Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Κάθε που κοντοζυγώνει η Λαμπροβδομάδα , ένα γεροντάκος κλειδοκράτορας, ασπροντυμένος , κατεβαίνει από τον Έβδομο Ουρανό και μ’ ένα μεγάλο χρυσό κλειδί , ξεκλειδώνει τις αμπάρες της καρδιάς μου . Μπαίνει μέσα σαν νοικοκύρης , ξεμανταλώνει τα κλειστά παράθυρα και τις μπαλκονόπορτες , τραβάει τις βαριές κουρτίνες κι ύστερα αποσύρεται ! Και γεμίζουν τότε οι κάμαρες με χαρούμενους πασχαλιάτικους επισκέπτες :

Χελιδόνια σπαθάτα και γαλάζιος ουρανός , χαμομήλια και παπαρούνες , βιολέτες ανθισμένες και μποξάνες κατακόκκινες , άνθη πορτοκαλιάς και μέλισσες μεθυσμένες, άσπρα μπαμπακένια σύννεφα , παιδάκια με ροδαλά μάγουλα καλοχτενισμένα με άσπρα πουκαμισάκια και, γαλάζια κοντά παντελόνια κι αρνάκια που τρέχουν σε πράσινα λιβάδια .

Μπαίνει και η μάνα μου ανασκουμπωμένη , με την ποδιά της , και ζυμώνει σε βαθιές λεκάνες και φτιάχνει κουλουράκια και κουραμπιέδες και μυρίζει η κάμαρα βανίλια και αμύγδαλο και τα βάζει , μετά , αραδιαστά στις μεγάλες λαμαρίνες και τα πάει στο φούρνο της γειτονιάς . Κι έρχεται , κατόπι , με το πανέρι γεμάτο ζεστά , καλοψημένα μυρωδάτα καλούδια, μόνο που μας κουνάει το δάχτυλο και μας λέει να κρατηθούμε και να μην τα δοκιμάσουμε πριν από την Κυριακή του Πάσχα .

Καλώς τον και τον κυρ – Αλέξαντρο τον Παπαδιαμάντη , με τη μικρή Σοφούλα την «Τελευταία Βαφτιστική» , το γερο- Φιλιππή τον «Λαμπριάτικο Ψάλτη» , τη Μόρφω και τον Ευαγγελινό με τις λαμπάδες τους για την «Παιδική Πασχαλιά» κι όλη εκείνη την παρέα που λειτούργησε στην «Αγι’ Αναστασά» και το πρωί έκανε «Ρωμέικο Πάσχα» κι «Εξοχική Λαμπρή» κάτω απ’ τα πλατάνια και τις βελανιδιές ..!

Κι από κοντά έρχονται κάτασπρες λυγερές λαμπάδες με κόκκινες και γαλάζιες κορδέλες στολισμένες με χάρτινα φανταχτερά λουλουδάκια , και κόκκινα αυγά πάνω στη σιφονιέρα γυαλισμένα ένα – ένα με το λάδι , με κολλημένες πάνω τους τις μικρές εικονίτσες του νερού και αρνάκια μικρά και κατσικάκια που βελάζουν στους κήπους. Αχ αυτά τα μικρούλικα τ’ αρνάκια και τα κατσικάκια ! Πασχίζαμε , εμείς τα άμαθα παιδιά της πόλης , να τα ταΐσουμε με το ζόρι , τα καημένα , κανένα πράσινο φυλλαράκι , αλλά εκείνα ήταν πολύ στενοχωρημένα , γιατί σε λίγες ώρες θα τους πέρναγαν στο λαιμό την κόκκινη κορδέλα .

Να και τα βράδια της Μεγαλοβδομάδας ! Ήρεμα , γλυκά , μυρωμένα , με μια θλίψη να τα χαϊδεύει , όταν ο ήλιος έβαφε με μενεξέδες τον ουρανό . Με την Ιερά Σύνοψη στο χέρι , κάθε βράδυ , ακολουθούσαμε τα βήματα του Χριστού μέχρι τα βάσανά Του, μέχρι τη Σταύρωση .

«Μεγάλη Δευτέρα , ο Χριστός με τη μαχαίρα

Μεγάλη Τρίτη , ο Χριστός εκρύφτη

Μεγάλη Τετάρτη , ο Χριστός εχάθη

Μεγάλη Πέμπτη , ο Χριστός εβρέθη

Μεγάλη Παρασκευή , ο Χριστός στο καρφί

Μεγάλο Σαββάτο , ο Χριστός στον τάφο

Κυριακή , Χριστός Ανέστη»!!!

