Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Δεν θυμάμαι καθόλου πώς πρωτοπήγα στο σχολείο , εκείνο το πρωινό του Σεπτέμβρη του 1960 : Πήγα μόνος μου ; Με πήγε κάποιος απ’ τους γονείς μου ; Πήγα παρέα με άλλα γειτονόπουλα του Νέου Κόσμου ; Τίποτε ! Δεν θυμάμαι τίποτε . Ούτε τι ένιωθα θυμάμαι . Το μόνο που μου έχει μείνει είναι η ανάμνηση μιας γελαστής , καλοσυνάτης, όμορφης κυρίας με ταγιεράκι , που μας είπε ότι τη λένε κυρία Σοφία και που , μετά , μας πήρε εμάς τα πρωτάκια , κατά πώς η κλωσσομάνα τα πουλάκια της , και μας οδήγησε σε μια αίθουσα του παλιού 3ου Δημοτικού Σχολείου Σπάρτης . Μας είπανε μετά στο σπίτι πως το όνομά της , από τον άντρα της , ήτανε Σοφία Κωνστανταρόγιαννη , και χρειάστηκε να περάσουνε 10ετίες πολλές , για να μάθουμε (όσοι μάθαμε) πως στο πατρικό της λεγότανε Πολυχρονάκη και καταγότανε από τον Α. Νικόλαο Μελιτίνης Λακωνίας .
Το 3ο Δημοτικό Σχολείο Σπάρτης , τότε , ήταν ένα παλιό ισόγειο κτίριο με ταράτσα , σε σχήμα Π , που στο εσωτερικό του η αυλή ήτανε στεγασμένη και τη χρησιμοποιούσαμε για προσευχή και για διάλειμμα όταν έβρεχε . Βρισκότανε στη θέση που σήμερα είναι χτισμένο το 2ο Γυμνάσιο Σπάρτης , κοντά στη Μαγουλίτσα , και γειτόνευε με το παλιό Γυμνάσιο Θηλέων και το ξωκλήσι των Σχολείων , την Α. Αικατερίνη . Λέγανε οι παλιοί πως στην Κατοχή το 3ο Σχολείο ήτανε νοσοκομείο των Ιταλών και μάλλον έτσι ήταν αφού στη δυτική πλευρά του προαυλίου , κάτω από το τσιμέντο , υπήρχαν υπόγεια δωμάτια ένθεν κι ένθεν ενός μακρόστενου διαδρόμου . Αυτό το υπόγειο μέρος ήτανε φόβος και τρόμος για τα περισσότερα παιδιά . Μόνο οι πιο τολμηροί του σχολείου το προσεγγίζανε από ένα λαγούμι που είχε ξεμείνει ανοιχτό καταμεσής στο προαύλιο . Αφού περνούσανε τρέχοντας τον σκοτεινό υπόγειο διάδρομο , βγαίνανε από ένα άνοιγμα στα δυτικά και μετά μας λέγανε ιστορίες τρόμου για να μας φοβίσουνε .

Η κυρία Σοφία , λοιπόν , μας οδήγησε στην αίθουσά μας , που ήτανε η πρώτη στη σειρά , αφού ΟΛΕΣ οι αίθουσες των τάξεων , από την Α΄ έως την ΣΤ΄ , ήταν τοποθετημένες , στο 3ο Σχολείο , κατά σειρά . Έμπαινες πρωτάκι στην πρώτη αίθουσα και ξεσκόλιζες από την τελευταία .

Η αίθουσά μας ήτανε μια απλή τετράγωνη αίθουσα με καντριγιέ τζαμαρία στη μια μεριά, βγαλμένη λες από τις σελίδες του Αλφαβητάριου με τον Μίμη , την Άννα , την Έλλη και τη Λόλα . Σε σειρές , μέσα στην αίθουσα , ήτανε τα παλιά ξύλινα θρανία και μπροστά τους , στα δεξιά , ένα ξύλινο βάθρο με την έδρα και την καρέκλα της κυρίας Σοφίας , της δασκάλας μας .

