόσο τους Σπαρτιάτες , όσο και τους επισκέπτες της πόλης , που θα σταθούν κάποια στιγμή μπροστά στον ιστό , να «διαβάσουν» αυτό το μικρό κεφάλαιο από την ιστορία της πόλης , η οποία , άλλωστε , δεν είναι τίποτε άλλο , παρά ένα όμορφο μωσαϊκό με ψηφίδες , που κάποιος ,όμως , πρέπει να τις βάζει στη θέση τους .