Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Ο παππούς μου ο Γιάννης: Ιωάννης Κοντοές του Νικολάου, από Κουρουνιού Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας.

Μια ζωή στο πεζοδρόμιο. Γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου στο κέντρο της Σπάρτης. Μπροστά στο σινεμά ΦΛΟΡΑΛ. Πάνω από το υπόγειο Ζαχαροπλαστείο του «Καίσαρη». Απέναντι από το καφενείο του "Τιμόθεου"!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Στιλβωτής υποδημάτων. Κοινώς "Λούστρος"! Απ' τα παιδικά του χρόνια. Στρατολογημένο ξυπόλητο παιδί, μαζί με άλλα, από "προστάτη" βγαλμένο από βιβλίο του Ντίκενς, που τα πήγε πρώτα στην Καλαμάτα και μετά στη Θήβα (Φήβα την έλεγε ο παππούς)! Τα έβαζε να γυρίζουν και να γυαλίζουν παπούτσια και ύστερα του παρέδιδαν το βράδυ το μεροκάματο!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Πάντα πίσω από το κασελάκι του. Καθισμένος στο σκαμνάκι που είχε γίνει με το σώμα του ένα. Με τις παχιές βούρτσες έτοιμες δίπλα του. Με τη φέλπα απλωμένη στο γόνατο. Με τις μπογιές ανοιχτές στο πλάι.

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Με το κασκέτο του πάντα. Με την "ποδιά" κάποτε που τους επέβαλε η Τουριστική Αστυνομία για να μη χαλάνε την πιάτσα με την εμφάνισή τους! Με τη βαριά πατατούκα του τους κρύους χειμώνες! Μια ζωή στο σκαμνί! Πάντα πίσω από το κασελάκι του! Στο μικρό του συρτάρι έκλεινε τα όνειρά του. Δεκάρες, εικοσάρες, πενηνταράκια, φράγκα, δίφραγκα...πού και πού κανένα ταλιράκι! Φασούλι το φασούλι γίνανε προίκα για τρεις κόρες, βοήθεια για δυο αγόρια!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Απ' το πρωί ως το βράδυ εκεί στη γωνιά του! Μαζί με το Φώτη, το Δήμο, τον Παναγιώτη το γαμπρό του, το Γιωργάκο, τον "Πλάκα"...!
Κανείς ποτέ δεν του αμφισβήτησε τη θέση του. Πάντα αριστερά όπως κατέβαινες στου "Καίσαρη".

Ο παππούς μου ο Γιάννης: "Γυάλισμα , κύριοι"! Ποτέ δεν έμαθε να λέει το "σουσάιν" (σανσάιν) που στραβόμαθε ο Φώτης από κάποιον αμερικάνο και το φώναζε για τους τουρίστες! Ποτέ δε χτύπησε τις βούρτσες του στο κασελάκι για να τραβήξει την προσοχή! Μόνο: "Γυάλισμα, κύριοι"!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Απ' τα βουνά της Γορτυνίας στη Σπάρτη! Η γιαγιά μου η Σταμάτα δεν την άντεχε την πόλη. Έμεινε εκεί στο χωριό, στου Κουρουνιού! Κι ο παππούς μου ο Γιάννης, κάθε που έπρεπε, έπαιρνε στο ώμο τα χρειαζούμενα και με τα πόδια, από τον δρόμο του Λογκανίκου, πήγαινε στο χωριό να δει τη "συζυγό" του Σταμάτα. Συνήθως μετά από κάθε τέτοια επίσκεψη γεννιόταν κι ένα παιδί! Κατοπινά, ο παππούς μου ο Γιάννης, έρχόταν τακτικά να του γράψω ένα γράμμα για τη γιαγιά. Δεν ήξερε γράμματα! Μόνο την υπογραφή του! Αυτός έλεγε κι εγώ έγραφα:
"Σύζυγε, Σταμάτα, χαίρε! Είμαι καλά και το ίδιο επιθυμώ και δια εσάς, να σας έβρει το γράμμα μου πλήρεις υγείας και χαράς..."! Δεν ξέρω από πού είχε αποστηθίσει αυτόν την καθαρευουσιάνικο πρόλογο ο παππούς μου ο Γιάννης! Ξέρω μόνο ότι τον επαναλάμβανε ευλαβικά σε κάθε επιστολή και με την ίδια ευλάβεια τον κατέγραφα κι εγώ κάθε φορά. Της "έλεγε", λοιπόν, της γιαγιάς μου τα νέα του και στο τέλος έπαιρνε με χαρά το μολύβι για να βάλει από κάτω το όνομά του:
Ιωάννης Κοντοές! Που σήμαινε: "Σύζυγε Σταμάτα, σ' αγαπάω, Σύζυγε Σταμάτα... κι ας μην στο 'χω πει ποτέ... Σύζυγε Σταμάτα"!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Κάθε τόσο έστελνε ένα καλάθι στο χωριό! Δε θυμάμαι τί έβαζε μέσα! Θυμάμαι μόνο πόσο όμορφα έραβε το πανί πάνω από το καλάθι! Κι ύστερα έβγαζε ένα χαρτονάκι από κουτί τσιγάρων από την τσέπη του και μου 'δινε να γράψω τη σύσταση:

Σταμάτα Κοντοέ
Χωρίον Κουρουνιού
Καρύταινα Γορτυνίας
ΑΡΚΑΔΙΑ

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Ούτε για φαΐ δεν ερχόταν το μεσημέρι στο σπίτι! Στο υπόγειο του μαγέρικου "ΑΒΕΡΩΦ" μαζί με το Δήμο: Μια μπουκιά ψωμί, μια μεριδούλα στα δύο, ένα κρασάκι και μετά πάλι στο πόστο! Ως το βράδυ!
"Έκλεινε" τότε το κασελάκι του στις σκάλες κάποιου υπογείου κι ερχόταν να αναπαυτεί.

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Με καρτερούσε, παιδί, πάντα με αγάπη (ήμουνα το πρώτο εγγόνι του)! Μου γυάλιζε τα παπούτσια και μετά μού 'βαζε στη χούφτα ένα ταλιράκι για να πάω σινεμά ή να φάω μια πάστα στου "Καίσαρη"!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Έζησε ήσυχα σαν άγγελος! Δεν έκανε κακό σε κανένα και κανένας δεν τον μίσησε. Το μόνο που έκανε ήταν να γυαλίζει παπούτσια εκεί στη γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου στη Σπάρτη. Έξω απ' το παλιό σινεμά "ΦΛΟΡΑΛ"!

Ο παππούς μου ο Γιάννης! Σαν γέρασε «πιάστηκαν» τα ποδαράκια του. Τόσα χρόνια στο σκαμνί…! "Καρφωμένος" στο κρεβάτι, "γύριζε" συνέχεια στο χωριό του! "Ζούσε" και "ξαναζούσε" όσα του 'λειψαν τόσα χρόνια! Κι ένα πρωί, ο παππούς μου ο Γιάννης, ήπιε μια κούπα γάλα και ύστερα "κοιμήθηκε"! Έτσι απλά!

Τον πήγαμε στο χωριό του τον παππού μου το Γιάννη! Τον κουβαλήσαμε στους ώμους μας τα εγγόνια του και τον θάψαμε σ' ένα αγνάντι, εκεί στον Αγιο - Νικόλα του Κουρουνιού. Λίγα χρόνια αργότερα «πήγε να τον βρει» η σύζυγός του Σταμάτα! Έζησαν χώρια στη ζωή, τους ένωσε ο θάνατος για πάντα!

Ο παππούς μου ο Γιάννης Κοντοές του Νικολάου από «Χωρίον Κουρουνιού, Καρύταινας Γορτυνίας Αρκαδίας. Ο πατέρας της μάνας μου.

-Παππού, μου λείπεις ακόμα!