Είχαμε ακούσει πως τούτη η κυρία ήταν από τις καλύτερες δασκάλες της Σπάρτης και πως είμαστε τυχεροί που θα μαθαίναμε τα πρώτα γράμματα μαζί της γιατί όσοι περάσανε από τα χέρια της προκόψανε στα γράμματα . Τότε η έκφραση: «μαθαίνω τα πρώτα γράμματα» ήτανε πέρα για πέρα αληθινή , αφού νηπιαγωγεία δεν υπήρχανε και οι γονείς στο σπίτι είχανε τόσες σκοτούρες από τη ζωή και τη βιοπάλη που δεν αδειάζανε να ασχοληθούνε μαζί μας και να μας μάθουνε πέντε χρήσιμα πράγματα πριν πάμε στο σχολείο . Ούτε το μολύβι δεν ξέραμε να πιάνουμε κι αυτό ήταν το πρώτο που μας έδειξε η κυρία Σοφία , λέγοντάς μας να το πιάνουμε έτσι όπως κάνουμε τον Σταυρό μας , με τα τρία δάχτυλα , και μάλιστα επέμενε πολύ και συνεχώς διόρθωνε όσα παιδιά το κρατάγανε με λάθος τρόπο . Έτσι , μετά από ένα μικρό διάστημα , ΟΛΟΙ οι μαθητές πιάνανε σωστά το μολύβι , για να γράφουνε όμορφα τα γραμματάκια που μας μάθαινε καθημερινά η κυρία Σοφία .
Το να μάθεις ένα καινούριο γραμματάκι δεν ήτανε καθόλου απλή και εύκολη υπόθεση . Η κυρία. Σοφία μας έλεγε μια ολόκληρη ιστορία – παραμύθι, πριν φτάσει σε μια λέξη «κλειδί» (πρότυπη λέξη) , η οποία είχε μέσα της το νέο γράμμα . Η κυρία Σοφία , με γνώση και υπομονή , μας βόηθαγε να φτάσουμε στο γράμμα αυτό , να το απομονώσουμε, να δούμε πώς γράφεται , να το περάσουμε από πάνω με το δάχτυλό μας , να το ζωγραφίσουμε , να «διαλύσουμε» τη γραμμένη σε χαρτονάκι λέξη με το ψαλιδάκι μας και να την ξαναφτιάξουμε , να βρούμε κι άλλες λέξεις με το γράμμα αυτό , κι όταν πια το νέο γράμμα είχε γίνει φίλος μας , το γράφαμε και το ξαναγράφαμε στην πλάκα με το κοντύλι , το αντιγράφαμε , μετά , στο τεσσεροχάρακο τετράδιο πολλές φορές μέχρι να το χωνέψουμε κι ύστερα πηγαίναμε στο ωραίο βιβλίο μας , το πολυαγαπημένο αλφαβητάρι , για να διαβάσουμε πολλές φορές το μάθημα που είχε το νέο γράμμα και να μας βάλει η κυρία Σοφία την Αντιγραφή και την Ορθογραφία . Μάλιστα η κυρία μας , για να διαπιστώσει αν ξέραμε πράγματι να διαβάζουμε τις λέξεις και δεν μαθαίναμε το μάθημα απ’ έξω σαν ποίημα , είχε ένα χαρτονάκι με ένα «παράθυρο» κομμένο στο κέντρο του , που το έβαζε πάνω στο κείμενο , απομόνωνε μια λέξη , σου έλεγε να τη διαβάσεις κι ύστερα κι άλλη κι άλλη . Έτσι καταλάβαινε ποια παιδιά μπορούσανε να συλλαβίζουνε και ποια όχι , ώστε μετά να τα βοηθήσει περισσότερο από τ’ άλλα .

Το αξέχαστο τεσσεροχάρακο τετράδιο ήταν το τετράδιο πρώτης γραφής που κανείς δεν μπόρεσε λογικά να εξηγήσει γιατί εξοβελίστηκε κάποτε από το σχολείο . Ήτανε ένα τετράδιο που , όπως έλεγε το όνομά του , είχε μέσα του σειρές με τέσσερις γραμμές για γράψιμο . Τα μικρά γράμματα τα γράφαμε μέσα στο περιθώριο που άφηναν οι δυο πρώτες γραμμές και τα κεφαλαία άρχιζαν από την πάνω γραμμή έως την κάτω . Έτσι μαθαίναμε να γράφουμε όμορφα , σωστά , ομοιόμορφα και πειθαρχημένα , πράγμα που συνεχιζότανε και όταν καταργούσαμε , στη Δευτέρα τάξη , το τεσσεροχάρακο τετράδιο .

