Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Η κυρα – Σταματική είναι σαν τη σιγανή βροχούλα που πέφτει στη διψασμένη γη και την αφήνει να τη ρουφήξει ως τα τρίσβαθα της «καρδιάς» της , για να πρασινίσουν οι κάμποι και να λουλουδίσουν και να γεμίσουν τα δέντρα γλυκούς καρπούς και μέλισσες και πεταλούδες και πουλάκια να πλημμυρίσουν τον αέρα με ομορφιά και γλυκά τραγούδια .

Η κυρα – Σταματική είναι από κείνους τους ανθρώπους που στέλνει (από καιρού εις καιρόν) ο Θεός στη γη , καθώς κάποτε έστελνε τους Προφήτες , για να καταπραΰνουν τις ψυχές των ανθρώπων όταν πάνε ν’ «αγριέψουν» , να κοπάζουν τις τρικυμίες που φοβερίζουν τις καρδιές , να σκορπούν τριγύρω την αγάπη , την πραότητα και την καλοσύνη και να γίνονται οι «Καλοί Σαμαρείτες» του Ευαγγελίου , πάντα σύμφωνα με τη ρήση του Χριστού : «Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου».
Η κυρα – Σταματική γεννήθηκε στο όμορφο χωριό των Βουτιάνων , εκεί στα προβούνια της Σπάρτης με τις πολλές ελιές , στις 27 Δεκεμβρίου 1920 . Ήταν ένα από τα δώδεκα (!!!) παιδιά του Μιχάλη και της Δήμητρας Στρατηγάκη , μιας από τις πολλές , τότε , ευλογημένες, πολύτεκνες οικογένειες , που κράτησαν (με πολλές θυσίες) την Ελλάδα όρθια και ζωντανή σε καιρούς δύσκολους και σκοτεινούς . Άνθρωποι , που αγαπούσαν τον «Πλησίον» και τον Θεό , άνθρωποι που ήταν έτοιμοι να γίνονται συν-δημιουργοί του Θεού , καλλιεργώντας το ιερό χάρισμα της ζωής .
Λίγο σχολείο η μικρή , τότε , Σταματική , πολλή δουλειά στα χωράφια και στο σπίτι, αγάπη άδολη και ζεστασιά ανθρώπινη μέσα στην οικογένεια , που άφηνε τη φτώχεια και τις δυσκολίες έξω από την πόρτα , κάθε Κυριακή και γιορτή στην εκκλησιά , στις χαρές και στα πανηγύρια του χωριού εκεί αλλά και στις μαυροφόρες λύπες , είδε πόλεμο και κατοχή και εμφύλιο κι όταν πήραν να ξημερώνουν τα σκοτάδια , στα 1950, η Σταματική μια όμορφη και κατασταλαγμένη ,πια , στη ζωή γυναίκα , έτοιμη και αποφασισμένη να γράψει τη δική της ιστορία στο βιβλίο της ζωής , παντρεύτηκε με τον συνομήλικό της Γιώργο Μέγγο από τον γειτονικό Θεολόγο και κατέβηκαν στη Σπάρτη για μια καλύτερη ζωή .

Νοίκιασαν ένα σπιτάκι κοντά στο Στάδιο , έπιασε δουλειά ο άντρας της σαν οδηγός σε ταξί , στα 1951 γεννήθηκε η πρώτη τους κόρη , η Μαίρη , και στα 1952 η Ποτούλα . Με σκληρή δουλειά και οικονομίες πολλές κατάφεραν , στα 1954 , να αγοράσουν ένα δικό τους σπίτι στο Νέο Κόσμο στη Σπάρτη . Ο κυρ-Γιώργης ο Μέγγος , κάποια στιγμή , αγόρασε το ταξί που δούλευε και νύχτα – μέρα (τότε τα ταξί είχαν δουλειά) έτρεχε στα δρομολόγια χωρίς σταματημό κι ανάσα , ο άντρας στη δουλειά , η γυναίκα στο σπίτι να κρατάει τιμόνι και να φροντίζει για όλα , έχτιζαν μαζί το μέλλον που είχαν ονειρευτεί .

Το σημερινό «χειραφετημένο» γυναικείο κίνημα αντί να δει τη διάλυση της οικογένειας μαζί με ό,τι σημαντικό αυτή σημαίνει για τον Άνθρωπο , για τη Ζωή , για την Κοινωνία και (κυρίως) για το Παιδί , δεν παραλείπει να μιλά (άκρως απαξιωτικά) για τις Γυναίκες του «Τότε» (όπως η κυρα-Σταματική) κατηγορώντας τες πως ζούσαν ως οικιακές μοναχές , με σκοπό της ζωής τους να υπηρετούν τον άνδρα και με μοναδική μοίρα τους το γάμο ή το θάνατο . Πού να ξέρουν και πού να καταλάβουν οι «δυστυχισμένες» γυναίκες του «Σήμερα» πως οι Γυναίκες του «Τότε», οι Νοικοκυρές … οι Μανάδες …οι Σύζυγοι … οι Γιαγιάδες , δεν υπηρετούσαν κανενός είδος «μοναχισμό» παρά την απόλυτη συλλογικότητα και συντροφικότητα , πως στήριζαν την Οικογένεια μέσα στην οποία αυτές είχαν τον κυρίαρχο ρόλο , πώς , «ΝΑΙ» , τον Γάμο τον έβλεπαν σαν ιερό και απαραβίαστο προορισμό , σαν φυσικό δεσμό που αποβαίνει ιερός και πνευματικός δεσμός , σαν δρόμο αυταπάρνησης του «Εγώ» και θυσιών για το «Εσύ» και το «Εσείς» .

