Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

-Άμα κάτσετε φρόνιμοι θα σας φτιάξω κουταλίδες … Χριστούγεννα που ’ρχονται, μας έλεγε η μάνα μας . Κι εμείς, τα τρία αδέρφια , μαζευόμαστε γύρω της να δούμε τι «μαγικά» θα κάνει , πάλι , με μια μόνο λεκανίτσα χλιαρό νερό , αλεύρι χύμα στη χαρτοσακούλα από τον μπακάλη και λίγο αλατάκι .

Η ιεροτελεστία ήταν απλή και σίγουρη , μαθημένη από τις προγιαγιάδες των αιώνων, που ήξεραν , με λίγα και απλά υλικά , να φτιάχνουν ό,τι γύρευε η καρδιά για "να σταθεί". Έριχνε , λοιπόν , λίγο αλάτι μέσα στο νερό και μετά άρχιζε να ρίχνει το αλεύρι ανακατεύοντας με ένα κουτάλι όσο να γίνει χυλός . Κατόπιν έβαζε το τηγάνι με μπόλικο λάδι πάνω στη γκαζέρα , έπαιρνε με το κουτάλι της σούπας χυλό από τη λεκάνη και τον έριχνε στο καυτό λάδι μέχρι να γεμίσει όλο το τηγάνι . Άφηνε τις κουταλίδες να τηγανιστούν λίγο απ’ τη μια μεριά και μετά τις γύριζε από την άλλη . Τέλος , έστρωνε μια χαρτοπετσέτα στο πιάτο κι έβγαζε πάνω της , μια – μια , τις ζεστές, μυρωδάτες και χρυσαφένιες κουταλίδες , συνεχίζοντας μέχρι να σώσει ο χυλός .

Αφού τέλειωνε η μάνα το τηγάνισμα , πασπάλιζε τις ζεστές ακόμα κουταλίδες με μπόλικη ζάχαρη (καμιά φορά με μέλι , αν είχε το φτωχικό μας) κι έπαιρνε πάντα πρώτη μια κουταλίδα για να τη δοκιμάσει . Όλες τις υπόλοιπες τις άφηνε για μας , που τις καταβροχθίζαμε τη μια πίσω από την άλλη , αφού οι κουταλίδες όταν κρυώσουν χάνουν όλη τη γεύση και τη νοστιμιά τους .

Ήταν τότε που η πικρή – μικρή ζωή γλύκαινε με ένα πιάτο μόνο ζεστές , χρυσαφένιες κουταλίδες πασπαλισμένες με ζάχαρη . Όσα γλυκά κι αν φάγαμε κατοπινά στη ζωή μας , τη γλύκα της κουταλίδας κανένα δεν μπόρεσε να την σκεπάσει ποτέ .