Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Μια καμινάδα απλή ήταν . Που ’βγαζε τον καπνό απ’ το τζάκι του παλιού σπιτιού .
Απ’ όταν φτιάχτηκε το σπίτι, ποτέ μάστορας δεν είχε απλώσει χέρι πάνω της . Δεν είχε χρειαστεί . Σαν η φωτιά που άναβαν από κάτω της οι νοικοκυραίοι του σπιτιού , η κυρα- Μάχη και ο μπαρμπα-Σαράντος , να της έδινε ζωή κι αιώνια νεότητα .
Όταν πέθαναν όμως οι άνθρωποι του σπιτιού , άρχισε να πεθαίνει , κατά τρόπο μυστηριακό και θαυματουργικό , ΚΑΙ η καμινάδα . Της έφυγε το σκέπαστρό , ράγισαν οι σοβάδες , και τα παλιά τα τούβλα άρχισαν να γκρεμίζονται , το ένα μετά το άλλο . Πέθαναν οι άνθρωποι του σπιτιού … πέθανε και η καμινάδα !
Γιατί μια καμινάδα ζει ΜΟΝΟ απ΄τη φωτιά που ανάβουν οι άνθρωποι στην πατρογονική εστία . Όταν από μια καμινάδα σπιτιού βγαίνει καπνός , σημαίνει πως εκεί ζουν άνθρωποι που χαίρονται , λυπούνται , κλαίνε , γελούν , αγαπιούνται , γεννούν παιδιά κι εγγόνια , ελπίζουν , ονειρεύονται , αρρωσταίνουν , γιατρεύονται , δουλεύουν , κουβεντιάζουν , λένε ιστορίες , τρώνε μαζί στο ίδιο τραπέζι , παίζουν , κοιμούνται αγκαλιασμένοι ...

Δεν είναι τυχαίο που ο πολύπαθος Οδυσσέας παρακαλούσε να δει «καπνόν αποθρώσκοντα» από τις καμινάδες της Ιθάκης και μετά ας πέθαινε : [«αυτάρ Οδυσσεύς, ιέμενος και καπνόν αποθρώσκοντα νοήσαι ης γαίης, θανέειν ιμείρεται», Ομ. Οδ. Α΄, 58)]

Είκοσι χρόνια μακριά στα ξένα , o Οδυσσέας και μόνο τον καπνό απ΄ τις καμινάδες του νησιού του είχε νοσταλγήσει ! Γιατί αυτός ο καπνός δεν ήταν «καπνός» κι αυτές οι καμινάδες δεν ήταν «καμινάδες» ! Ήταν η πατρίδα του , η γη του , οι ελιές και τα αμπέλια και ο κήπος και τα βόδια και οι χοίροι και ο σκύλος του ο Άργος . Το σπιτικό του ήταν , το κρεβάτι του το ριζωμένο στη γη , η γυναίκα του , το παιδί του , ο πατέρας , οι φίλοι , οι άνθρωποί του , τα ιερά των Θεών , ο ήλιος και ο αέρας της πατρίδας … όλα - μα όλα - όσα οι άνθρωποι λένε Ζωή ήταν οι καμινάδες της πατρίδας του της Ιθάκης !

Να , λοιπόν , γιατί πεθαίνει καθημερινά η καμινάδα της κυρα-Μάχης και του μπαρμπα- Σαράντου .
Κι εγώ καθημερινά απ΄ το παραθύρι μου να βλέπω αυτήν την καμινάδα να λιώνει !
Και να θλίβομαι … και να θυμάμαι … και να νοσταλγώ !
«Ρίζωμα και ξερίζωμα: να τι είναι η νοσταλγία».