Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Φωτογραφία καρτ – ποστάλ της Σπάρτης (Λεωφόρος Κ. Παλαιολόγου) του 1948 . Ωραία φωτογραφία σε μια πολύ άσχημη εποχή . Στα 1948 ο εμφύλιος βρισκόταν στην κορύφωσή του με γενίκευση των συγκρούσεων σ’ ολόκληρη την Ελλάδα , οι απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες (και απ’ τις δύο πλευρές) αυξάνονταν δραματικά και το χάσμα στην ελληνική κοινωνία - λόγω της εμφύλιας σύρραξης - είχε διευρυνθεί . Οι Σπαρτιάτες της εποχής (όπως κι όλοι οι Έλληνες) πάσχιζαν να ζήσουν την καθημερινότητα αλλά το χαμόγελο ήταν φοβισμένο και πικρό .

Κάποια μέρα αυτής της «μαύρης» χρονιάς ένας επαγγελματίας φωτογράφος έστησε στην Παλαιολόγου τη μεγάλη επαγγελματική διπλή σκάλα φωτογράφησης , ανέβηκε στο κεφαλόσκαλό της και «τράβηξε» αυτήν τη φωτογραφία-καρτ ποστάλ του κέντρου της πόλης , με όψη προς τον βορρά , κρατώντας στην αιωνιότητα μια στιγμή της ζωής της Σπάρτης , πριν από 73 χρόνια !!!

Αριστερά στη φωτογραφία διακρίνεται το γωνιακό θρυλικό βιβλιοχαροπωλείο και κατάστημα παιχνιδιών ΤΖΑΒΙΔΟΠΟΥΛΟΥ και μπροστά του ένα από τα παλαιά περίπτερα της πόλης , διασταύρωση Παλαιολόγου και (σημερινή) Κλεομβρότου . Αμέσως μετά δεσπόζει το ιστορικό ξενοδοχείο ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ (έτος ανέγερσης 1935) το οποίο είναι ακόμα 3ώροφο (ο 4ος σημερινός όροφος προστέθηκε στη 10ετία του ’50). Το ξενοδοχείο , στην εποχή αυτή , είναι ακόμα επιταγμένο από τον Ελληνικό Στρατό . Ουσιαστικά πρόκειται για την 4η κατά σειρά επίταξή του μετά από εκείνες των Γερμανών κατακτητών (1941) , του ΕΛ. Α . Σ . (1943) και των Ταγμάτων Ασφαλείας (1944) . Στο ισόγειο του ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ , στην εποχή της φωτογραφίας , στεγαζόταν η Εθνική Τράπεζα , το καφε-γαλακτο-ζαχαροπλαστείο του Θεόδωρου Ράπτη και το ΚΤΕΛ Λακωνίας . Τα τραπεζάκια στην πάνω γωνία του ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ , έξω από το καφε-γαλακτο-ζαχαροπλαστείο και το ΚΤΕΛ , είναι γεμάτα κόσμο , ενώ παραπάνω από το ΜΕΝΕΛΑΪΟΝ διακρίνονται ωραία διώροφα νεοκλασικά σπίτια με κεραμοσκεπή , από τα οποία δεν διασώζεται , σήμερα , κανένα. Η λεωφόρος Παλαιολόγου τελειώνει εκεί που σήμερα βρίσκεται το Δημοτικό Στάδιο, το οποίο , τότε , δεν υπήρχε , αφού διαμορφώθηκε στα μέσα της 10ετίας του ’50 .
Οι φοίνικες στις νησίδες της Παλαιολόγου , φυτεμένοι κάπου στα 1935 επί δημαρχίας ΗΛ. ΓΚΟΡΤΣΟΛΟΓΟΥ , είναι , ήδη , 13 ετών κι «έχουν ρίξει μπόι» . Η κεντρική λεωφόρος είναι έρημη παντελώς από αυτοκίνητα , όμως κυκλοφορεί ένα γαϊδουράκι (!!!) με την κυρά του στο πλάι (προφανώς κατέβηκαν από κάποιο χωριό για δουλειές ή ψώνια στην πρωτεύουσα) , μαζί και τρία ποδήλατα κι άλλο ένα παρκαρισμένο κοντά στο περίπτερο . Στα δεξιά του πεζοδρόμιου είναι αραγμένο το καρότσι κάποιου αχθοφόρου , που περιμένει πελάτες από το αντικρινό ΚΤΕΛ .
Οι διαβάτες μόλις είδαν τον φωτογράφο να στήνει τη σκάλα συγκεντρώθηκαν μπροστά του για να μείνουν στην ιστορία , έστω κι αν ποτέ δεν θα είχαν ένα αντίγραφο αυτής της φωτογραφίας στα χέρια τους : Νέοι , μεσήλικες , παιδιά , γέροι , βιοπαλαιστές , απλοί περαστικοί της στιγμής , δυο λευκοφορεμένοι (κουρείς (;) …υπάλληλοι φαρμακείων (;)) , καθώς και δυο πλανόδιοι μικροπωλητές με τις λευκές μπροστοποδιές τους και τους ταβλάδες γεμάτους κουλούρια στο χέρι . Αναγνωρίσιμος ο ένας απ’ αυτούς , εκείνος με τον υψωμένο , στα χέρια , ταβλά , στο κέντρο της φωτογραφίας : Πρόκειται για τον θρυλικό βιοπαλαιστή της Σπάρτης μπαρμπα – Βαγγέλα (Ευάγγελο Κολλιάκο) - κουλούρια , παγωτά , αναψυκτικά , ξηροί καρποί , ζαχαρωτά , μαντζούνια κ.α. - , ο οποίος από το 1920 (περίπου) μέχρι το 1981 που σκοτώθηκε σε τροχαίο «εν ώρα υπηρεσίας» , όργωσε τους δρόμους , τις γειτονιές και την πλατεία της Σπάρτης , πουλώντας την πραμάτεια του, δημιουργώντας μιαν αξιαγάπητη φιγούρα της πόλης που η μνήμη της δεν θα σβήσει ποτέ .
Ενδεχόμενα , (αν δεν με γελάει το χτυποκάρδι και η πεθυμιά της μνήμης) να είναι στη φωτογραφία αυτή κι ο παππούς μου , από τη μάνα μου , ο Γιάννης Κοντοές (εκείνος με το κασκέτο στη δεξιά γωνία του παρτεριού , φάτσα) που βρέθηκε από το χωριό του (Κουρουνιού Καρύταινας Αρκαδίας) στη Σπάρτη κι έζησε εδώ όλη του τη ζωή , δουλεύοντας λούστρος με το κασελάκι του στη γωνία του ΦΛΟΡΑΛ .

«Μια φωτογραφία μόνο
σε θυμίζει τώρα πια
μια αφιέρωση δική σου
που στα μάτια με κοιτά»