Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Το ένα πλευρό του ναΐσκου έχει στεριωθεί πάνω σε βράχο , σε «ριζιμιό λιθάρι» , κι ο βράχος είναι ο μισός μέσα στο εκκλησάκι κι ο μισός απόξω ! Και κρατάει γερά ο βράχος την εκκλησούλα μη ροβολήσει στην απότομη πλαγιά κι η γης κρατάει το βράχο κι ο Πλάστης κρατάει τη γης στο στερέωμα , που πάει να πει πως ο Πλάστης βαστάει στην απαλάμη του το εκκλησάκι τούτο δω , μέσα στο Βυζαντινό Μυστρά , στην πλεύρα πάνω από την Παντάνασσα . Μικρό , από πέτρα και κεραμίδι καμωμένο, καμαροσκέπαστο , κι είναι κατήφορος μέσα του σαν διαβαίνεις την ξυλόπορτα , για να ταπεινωθείς , κι είναι ανήφορος σαν στρέφεις για να βγεις όξω στο φως , ώστε να μη λησμονάς πως ο δρόμος για τον Ουρανό είναι δύσκολος και ανηφορικός .

Στα χρόνια των Τουρκών , λέγανε οι παλαιοί , βλέπανε οι Μυστριώτες ( Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι) ένα φως να καίει τη νύχτα πάνω από την Παντάνασσα , σαν κάποιος εκεί ν’ άναβε ένα καντήλι μυστικό . Το είδανε μια , το είδανε δυο … είπανε να πάνε να δουν από κοντά τι ήτανε κείνο το φωσάκι . Και τι ήβρανε εκεί ; Μια εικόνα παλαιικιά που ’χε πάνω της ’στορημένη την Υπαπαντή του Χριστού :

Την Υπεραγία Θεοτόκο με τον Ιωσήφ που φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό , τον Συμεών τον πρεσβύτη που αξιώνεται να γίνει Θεοδόχος , με πόδια που λυγίζουν από ευλάβεια και μάτια που κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» του Θεανθρώπινου Βρέφους και , πίσω από την Παναγία , την Αγία Άννα την προφήτιδα , τη θυγατέρα Φανουήλ , σε προχωρημένη ηλικία κι αυτή , λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της , από τότε που έμεινε χήρα , να κρατάει στα χέρια της (που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού) ένα ειλητάριο με λόγους προφητικούς , που μιλάνε για το πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους , του Ιησού : «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».

Κι ήτανε τότες , όταν βρήκανε την εικόνα οι Μυστριώτες , που σ’ αυτό το πεζουλάκι της πλαγιάς , μες στον περίβολο της Παντάνασσας και πάνω από το Μοναστήρι , φτιάξανε τούτο το ταπεινό ξωκλήσι , που μια φορά το χρόνο λειτουργιότανε στη γιορτή της Υπαπαντής . Και λέγανε , ακόμα , οι παλαιοί , πως όταν γιόρταζε το ξωκλήσι παρακαλάγανε οι Τούρκισσες του Μυστρά τις Ρωμιές , που πηγαίνανε να λειτουργηθούνε στην Υπαπαντή της Παντάνασσας : «Βάλτε ένα κεράκι και για μας στην Παναγία σας » .

Από τότε , δυο αιώνες και πιο πάνω , λειτουργιέται κάθε χρόνο η Υπαπαντή της Παντάνασσας του Μυστρά .
Ανεβαίνεις το φιδωτό λιθόστρωτο μονοπάτι , «διαβάζεις» πάνω του τα πατήματα των βυζαντινών που κατοίκησαν κάποτε στον ευλογημένο τούτο τόπο , περνάς πλάι στα έμορφα σπίτια τους , κάτω απ’ τα παράθυρα κι απ’ τα μπαλκόνια τους που αγναντεύουν τον κάμπο της Λακεδαίμονας , δίπλα από μεγαλόπρεπες εκκλησιές που στέριωσε η Πίστη , ανάμεσα από κυπαρίσσια ορθόκορμα που δείχνουν , σαν δάχτυλα τεντωμένα , τον Ουρανό και νιώθεις μιαν ανατριχίλα ως τα τρίσβαθα της ψυχής σου , γιατί ξέρεις καλά πως τούτος ο δοξασμένος τόπος δεν είναι νεκρός , δεν είναι μουσείο ούτε απομεινάρι του Χρόνου αλλά η ζωντανή και παλλόμενη καρδιά του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας , που σε προσμένει να αναβαπτισθείς και να ξαναγεννηθείς . Η παράδοση χάνεται στα βάθη των αιώνων αλλά , παρ’ όλα αυτά , εδώ στο Μυστρά , διατηρείται αμείωτα ζωντανή . Ένας τόπος που γεννά αισθήσεις και εμπειρίες απρόσμενες , ένα βίωμα που δεν μπορεί να μεταδοθεί με λόγια . Εδώ, δε μιλάς . Είναι περιττό . Εδώ , μόνο νιώθεις .