Έτσι μας έλεγε η γιαγιά μας , η Σταμάτα , για να μάθουμε τη Μεγαλοβδομάδα . Κι εμείς τη μαθαίναμε. Όπως μαθαίναμε να κάνουμε σωστά και τον Σταυρό μας :

-Να ενώνετε καλά τα τρία δάχτυλα , Πατήρ , Υιός και Άγιο Πνεύμα , και τα άλλα δυο δάχτυλα να τα κλείνετε , γιατί άμα τ’ αφήνετε ανοιχτά έρχεται και κάθεται ο «σκατοξύλης» (ο διάβολος) .

Κι όταν πλαγιάζαμε στην καμαρούλα , η μάνα ερχότανε να ευλογήσει σταυρώνοντας το μαξιλάρι μας και λέγοντας το «ξόρκι» για τα «διαβόλια» , που κι εκεινής της το είχε διδάξει η γιαγιά της :

«Του Χριστούλη το ραβδάκι

Το ’χω ’γω προσκεφαλάκι

Αναδίνω καταπένω

Κατωκέφαλα τους δένω» !

Καλώς τον και τον πατέρα ! Δεν ευκαίραγε να έρχεται κάθε βράδυ στην εκκλησία τη Μεγαλοβδομάδα (ολημέρα στο δρόμο για το μεροκάματο) ! Τη Μεγάλη Πέμπτη όμως το απόγευμα , ερχότανε νωρίς στο σπίτι, ξυριζότανε , φόραγε το κουστούμι του (το ένα και μοναδικό) και τη γραβάτα του και πηγαίναμε όλοι μαζί στα Δώδεκα Ευαγγέλια ! Αυτό ήτανε νόμος ! Όπως νόμος ήτανε , να πάει το Μεγάλο Σάββατο στο ζωοπάζαρο , και να διαλέξει ένα μικρό αρνάκι ή κατσικάκι για να πασχαλιάσει η οικογένεια !

Να τοι και οι Επιτάφιοι ! Η μάνα μας , από νωρίς το απόγευμα , μας έντυνε με τα καλά μας και μας πήγαινε σ’ όλες τις εκκλησίες της Σπάρτης για να προσκυνήσουμε τους Επιτάφιους . Σε κάθε Επιτάφιο μας έβαζε να μπουσουλάμε από κάτω στο σχήμα του Σταυρού , για να πάρουμε την ευλογία του «πεθαμένου Χριστούλη» ! Τι ωραίοι που ήταν εκείνοι οι Επιτάφιοι !!! Όλη τη χρονιά , σε μια γωνιά της εκκλησίας , δεν ήταν παρά μερικά δεμένα μεταξύ τους άχαρα ξύλα . Όμως το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης ερχόντανε στη μέση του ναού και γυναίκεια χέρια στοργικά άρχιζαν να τους στολίζουν με όλα τα λουλούδια της άνοιξης από τους κήπους και τις αυλές . Και γινότανε ο Επιτάφιος μια ανθισμένη και μυρωδάτη ζεστή αγκαλιά , για να δεχτεί μέσα της το πονεμένο και ματωμένο κορμί του Μεγάλου Νεκρού .

Με τα κεριά αναμμένα ακολουθάγαμε την κηδεία του Χριστού και από τα βιβλιαράκια με τον «Επιτάφιο Θρήνο» που είχαμε αγοράσει από τα βιβλιοπωλεία ψάλλαμε (όσο μπορούσαμε) τα εγκώμια και τα «Κύριε Ελέησον» ! Κι έψαλλαν μαζί μας τα πουλάκια της νύχτας και το αεράκι του Απρίλη και το λιγοστό νεράκι που κύλαγε στο ποτάμι της Μαγουλίτσας ! Και τα σπίτια , που μπροστά τους πέρναγε ο Επιτάφιος , είχανε ανάψει κεριά , πολλά κεριά , και τα λιβανιστήρια καίγανε κι έσμιγε η μυρωδιά του λιβανιού με τις μυρωδιές των λουλουδιών και της άνοιξης !