Όσο εμείς γράφαμε η κυρία Σοφία γύριζε μέσα στην τάξη ανάμεσα στους διαδρόμους που αφήνανε τα θρανία , παρατηρούσε ΤΙ και ΠΩΣ γράφαμε , έσκυβε πάνω μας όταν έβλεπε κάποια αδυναμία ή δυσκολία , έδινε οδηγίες και πολλές φορές έπιανε το χέρι μας και το καθοδηγούσε στη σωστή γραφή . Εκείνη η στιγμή που η καλή μας η δασκάλα μάς έπιανε το χέρι και μας βοηθούσε , γέμιζε την ψυχή μας χαρά και αγαλλίαση και ένα αίσθημα ασφάλειας μας περιτριγύριζε , ότι εδώ είναι ένας άνθρωπος δικός μας , η Δασκάλα μας , που νοιάζεται για μας και μας πιάνει από το χέρι για να περάσουμε με ασφάλεια τις κακοτοπιές . Δε γυρίζαμε , από σεβασμό και παιδική ντροπή , να την κοιτάξουμε έτσι όπως τριγύριζε ανάμεσά μας . Ήτανε κάτι σαν τον Φύλακα Άγγελο , που τον νιώθεις κοντά σου μα δεν τον βλέπεις . Πού και πού άγγιζε τα κεφαλάκια μας μ’ ένα χάδι φευγαλέο , γιατί η κυρία Σοφία ήξερε πως η αγάπη πρέπει να δίνεται με μέτρο για να είναι αληθινή . Ούτε να σπαταλιέται χάνοντας αξία , ούτε να λείπει ακριβαίνοντας . Γνώριζε καλά η κυρία μας πως η αγάπη είναι φάρμακο . Πρέπει πάντα να παίρνεις τη σωστή δόση . Αν πάρεις λιγότερο δεν γιατρεύεσαι κι αν πάρεις περισσότερο θα σε βλάψει . Έτσι , αγνά και ανεπιτήδευτα , η κυρία μας , με την αγάπη , τη γνώση και το μεράκι της , έκανε τον γκρίζο , τότε , κόσμο μας , πολύχρωμο, γεμάτο αρώματα και γεύσεις και εικόνες και ζωγραφιές και μας έκανε , ακόμα , ν’ αγαπήσουμε το σχολείο , το διάβασμα και τη μάθηση . Σιγά – σιγά , μέρα με τη μέρα , βδομάδα τη βδομάδα , μήνα το μήνα , εκείνες οι «καλικαντζούρες» με τα κουλουράκια , τις γραμμές και τις μαγκουρίτσες έπαιρναν σχήμα και μορφή και νόημα και διαβάζαμε πια , στην αρχή συλλαβιστά μετά καλύτερα , τις ωραίες ιστορίες της οικογένειας του Μίμη , της Άννας της Έλλης και της Λόλας κι άνοιγε ο νους μας και πλάταινε και νιώθαμε την αξία των Γραμμάτων . Κι όταν πια τέλειωσε η αλφαβήτα και τα δίψηφα , η κυρία μας , που ήτανε πολύ μπροστά από την εποχή της σαν δασκάλα , μας είπε να πάμε στα βιβλιοπωλεία και να αγοράσουμε παραμυθάκια του «ΑΣΤΕΡΟΣ» για να εξασκούμαστε στο διάβασμα . Πήγαμε , λοιπόν , με τον μακαρίτη τον πατέρα μου , τον Παναγιώτη , στο βιβλιοπωλείο ΚΟΥΤΣΟΒΙΤΗ , μας άπλωσε ο κυρ-Τάσος μπροστά μας τα παραμυθάκια (Η κότα η κοτούλα , Τα τρία κουνελάκια , Το δειλό γατάκι , Το άτακτο σκυλάκι , κ.α.π.) κι εγώ διάλεξα το βιβλίο : «Η κότα , η κοτούλα». Γεμάτος χαρά πήγα στο σπίτι , ήτανε το πρώτο βιβλίο που έπιανα στα χέρια μου , και ρούφηξα , από την αρχή μέχρι το τέλος , το όμορφο , καλογραμμένο παραμυθάκι με τα ωραία μεγάλα γράμματα , τις απλές κι εύκολες προτάσεις και την πολύ όμορφη εικονογράφηση , που μίλαγε για μια χαζούλα κότα που της έπεσε ένα φασόλι στο κεφάλι και νόμισε πως ήτανε ο ουρανός και κίνησε βιαστικά να πάει να το πει στον βασιλιά . Στο δρόμο συνάντησε κι άλλα χαζούλικα πουλερικά , που την ακολουθήσανε , ώσπου πέσανε πάνω στην πονηρή την αλεπού , η οποία τα ξεγέλασε και τα πήγε στη φωλιά της , όπου και τα έφαγε μαζί με τα αλεπόπουλα . Μ’ αυτά και άλλα , η κυρία Σοφία , μας έκανε «αϊτούς» στο διάβασμα , στο γράψιμο και την ορθογραφία .
ΚΑΙ στην Αριθμητική , όμως , με σωστό , συστηματικό και οργανωμένο τρόπο (βιβλία δεν υπήρχανε) μας μάθαινε τους αριθμούς με τη σειρά και τις πράξεις , πρώτα μέσα στη δεκάδα και μετά μέχρι το είκοσι , βάζοντάς μας να φέρνουμε από το σπίτι οδοντογλυφίδες που μ’ αυτές κάναμε εξάσκηση : Τις δέναμε δέκα- δέκα με μια κλωστή και φτιάχναμε τις δεκάδες ενώ οι άλλες , οι χύμα , ήτανε οι μονάδες . Είχαμε και τα ατομικά μας αριθμητήρια με τις χάντρες , αλλά είχε και η κυρία Σοφία ένα μεγάλο σχολικό αριθμητήριο με πολύχρωμες , μεγάλες , ξύλινες χάντρες και πάνω σ’ αυτό μας εξηγούσε τους αριθμούς και τις πράξεις κι όταν μας σήκωνε στον πίνακα το χρησιμοποιούσαμε κι εμείς . Ήτανε και κάτι σαν παιχνίδι να σπρώχνουμε τις χάντρες με λίγη δύναμη παραπάνω και να βροντάει η μία πάνω στην άλλη . Ήτανε σαν το αριθμητήριο να μας μιλούσε και να μας έλεγε τα μυστικά των αριθμών . Τέλος , η κυρία , είχε κρεμάσει στον τοίχο κι έναν σχολικό χάρτη αριθμητικής , με ζωάκια , λουλουδάκια , κλπ , που έδειχνε τους αριθμούς και τις πράξεις . Ούτε θυμάμαι πόσα τετράδια αριθμητικής , εκείνα με τα κουτάκια , είχαμε γεμίσει με αριθμούς και πράξεις , αφού η κυρία Σοφία ήθελε να μάθουμε καλά τους αριθμούς και τις πρώτες πράξεις μέσα στην 20άδα .

- Άμα μάθετε και καταλάβετε καλά τις πράξεις μέχρι το είκοσι , μετά μη φοβόσαστε τίποτα , μας έλεγε κάθε τόσο .

Και δεν ήτανε μόνο τα μαθήματα : Η κυρία Σοφία μας έμαθε να κάνουμε φίλους και να τους σεβόμαστε κι αν κάποτε μαλώνουμε να λέμε συγγνώμη , να σεβόμαστε , ακόμα , τους μεγαλύτερους , να λέμε πάντοτε την αλήθεια , να ακούμε τους γονιούς και τους δασκάλους μας , να αγαπάμε την Πατρίδα μας και να βαδίζουμε πάντα το δρόμο του Θεού .