Γυναίκες με Ήθος , «… οι οποίες όμως δεν παύουν να αγωνίζονται, να παλεύουν γι’ αυτούς που αγαπούν, να διεκδικούν το μερίδιό τους στη ζωή, έστω κι αν κάποτε φαίνονται σκληρές , ιδιόρρυθμες ίσως και γραφικές. Όντα μαγικά, αγέρωχα, μυστηριώδη, πλασμένα πάντα με μιαν άκρατη θρησκευτικότητα , ουραγό πολλές φορές των πράξεων τους … Κυρίαρχος σε όλα ο ρόλος της μάνας που θυσιάζεται , που ξενυχτάει , που υπηρετεί αδιαμαρτύρητα , ΚΑΙ τα παιδιά αλλά ΚΑΙ τα εγγόνια».
Είναι ο ίδιος ρόλος σε μια κοινωνία που τα άλλαζε ΟΛΑ μα που αυτές τις Γυναίκες , αυτές τις «κυρα-Σταματικές» , δεν μπόρεσε να τις αλλάξει . Έμειναν για πάντα Γυναίκες με φρόνημα, που έβλεπαν τη Ζωή σαν έναν ωραίο αγώνα που έπρεπε να κερδίσουν με κάθε θυσία . Γι’ αυτό πάλευαν ασυμβίβαστες , μέσα κι έξω απ’ το σπίτι τους , άνδρες και γυναίκες μαζί , μανάδες και πατεράδες (αν χρειαζόταν) , παππούδες μαζί και γιαγιάδες . Γυναίκες σημεία αναφοράς , σταθερότητας και σιγουριάς , που απόκτησαν με την αξία τους τη βαρύτητα συμβόλου .

Από την πρώτη μέρα που ήρθε στη γειτονιά του Ν. Κόσμου η κυρα-Σταματική ξεχώρισε για την καλοσύνη , τη νοικοκυροσύνη , την καταδεχτικότητά της , την έγνοια της για τον πόνο και την ανάγκη του άλλου , την πραότητα του χαρακτήρα της, την αγάπη και τη ζεστασιά που απλόχερα σκόρπιζε παντού . Όλοι οι γείτονες τής είχαν αγάπη κι εκτίμηση ξεχωριστή . Η πόρτα της ήταν πάντα ανοιχτή για τις γειτόνισσες που έρχονταν να κουβεντιάσουν μαζί της , να πιουν έναν καφέ και να φάνε ένα γλυκάκι . Τα βράδια του καλοκαιριού τα σκαλοπάτια της γίνονταν φιλόξενη ρούγα για μικρούς και μεγάλους , όπου τα μικρά και τα μεγάλα της πόλης και της γειτονιάς κουβεντιάζονταν όχι σαν κουτσομπολιό αλλά σαν κομμάτι της ζωής τους κι εκεί ο καθένας και η καθεμιά μπορούσε να βγάλει από μέσα του και να μοιραστεί τη χαρά μα και τη λύπη και την ελπίδα και την αγωνία του . Εκεί στη ρούγα της κυρα-Σταματικής έρχονταν και τα παιδιά της γειτονιάς και ήσυχα και σεβαστικά άκουγαν τις παλιές ιστορίες κι έπαιρναν συμβουλές κι εφόδια για να γίνουν «καλοί άνθρωποι» όταν θα μεγάλωναν.

Στα «θρυλικά» σκαλοπάτια της κυρα-Σταματικής που τόσα είδαν , τόσα άκουσαν και τόσα έζησαν , έβρισκαν ίσκιο στη κάψα του καλοκαιριού τα παιδιά του καιρού εκείνου , που δεν είχαν ύπνο και στασιό ούτε καν τα μεσημέρια . Πήγαιναν εκεί , γιατί μόνο η κυρα-Σταματική δεν τα μάλωνε και δεν τους έριχνε νερό κάτω από την πόρτα για να βρεχτούν τα παντελόνια τους και να μην ξαναπατήσουν , όπως έκαναν άλλες νοικοκυρές . Η κυρα –Σταματική το πολύ –πολύ να άνοιγε την πόρτα και με την ήσυχη , καλοσυνάτη φωνή της να τα παρακαλούσε να κάνουν λίγη ησυχία για να μην ενοχλούν . Εξάλλου η αυλή της κυρα-Σταματικής ήταν πάντα ανοιχτή και γεμάτη από παιδιά που έχτιζαν τότε τις φιλίες και τις πρώτες ζεστασιές της καρδιάς τους μέσα από άδολες και αθώες σχέσεις φιλίας και αγάπης . Γι’ αυτό ΚΑΙ τα παιδιά αγαπούσαν και σέβονταν ξεχωριστά την κυρα-Σταματική και πρόθυμα έτρεχαν να της κάνουν μικρά θελήματα ψωνίζοντάς της στα μπακάλικα της γειτονιάς , στου Κακαλέτρη , στου Λουμάκη , στου Ζη κ.α. , και πρόθυμα τη βοηθούσαν να ξεπουπουλιάζει στον μπαξέ του Κακαλέτρη τις τσίχλες που της έστελναν κάθε χρόνο οι συγγενείς της από τους Βουτιάνους και τον Θεολόγο.