Ξενηστικωμένοι απ’ την αυστηρή νηστεία της Μ. Παρασκευής πέφταμε το βράδυ να κοιμηθούμε και το πρωί του Μ. Σαββάτου νάμαστε και πάλι στην εκκλησία για να κοινωνήσουμε ! Μετά , συνήθως , πηγαίναμε (επειδή είμαστε «καλά παιδιά») για λουκουμάδες στο υπόγειο ζαχαροπλαστείο του «Καίσαρη» , κάτω από το σινεμά ΦΛΟΡΑΛ ! Το απόγευμα του Μ. Σαββάτου ήταν ένα «ξεσηκωμός» στην αγορά της Σπάρτης . Οι νοικοκυραίοι έκαναν τα τελευταία τους ψώνια από τα χασάπικα , τα μανάβικα και τα μπακάλικα , οι πλανόδιοι πωλητές είχαν στήσει του πάγκους με τις λευκές λαμπάδες κατά μήκος της Λυκούργου για να βγάλουν ένα μεροκάματο , οι λούστροι στη γωνία του σινεμά «ΦΛΟΡΑΛ» δεν προλάβαιναν να γυαλίζουν παπούτσια και στα Κουρεία οι άντρες έκαναν το γιορτινό το ξύρισμα και το κούρεμα μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα που μύριζε κολόνια λεμόνι και φουζέ .

Η βραδιά της Ανάστασης είναι πάντα η μεγάλη καλεσμένη στην ανοιχτή κάμαρα της καρδιάς μου ! Το σπίτι ήδη μύριζε από τη μαγειρίτσα που έβραζε , τα συκωτάκια και τα αντεράκια με το λαδάκι τον άνηθο , το φρέσκο κρεμμυδάκι , το αλάτι και το πιπέρι . Με τα καλά μας ρούχα , τα καινούρια παπούτσια τα λαμπριάτικα και την άσπρη τη λαμπάδα τη στολισμένη στο χέρι περιμέναμε να περάσουν οι ώρες του Σαββάτου για να ’ρθει η ώρα να πάμε στην Ανάσταση . Τις πιο πολλές φορές μας σήκωναν ντυμένους απ’ το κρεβάτι αφού δεν αντέχαμε το ξενύχτι . Μόλις όμως ο φρέσκος αέρας μας χάιδευε τα μάγουλα ξαγρυπνάγαμε και με βήμα ταχύ ακολουθούσαμε τους μεγάλους για την εκκλησιά που έπλεε μες στη φωτοχυσία . Όταν είχαμε λίγο μεγαλώσει ο πατέρας μου μας πήγαινε νωρίτερα στο σινεμά (συνήθως τότε έπαιζαν κατάλληλα για το Πάσχα έργα) και μετά κατευθείαν στην εκκλησία .

Ενώ όλη τη Μεγαλοβδομάδα πηγαίναμε στον Α. Νικόλαο , το βράδυ της Ανάστασης πηγαίναμε στον Α. Νίκωνα , επειδή έκανε Ανάσταση έξω και μας άρεσε καλύτερα αλλά (κυρίως) επειδή βόλευε να φύγεις μετά το «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» .

Απ’ τα μεγάφωνα ακούγαμε τα τροπάρια και τους ειρμούς :

«φραστον θαμα ! ν καμν υσμενος , τος σους Παδας κ φλογς , ν τφνεκρς , πνους κατατθεται , ες σωτηραν μν τν μελδοντων. Λυτρωτ, Θες ελογητς εἶ» .

Τα λόγια που ακούγαμε ήταν λυπητερά αλλά η μελωδία , χαρούμενη και θριαμβική , προετοίμαζε το Θρίαμβο της Ζωής πάνω στο Θάνατο . Εκείνο το : «Λυτρωτά ο Θεός ευλογητός ει» , μας άρεσε πιο πολύ απ’ όλα κι επειδή είχε εύκολη μελωδία το «πιάναμε» και ψέλναμε κι εμείς τις καταλήξεις . Όταν ακουγότανε το : «Δεύτε λάβετε Φως» μια φλογίτσα ταξίδευε σαν θαύμα μέσα στα σκοτάδια και (λαμπάδα τη λαμπάδα) φώτιζε τα πάντα γύρω , για να γίνει Λαμπρή η Ανάσταση . Ύστερα οι παπάδες και οι ψάλτες και τα παπαδάκια με τα εξαπτέρυγα στα χέρια έβγαιναν στην εξέδρα έξω από το ναό ψάλλοντας αργά :

«Τν νστασν σου , Χριστ Σωτρ , γγελοι μνοσιν ν ορανος , καὶ ἡμς τος π γς καταξωσον ν καθαρ καρδίᾳ σ δοξζειν».

Κι ύστερα … ακόμα ηχεί στ’ αυτιά μου η τρεμάμενη , μελωδική φωνή του παπα-Χίου που διάβαζε το αναστάσιμο Ευαγγέλιο , κανονίζοντας να τελειώσει ακριβώς στις δώδεκα τα μεσάνυχτα :

«Διαγενομνου το Σαββτου, Μαρα Μαγδαλην κα Μαρα το ακβου κα Σαλμη γρασαν ρματα, να λθοσαι λεψωσιν τν ησον…».