Αγαπημένο μας μάθημα , τότε , ήτανε και η Πατριδογνωσία . Το βιβλίο της Πατριδογνωσίας το είχαμε αγοράσει , κι αυτό , από το βιβλιοπωλείο μιας και τότε τα βιβλία δεν ήταν δωρεάν . Είχε ωραίες εικόνες και από κάτω ένα κειμενάκι κάθε φορά παρμένο από τη ζωή και το περιβάλλον των παιδιών , ώστε με απλό και αυθόρμητο τρόπο μαθαίναμε μαζί με τη δασκάλα μας ωραία και χρήσιμα πράγματα . Πολλές φορές η κυρία Σοφία , όταν ανοίξιαζε , μας έπαιρνε και πηγαίναμε εκεί στην καταπράσινη όχθη της γειτονικής Μαγουλίτσας , απέναντι από το εργοστάσιο ΤΣΑΠΑΡΑ με την ψηλή καμινάδα , μας έβαζε να κάτσουμε στις όχθες , πάνω στις στρογγυλές ασπρουδερές ποταμόπετρες , κάτω από τους ευκαλύπτους , ανάμεσα στις λυγιές και τις άλλες πρασινάδες και μας έκανε μάθημα . Πόσο το ευχαριστιόμαστε δεν λέγεται !!! Βλέπαμε το ποτάμι να κελαρύζει , νιώθαμε το αεράκι της άνοιξης στα μάγουλά μας , μυρίζαμε τα λουλούδια , ακούγαμε τα πουλάκια να κελαηδάνε στα δέντρα και στα χαμόκλαδα , καμιά φορά ματιάζαμε καμιά χελώνα , κανένα σκαντζόχοιρο , ψαράκι , βάτραχο ή καμιά γουστέρα , ο ήλιος έλαμπε μέσα στα μάτια μας και η φωνή της κυρίας Σοφίας , ζεστή , απλή , κατανοητή , μας μάθαινε για την κοίτη του ποταμού , για τις όχθες , για τις πηγές , για τους παραπόταμους , για τη συμβολή και την εκβολή , για τα ζώα και τα φυτά που ζουν μέσα και κοντά στα ποτάμια , για το πόση σημασία έχουνε τα ποτάμια για τη ζωή των ανθρώπων … .

Αυτά τα μαθήματα ήτανε , κατά πώς τα είπανε κατοπινά οι παιδαγωγοί , «βιωματική μάθηση» , μάθηση που η κυρία μας ήξερε , πριν εκείνοι την ανακαλύψουν . Να , γιατί λέγαμε , κι ακόμα λέμε , πως η κυρία μας της πρώτης δημοτικού , η κυρία Σοφία Κωνστανταρόγιαννη , ήτανε μπροστά από τον καιρό της , μια Δασκάλα με δέλτα κεφαλαίο , που μας έμαθε γράμματα και σφράγισε θετικά την κατοπινή εξέλιξή μας και τη ζωή μας , όποιον δρόμο κι αν τράβηξε ο καθένας και η καθεμιά .

Με την κυρία μας κάναμε και Ιχνογραφία και Χαρτοκολλητική . Κάθε μέρα στη σάκα μας είχαμε το μπλοκ της ιχνογραφίας κι ένα κουτί με ξυλομπογιές . Όταν η κυρία έλεγε : «παιδάκια , βάλτε μέσα τα βιβλία και τα τετράδια και βγάλτε την ιχνογραφία σας» νιώθαμε μια χαρά μεγάλη και σε λίγα λεπτά , με το μολύβι και τις ξυλομπογιές στο χέρι σχεδιάζαμε και μπογιατίζαμε με προσοχή και αφοσίωση σπιτάκια με κόκκινες στέγες ,με καμινάδες , πόρτες και παραθύρια , παιδάκια που παίζανε απ’ έξω και μανάδες που τα προσέχανε από κοντά , δέντρα , λουλούδια , πρασινάδες , πουλάκια , γαλανούς ουρανούς με ήλιους κατακίτρινους που χαμογελάγανε και σύννεφα μπαμπακένια , πράσινα βουνά μακριά στον ορίζοντα κ.α. . Άλλες φορές η κυρία Σοφία μας έβαζε να κάνουμε χαρτοκολλητική . Από τα βιβλιοπωλεία αγοράζαμε τις καρτέλες χαρτοκολλητικής που αποτελούνταν από ένα χαρτονάκι που πάνω του είχε σχεδιασμένη κάποια ζωγραφιά . Η ζωγραφιά αυτή , σχεδιασμένη σε κομμάτια πάνω σε χρωματιστά γλασέ χαρτιά , ήτανε καρφιτσωμένη πάνω στο χαρτονάκι. Αν στο σκίτσο του χαρτονιού υπήρχε , ας πούμε ένα δέντρο , θα έβρισκες το φύλλωμά του τυπωμένο σε πράσινο γλασέ χαρτί και τον κορμό του σε καφετί . Εμείς στο σχολείο , κάτω από την επιτήρηση της κυρίας Σοφίας , η οποία βόηθαγε όταν κάποιο παιδί δυσκολευότανε , ξεκαρφιτσώναμε τα γλασέ χρωματιστά χαρτάκια , κόβαμε με το ψαλιδάκι μας ένα κομμάτι της ζωγραφιάς , μετά του βάζαμε από πίσω κόλλα και το κολλάγαμε στην κατάλληλη θέση πάνω στο χαρτονάκι . Η κόλλα αυτή ήτανε , τότε , η μοναδική κατάλληλη κόλλα για σχολική χρήση . Τη λέγανε αραβικό κόμμι , ήτανε διάφανη και ρευστή , μέσα σε πλαστικά κυλινδρικά μπουκαλάκια, που στο πάνω μέρος είχανε ένα πορτοκαλί πλαστικό καπάκι με μια σχισμή, που όταν το πίεζες λιγάκι , άνοιγε η σχισμή και άφηνε να τρέξει η κόλλα , την οποία πασάλειβες πάνω στο χαρτί με το ίδιο το καπάκι , που είχε το κατάλληλο - γι’ αυτή τη δουλειά - σχήμα . Όταν τέλειωνε η χαρτοκολλητική , είχαμε ένα ωραίο πολύχρωμο θέμα πάνω στο χαρτόνι , κομμένο και κολλημένο κομμάτι – κομμάτι , ενώ τα δάχτυλά μας ήτανε γεμάτα κόλλα ξεραμένη από τα κολλήματα και το πάτωμα της αίθουσας , μαζί και το πατάκι του παλιού ξύλινου θρανίου , γεμάτα με τα ψαλιδισμένα αποκόμματα , δουλειά παραπάνω για την καημένη την καθαρίστρια που θα ’ρχότανε μετά το σχόλασμα για να σκουπίσει την τάξη μας . Τα αγόρια , συνήθως , διαλέγαμε για χαρτοκολλητική ήρωες του ’21 , ενώ τα κορίτσια θέματα , κυρίως , από τη φύση : λουλούδια , πουλιά , πεταλούδες , τοπία κ.α.