Σαν φτάνεις στην πόρτα της Παντάνασσας , σε περιμένουν και σε καλοδέχονται οι Μοναχές , με πρώτη (μεταξύ ίσων), τη Σεβάσμια και Άξια Ηγουμένη Αβερκία . Πνευματικοί Φρουροί που «φυλάνε» πνευματικές Θερμοπύλες , που «κρατούν» , τη ζωή την ίδια σ’ αυτήν την Κιβωτό της Ιστορίας και της Ορθοδοξίας και αποτελούν ευλογία για όλον τον κόσμο που αξιώνεται να έρθει σε πνευματική επαφή κι επικοινωνία μαζί τους . Απ’ το ανυπόκριτο χαμόγελο τους και μόνο θαρρείς ξεχύνεται όλου του κόσμου η αγάπη και απ’ τον λόγο τους τον εγκάρδιο η παρηγοριά και η γαλήνη της ψυχής .

Πάνω , από το εκκλησάκι της Υπαπαντής , ακούς τις ψαλμουδιές συναπαντημένες , στον αέρα του Μυστρά , μ’ εκείνες της φύσης και της ζωής και μυρίζεις το θυμίαμα που ξεφεύγει από τις χαραμάδες για να λιβανιστεί κι ο τόπος ολοτρόγυρα . Ο παπα – Λάζαρος (Σκάγκος) , ακάματος Εργάτης και Λειτουργός της Πίστης , που δεν αφήνει κανένα ξωκλήσι του Μυστρά αλειτούργητο είναι και φέτος εκεί , με συλλειτουργό τον π. Κωνσταντίνο (Γρίβα) , για να κρατήσουν ζωντανή την παράδοση των αιώνων . Γλυκιά και κατανυκτική Θεία Λειτουργία αναμεσής στην καταπράσινη φύση , την αδημονούσα για τον επί θύραις ερχομό της Άνοιξης , ακουμπητά στα σπίτια , στα κάστρα , στα παλάτια και στις εκκλησιές των Βυζαντινών , με το βλέμμα να θωπεύει πότε τον Ουρανό και πότε τη Γη .

Χαῖρε κεχαριτωμένη Θεοτόκε Παρθένε· ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης , Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν , φωτίζων τοὺς ἐν σκότει . Εὐφραίνου καὶ σὺ Πρεσβύτα δίκαιε , δεξάμενος ἐν ἀγκάλαις τὸν ἐλευθερωτὴν τῶν ψυχῶν ἡμῶν, χαριζόμενον ἡμῖν καὶ τὴν Ἀνάστασιν.

Κοντά στην Απόλυση βγαίνουν όλοι έξω από το ναΐδριο για την Αρτοκλασία . Κάτω απ’ το αιωνόβιο κυπαρίσσι «οι εκζητούντες τον Κύριον» υψώνουν προσευχή προς τα άνω και μετά το «δι’ ευχών…» , λαβαίνουν το Αντίδωρο και τον Άρτο και κατηφορίζουν ίσα στο Αρχονταρίκι της Μονής , εκεί όπου η φιλόξενη Αδελφότητα των Μοναχών , με την Ηγουμένη τους Μητέρα «πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα» φιλεύουν τους προσκυνητές και τους ιερείς με όλα τα καλούδια του Θεού, μα , πάνω απ’ όλα , με την Αγάπη του Χριστού και της Παναγίας.

Και του Χρόνου !