Και τότε :«Χριστός Ανέστη εκ νεκρών…» κι αναμμένες λαμπάδες ψηλά και χαμόγελα και φιλιά και ευχές «Χριστός Ανέστη…Αληθώς Ανέστη» και κροτίδες και βεγγαλικά . Βγάζαμε από την τσέπη το πασχαλινό αυγό και το κουλουράκι που μας είχε βάλει η μάνα μας απ’ το σπίτι και τσουγκρίζαμε εκεί , επί τόπου , τα αυγά και ροκανίζαμε το πρώτο πασχαλινό κουλουράκι . Ύστερα , ακολουθώντας το ποτάμι με τις αναμμένες λαμπάδες , φεύγαμε για τα σπίτια μας , όπου μας περίμενε η παραδοσιακή μαγειρίτσα . Δυστυχώς , μόνο όταν μεγάλωσα κατάλαβα πόσα ωραία πράγματα χάναμε από τη Λειτουργία της Ανάστασης που ακολουθούσε και που γινόταν για μας χωρίς εμάς . Όμως ας είναι ! Περασμένα ξεχασμένα !

Η μέρα της Λαμπρής ήταν γεμάτη μυρωδιές από τις κατσαρόλες που έβραζαν το πρωτογιάχνι πάνω στις γκαζιέρες αλλά και από τις άλλες μυρωδιές των ψητών που έβγαιναν από τους παλιούς ξυλόφουρνους , που τη μέρα αυτή είχαν την τιμητική τους. Ελάχιστοι νοικοκυραίοι , τότε , θυσίαζαν ένα ολόκληρο αρνί ή κατσίκι για τη σούβλα . Η φτώχεια και οι ανάγκες της οικογένειας επέβαλλαν να γίνουν όσο περισσότερες μαγερειές μπορούσαν , μιας και κρέας τρώγαμε - το πολύ - μια φορά τη βδομάδα , κάθε Κυριακή .

Τα παιδόπουλα της γειτονιάς είχαμε ριχτεί στις αυγο-μονομαχίες και μπαινοβγαίναμε διαρκώς στο σπίτι , παίρνοντας γερά αυγά προς αντικατάσταση των σπασμένων , κρυφά απ’ τις μανάδες , για να ’χουμε έστω και μια νίκη . Κάποιοι «πονηροί» είχαν πάρει απ’ την «Παναγιώτα» ξύλινα αυγά και θριάμβευαν μέχρι να τους πάρουμε χαμπάρι και να στήσουμε μαζί τους καυγάδες ομηρικούς . Οι νικητές είχαν τη χαρά της νίκης , αλλά οι χαμένοι είχαν τη χαρά να τρώνε το ένα βραστό , σφιχτό αυγό πίσω από το άλλο , πασπαλίζοντάς τα με μπόλικο αλάτι και πιπέρι .

Το απόγευμα της Κυριακής πηγαίναμε στην Αγάπη στη γειτονική Καλογωνιά και μετά καθόμαστε στα ταβερνάκια της πλατείας για μεζεδάκι !

Την άλλη μέρα , τη Δευτέρα του Πάσχα , τύλιγε ο πατέρας μου το ψητό που είχε μείνει σε μια λαδόκολλα , «το ψητό κρέας είναι καλύτερο κρύο , με αλατοπίπερο», μας έλεγε , παίρναμε και αυγά , τυριά , ντομάτες , ψωμί και κρασί , και ξεβγαίναμε στις εξοχές , για να γραφτεί ο επίλογος των γιορτάσιμων ημερών , πάνω σε τραπεζομάντιλα στρωμένα κάτω από βαθύσκια δέντρα , πάνω σε μυρωμένα λουλούδια του αγρού , δίπλα σε βρυσούλες με νερό τρεχούμενο !

Πάσχα Ελλήνων , Πάσχα !!!

«Έφθασαν εις τον Άγιον Ηλίαν άμα τη ανατολή του ηλίου, και αφού εδροσίσθησαν υπό την εξαίσιον φυλλάδα των μεγαλοπρεπών πλατάνων, κι έπιον ύδωρ εκ της αμφιλαφούς κρήνης, της προχεούσης εις όλην την μαγευτικήν κοιλάδα τα διαυγή της νάματα, οι μεν άλλοι εστρώθησαν υπό τας πλατάνους, και παρηκολούθουν με βλέμμα θωπευτικόν το ολονέν ροδίζον αρνί εις την σούβλαν, περιμένοντες όσον ούπω ν’ απολαύσωσιν ως «προφταστήρα» το ορεκτικόν κοκορέτσι..»

Αλεξ. Παπαδιαμάντης , «Στην Αγι-Αναστασά»