Κάποια στιγμή , κάπου εκεί στα 1960 , ένας φωτογράφος εμφανίστηκε στο σχολείο για να μας τραβήξει αναμνηστικές φωτογραφίες . Με τη βοήθειά μας έβαλε μπροστά στον τοίχο του προαυλίου θρανία και καρέκλες , μας έστησε σε τέσσερις ζώνες ώστε να φαινόμαστε όλοι , έβαλε στη μέση και μια καρέκλα για να καθίσει και η κυρία μας , πήρε θέση μετά , σήκωσε τη βαριά μαύρη μηχανή μας είπε να χαμογελάσουμε και μας τράβηξε τη φωτογραφία : Η κυρία Σοφία Πολυχρονάκη – Κωνστανταρόγιαννη , με τα σαράντα πέντε «κοτοπουλάκια» της !!! Όταν πήρα στα χέρια μου τη φωτογραφία αυτή , «ΣΧΟΛΙΚΟΝ ΕΝΘΥΜΙΟΝ 1960-61» , συμπλήρωσα κι εγώ από κάτω με στυλό : «ΤΑΞΙΣ πρότης» κι άφησα αυτό το λάθος μου αδιόρθωτο εδώ κι εξήντα χρόνια πάνω στην αγαπημένη μου φωτογραφία , γιατί μερικά λάθη στη ζωή ΠΡΕΠΕΙ να μένουν αδιόρθωτα . (Εγώ , στη φωτογραφία , είμαι στην πάνω σειρά , 4ος από αριστερά)

Και τραγουδάκια μαθαίναμε με την κυρία Σοφία όταν το πρόγραμμα , συνήθως απόγευμα , έλεγε «Ωδική» . Η κυρία μας ήξερε πολλά και ωραία σχολικά τραγουδάκια , μας έγραφε τα λόγια στον πίνακα , μας τα τραγουδούσε πρώτα με τη ζεστή και ωραία φωνή της , μετά τραγουδούσαμε μαζί (δυνατά η κυρία , σιγά εμείς) κι όταν πια είχαμε μάθει το τραγούδι αντηχούσε το σχολείο από τις στεντόρειες φωνές σαράντα πέντε «χελιδονιών» :

«Πώς ήθελα να ήμουν λουλουδάκι

Την άνοιξη ν’ ανθίζω στον αγρό !

Τριαλαλα Τριάλαλα

Την άνοιξη ν’ ανθίζω στον αγρό !»

Μαθαίναμε , όμως , και προσευχές , που τις λέγαμε – όλοι μαζί – τραγουδιστά , στην πρωινή προσευχή του σχολείου :

«Συ που κόσμους κυβερνάς

Και ζωή παντού σκορπάς

Άκου τούτη τη στιγμή

Των παιδιών Σου τη φωνή.

Φώτιζε μας τη ψυχή,

στο καλό, την αρετή.

Δίνε μας από ψηλά,

Θάρρος, δύναμη, χαρά.

Για να ζούμε εδώ στη γη,

με γαλήνη, με τιμή,

Και να υμνούμ' αιώνια Σε,

Πάνσοφε, Δημιουργέ!»

Η κυρία Σοφία στα διαλείμματα , συνήθως , δεν πήγαινε στο γραφείο να πιει καφέ με τους άλλους δασκάλους και να ξεκουραστεί . Προτίμαγε να είναι μαζί μας στο προαύλιο, να μας προσέχει , να προλαβαίνει τις αταξίες μας , να μας ησυχάζει όταν είμαστε έτοιμοι ν’ «αρπαχτούμε» και να μας συμβουλεύει να πίνουμε το γάλα του συσσιτίου που μας σέρβιρε στο κατσαρολάκι μας , από το καζάνι , με την κουτάλα , η επιστάτρια -καθαρίστρια του σχολείου , η αξέχαστη και πολυαγαπημένη μας κυρα - Χριστίνα , και να μην το χύνουμε «ασβεστώνοντας» τους μαντρότοιχους του σχολείου . Ακόμα μας έλεγε , η κυρία μας , να τρώμε το ολλανδικό τυρί (κι αυτό του συσσιτίου) και να μην το πετάμε , γιατί ήτανε θρεπτικό κι ας μη μας άρεσε η ξενοτική , παράξενη γεύση του και πως πρέπει να παχύνουμε λιγάκι , έτσι που μας έβλεπε με τα λιγνά σαν τα καλάμια ποδαράκια μας και τα αδύναμα κορμιά μας . Γιατί , βλέπετε , η κυρία Σοφία δεν δίδασκε μόνο στην τάξη . Δίδασκε κι έξω απ’ αυτήν , σε κάθε στιγμή της ζωής της . Ίσως κάποιοι, τότε , λέγανε : «αυτή είναι η δουλειά της». Εμείς όμως , τα 7χρονα παιδάκια του ’60 , ξέραμε καλά , πως κάθε πρωί που περνούσε η κυρία μας την πόρτα της τάξης , έφερνε και μας χάριζε ένα κομμάτι απ’ την ψυχή της . Κι αυτό ήτανε κάτι που δεν πληρωνότανε μ’ όλα τα λεφτά του κόσμου .
Η πιο μεγάλη όμως συμπαράσταση της κυρίας Σοφίας ήτανε όταν ερχότανε για τη βατσίνα ο σχολίατρος , ο κ. Καπετανάκος , ένας ψιλόλιγνος , ξερακιανός κύριος με ρεμπούκλα , πάντα κουστουμαρισμένος , που αργότερα τον προλάβαμε και σαν καθηγητή στο Γυμνάσιο Αρρένων . Βατσίνα ήτανε το στρογγυλό σημάδι που άφηνε στο μπράτσο των αγοριών και στον μηρό των κοριτσιών το εμβόλιο (δαμαλισμός) που κάνανε τότε στα σχολεία για τη φοβερή αρρώστια της ευλογιάς . Ο σχολίατρος , ο κ. Καπετανάκος , καθότανε στο μικρό γραφείο του 3ου Σχολείου , άπλωνε πάνω σε ένα τραπέζι τα σύνεργά του και ύστερα τα παιδιά , ένα – ένα , με σηκωμένο το μανίκι ως τον ώμο τα αγόρια και σηκωμένη διακριτικά την ποδιά τα κορίτσια , περνάγανε από μπροστά του για να τους κάνει το εμβόλιο . Ο γιατρός είχε μια βελόνα διχαλωτή σαν την πένα μελάνης του κοντυλοφόρου , τη βούταγε μέσα στο εμβόλιο και μετά έξυνε και τρύπαγε το μπράτσο ή το πόδι πολλές φορές , για να περάσει το υγρό στον οργανισμό μας . Εκεί ακριβώς γινότανε το «έλα να δεις» , ιδιαίτερα από εμάς τα πρωτάκια : Πανικός, φόβος , φωνές , κλάματα , λιποθυμίες κάποιες φορές … Ευτυχώς για μας η κυρία Σοφία ήτανε δίπλα μας σαν μάνα , μας καθησύχαζε με λόγια γλυκά , μας κράταγε το χέρι να μην κουνηθούμε , σκούπιζε τα δάκρυά μας , μας χάιδευε τα κεφάλια μας και καμιά φορά μας έδινε κι ένα φιλί . Όταν τέλειωνε η βατσίνα (ο δαμαλισμός) , μετά από 3-4 μέρες , αν ο εμβολιασμός ήτανε πετυχημένος , αναπτυσσότανε ένα κόκκινο σημάδι και μια φοβερή φαγούρα στο σημείο του εμβολίου και ύστερα μια μεγάλη φυσαλίδα που γέμιζε με πύον . Μετά η φυσαλίδα άρχιζε να στεγνώνει και να ξεραίνεται και κατόπιν έπεφτε η κόρα , αφήνοντας μια μικρή ουλή που ακόμα στολίζει , και θα στολίζει για πάντα , τα μπράτσα των κάποτε αγοριών και τα πόδια των κάποτε κοριτσιών. Λοιπόν , η κυρία Σοφία , και σ’ αυτό το κατοπινό στάδιο της βατσίνας , ήτανε πάντα κοντά και από πάνω μας , να μην ξύνουμε την πληγή του εμβολίου μέχρι να θρέψει , μας ρώταγε αν πονάμε , μας έβαζε το χέρι στο κούτελο να δει μήπως έχουμε πυρετό , μας έδινε συμβουλές τι να προσέχουμε , μας εξήγαγε γιατί κάναμε το εμβόλιο και τι ήτανε η αρρώστια της ευλογιάς και , γενικά , έκανε στο σχολείο ό,τι θα έκανε και η μάνα μας για μας , κι ακόμα παραπάνω .
Μεγάλο πανηγύρι κάναμε τα πρωτάκια , αλλά κι όλο το σχολείο , όταν πηγαίναμε εκδρομή – περίπατο . Το 3ο Σχολείο πήγαινε , συνήθως , εκδρομή στα πράσινα λιβάδια και στις ελιές εκεί στο αραιοκατοικημένο , τότε , Χατίπι , συνήθως κοντά στο εργοστάσιο πορτοκαλιών του ΣΠΕΣ , που είχε και χώρο για να παίζουνε τα αγόρια ποδόσφαιρο . Εκεί , μαζί με την κυρία μας , παίζαμε , τραγουδάγαμε , ζωγραφίζαμε , μαζεύαμε λουλούδια , χορταίναμε ήλιο , ομορφιά και καθαρό αέρα και μετά , σε μακριά παράταξη , γυρίζαμε στο σχολείο μας τραγουδώντας , με το μυαλό ζαλισμένο από την άνοιξη των εφτά χρόνων μας . Θυμάμαι που η κυρία Σοφία μας έλεγε να πούμε το τραγούδι : «Ήτανε ένα μικρό καράβι» , που ήτανε το αγαπημένο τραγούδι των εκδρομών μας . Και τότε αντιβούιζε ο τόπος από ουρανομήκεις κραυγές , ποιος θα νικήσει ποιον . Γιατί το τραγούδι αυτό είχε ένα ρεφραίν που πείραζε τα αγόρια κι ένα ρεφραίν που πείραζε τα κορίτσια . Τα αγόρια , ας πούμε , τραγουδάγανε :

«Και τότε ρίξανε τον κλήρο

να δούνε ποιος θα φαγωθεί .

Κι ο κλήρος πέφτει στα κορίτσια

πού ήταν σαν μπαμπόγριες»

Απ’ τη μεριά τους τα κορίτσια τραγουδάγανε :

«Και τότε ρίξανε τον κλήρο

να δούνε ποιος θα φαγωθεί .

Κι ο κλήρος πέφτει στα αγόρια

που ήταν σαν σκυλόψαρα.»

Νικητρια , τελικά , ήτανε η ομάδα (κορίτσια ή αγόρια) που θα ακουγότανε πιο δυνατά το δικό της ρεφραίν : το … «μπαμπόγριες» ή τα… «σκυλόψαρα» .

Τώρα , πώς ένα τραγούδι «κανιβαλικό» … «και τότε ρίξανε τον κλήρο – να δούνε ποιος θα φαγωθεί» έχει , διαχρονικά , καθιερωθεί σαν το δημοφιλέστερο σχολικό τραγούδι ΟΛΩΝ των εποχών είναι κάτι που δεν το γνωρίζω . Σίγουρα όμως , τότε , τα πράγματα (γενικώς) ήταν «σταράτα» και δεν υπήρχε στην κοινωνία , στα παιδιά και στο σχολείο η σημερινή «καθωσπρεπική υποκρισία» , που «διυλίζει τον κώνωπα και καταπίνει την κάμηλον» .

Με τούτα και με τ’ άλλα πέρασε εκείνη η σχολική χρονιά του 1960-61 , στο παλιό 3ο Δημοτικό Σχολείο Σπάρτης . Κάναμε και τις σχολικές επιδείξεις ενώπιον των γονέων για το τέλος των μαθημάτων με τα λευκά φανελάκια τα κοντομάνικα , τα λευκά κοντά παντελονάκια , τα καλτσάκια τα λευκά και τα πάνινα παπούτσια τα βαμμένα άσπρα με το στουπέτσι , και ύστερα με το ενδεικτικό στο χέρι αποχαιρετίσαμε το σχολείο και την κυρία Σοφία και μπήκαμε στον μαγικό κήπο του καλοκαιριού .

Την επόμενη χρονιά , στη Δευτέρα τάξη , ξαναείχαμε την κυρία Σοφία δασκάλα . Χτίσαμε μαζί τα θεμέλιά μας γερά , και μετά πια αποχαιρετιστήκαμε , αφού στην Τρίτη και την Τετάρτη μας πήρε η κυρία Άννα Μαστραποστόλη και στην Πέμπτη κι Έκτη ο άντρας της ο κυρ – Βαγγέλης Μαστραποστόλης . Δυο ολόκληρα χρόνια , στα καλύτερά μας , η κυρία Σοφία μας πήρε στη βαρκούλα της και μας ταξίδεψε ταξίδια όμορφα και μακρινά, από αυτά που μόνο μια καλή δασκάλα μπορεί να σου μάθει να ταξιδεύεις . Την κυρία Σοφία , πια , τη βλέπαμε μόνο στα διαλείμματα και πάντα μας χάριζε το ζεστό της χαμόγελο και τον καλό της το λόγο , ρωτώντας μας πώς τα πάμε στα μαθήματα κι αν είμαστε καλοί μαθητές , έτσι όπως πάσχισε να μας κάνει από τα πρώτα μας σχολικά βήματα . Και το ’βλεπες πόσο χαιρότανε όταν άκουγε «καλά , κυρία» , από τα μάτια της που λάμπανε από εκείνη την ικανοποίηση που ΜΟΝΟ οι δάσκαλοι μπορούνε να νιώσουνε , όταν μαθαίνουνε την προκοπή των μαθητών τους .

Όταν πήγαμε στο Γυμνάσιο χάσαμε τα ίχνη της κυρίας Σοφίας όμως στην τελευταία τάξη, 1971-72 - ΣΤ΄ Γυμνασίου , η τύχη κανόνισε έτσι ώστε να πάρουμε καθηγητή στα Αρχαία τον άντρα της , τον θρυλικό Γιάννη Κωνστανταρόγιαννη , στον τελευταίο χρόνο της θητείας του . Ο φόβος και το δέος που προκαλούσε το όνομά του που ερχότανε σαν θρύλος από τη 10ετία του ’40 μεταβλήθηκε γρήγορα σε μια ανθρώπινη και ζεστή σχέση δασκάλου-μαθητή , σχέση τέτοια , ώστε ακόμα και σήμερα η πρώτη γυμνασιακή μας ανάμνηση που ανασύρεται από το συρτάρι του χρόνου είναι εκείνη του «Γιάννη» . Ένας καθηγητής ευρυμαθής , αυθεντικός , καταρτισμένος , ετοιμόλογος , οξύνους , φλογερός και ασυμβίβαστος , που στον τελευταίο χρόνο του Γυμνασίου , τράβηξε την κουρτίνα από τα μάτια μας και μας αποκάλυψε τη μαγεία , την αλήθεια και την ομορφιά της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας και Γραμματείας . Μέσω του κ. Κωνστανταρόγιαννη μαθαίναμε – ακροθιγώς - νέα για την κυρία Σοφία όσοι γυμνασιόπαιδες είμαστε κάποτε μαθητές της , καθώς και για τον γιο τους , τον Παναγιώτη , που , αν και μικρότερος από μας , είχε γίνει φίλος με αρκετούς μαθητές της μητέρας και του πατέρα του .
Μετά το Γυμνάσιο μπήκαμε πια στον σκληρό στίβο της ζωής , πέσαμε , σηκωθήκαμε , γελάσαμε , κλάψαμε , απογοητευθήκαμε , ελπίσαμε , λαβωθήκαμε , γιατρευτήκαμε (;) κάποιοι τα ’βγαλαν πέρα , άλλοι όχι , μετρήσαμε και μετράμε απουσίες … πάντα όμως , σαν φύλακας άγγελος , στεκότανε κοντά μας η ανάμνηση της κυρίας μας , της κυρίας Σοφίας Κωστανταρόγιαννη . Ο άνεμος της ζωής , από καιρού εις καιρόν , μας έφερνε νέα της , που τα μοιραζόμαστε όταν βρισκόμαστε οι παλιοί μαθητές της . Με θλίψη απέραντη μάθαμε ότι πέθανε στις 4 Φεβρουαρίου 1989 ο άντρας της και καθηγητής μας Γιάννης Κωνστανταρόγιαννης και τάφηκε στο χωριό του , την Παλαιοπαναγιά . Η κυρία μας , η κυρία Σοφία , ήτανε γερό σκαρί και άντεξε - όσο την άφησε ο Θεός - το μεγάλο ταξίδι . Ήρεμα , πλήρης ημερών και γεμάτη από αγάπη έκλεισε τα ματάκια της στις 2 Ιουλίου 2016 , σε ηλικία 94 χρόνων .

Έφυγε έτσι όπως φεύγουν οι άξιοι άνθρωποι της ζωής , εκείνοι που ζουν για να προσφέρουν στους άλλους , αφήνοντας πίσω της σπαρμένο πολύ γόνιμο σπόρο , που σήμερα έχει καρπίσει και σίγουρα βοηθάει την κοινωνία να γίνεται καλύτερη .

Σήμερα , εμείς τα πρωτάκια του παλιού 3ου Δημοτικού Σχολείου Σπάρτης του 1960-61 , εμείς οι μαθητές της κυρίας Σοφίας , εξήντα πέντε χρόνων πια , κοιτάζουμε εκείνη την παλιά μαθητική φωτογραφία με την κυρία μας στη μέση και ξαναγινόμαστε παιδιά . Ξαναγινόμαστε νιόβγαλτα ξεπεταρούδια έτοιμα να κάτσουμε στην άκρη ενός κλαδιού και να δοκιμάσουμε τα φτερά μας . Και γεμίζει η ψυχή μας μέλι και ψιθυρίζουμε στην κυρία Σοφία , την κυρία μας , ένα μεγάλο «σ’ αγαπώ» κι ένα , επίσης μεγάλο , «ευχαριστώ» , όχι μόνο γιατί μας έμαθε γράμματα και μας έκανε καλούς ανθρώπους , αλλά και γιατί μας χαμογέλασε και μας χάιδεψε ακόμα και τις μέρες που δεν μπορέσανε οι γονιοί μας , επειδή μας φύτεψε τον σπόρο στην καρδιά και στο νου και τον πότισε , επειδή, κάθε φορά που έβλεπε φλόγα , μας έβαζε φωτιά λυτρωτική και ζωογόνα .

Και πάνω απ’ όλα της λέμε «ευχαριστώ», γιατί ποτέ δεν ξεχνάμε πως εκείνο το άλφα από το οποίο αρχίζει η λέξη «άνθρωπος» και η λέξη «αγάπη» μας το έμαθε η κυρία μας , η κυρία Σοφία Πολυχρονάκη – Κωνστανταρόγιαννη από τον Α. Νικόλαο Μελιτίνης Λακωνίας.

Ας είναι η ψυχούλα της αναπαυμένη και η μνήμη της παντοτινή .