Την κυρα-Σταματική όλοι οι γείτονες την εμπιστεύονταν και της εξομολογούνταν κάθε τι που τους απασχολούσε στο σπίτι τους , βέβαιοι πως θα το κράταγε εφτασφράγιστο μυστικό και πως θα ’χε μια καλή κουβέντα να τους πει , μια καλή συμβουλή να τους δώσει . Κι η κυρα-Σταματική , που είχε κι εκείνη (όπως όλος ο κόσμος) τις δικές της έγνοιες , φορτωνόταν και τις έγνοιες του κοσμάκη και υπόφερε γι’ αυτές , έτσι καλός άνθρωπος και καλή χριστιανή που ήταν . Γι’ αυτό , όταν μπορούσε , έτρεχε σαν τον καλό Σαμαρείτη , και βόηθαγε από το υστέρημά της φτωχιές οικογένειες , παιδάκια που δεν είχαν να φάνε και να ντυθούν , μανάδες και πατεράδες που δεν είχαν ένα δίφραγκο να πάρουν ένα πακέτο μακαρόνια κι ένα ψωμί για να ξελημερίσει η φαμελιά τους . Κι όταν η αρρώστια χτύπαγε κάποιο σπίτι η κυρα-Σταματική γινόταν μια «αδελφή του ελέους» και φάρμακα ακόμα να δώσει εκεί που ήτανε η αρρώστια αγκαλιά με τη φτώχεια .

Έτσι η κυρα-Σταματική μάζευε τις πίκρες των άλλων , αλλά μάζευε , γι’ αυτό , και την πολλή αγάπη του Θεού .
Τα χρόνια περνούσαν , μεγάλωσαν , σπούδασαν και παντρεύτηκαν τα κορίτσια της , ήρθαν κι εγγόνια , κατόρθωσε και ο κυρ-Γιώργης να πάρει την αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της MAZDA στη Σπάρτη , και οι μέρες οι καλύτερες που είχαν ονειρευτεί ήρθαν .
Στα 1989 ο κυρ- Γιώργης ο Μέγγος πήρε σύνταξη και την αντιπροσωπεία ανέλαβε η κόρη του η Ποτούλα . Τώρα ο κυρ-Γιώργης είχε περισσότερο χρόνο να είναι μαζί με την κυρα-Σταματική και να πηγαίνει στο στέκι του , στο καφενείο του ΧΑΤΖΗ , για να βλέπει τους φίλους και να πίνει τον καφέ του χωρίς να τον κυνηγάνε οι έγνοιες οι καθημερινές .
Δυστυχώς , στα 2004 , τον πρόδωσε η καρδιά του τον κυρ-Γιώργη το Μέγγο κι «έφυγε» σε ηλικία 84 ετών , αφήνοντας πρώτη φορά μόνη την κυρα-Σταματική, κάνοντάς την για πρώτη φορά να πικραθεί και να κλάψει .

Η Αγάπη , όμως , και η Πίστη μαζί είναι τα μόνα σίγουρα λιμάνια όταν έρχεται ο μεγάλος Πόνος . Και η κυρα- Σταματική είχε ΚΑΙ Αγάπη ΚΑΙ Πίστη στην ψυχή της. Πάντα έλεγε και συμβούλευε πως ο Θεός βλέπει τη θλίψη και τις ταλαιπωρίες των παιδιών Του και τα παρηγορεί σαν αληθινός και καλός Πατέρας . Και τώρα δεν είχε λόγο να κάνει πίσω απ’ αυτήν την Πίστη . Γι’ αυτό και βρήκε παρηγοριά στην καρδιά της και συνέχισε να ζει όπως πάντα και μάλιστα με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη , απόφαση , υπομονή κι εγκαρτέρηση . Συνέχισε να μοιράζει στους δικούς της ανθρώπους , αλλά και στους γύρω της , ΟΛΑ εκείνα τα αγαθά που μόνο το δέντρο της Αγάπης καρπίζει .

ΟΛΑ στη γειτονιά μας άλλαζαν , μα η κυρα-Σταματική έμενε ίδια, έτσι όπως μένουν αναλλοίωτα τα ψηλά βουνά κι ο γαλάζιος ουρανός και ο λαμπρός ο ήλιος και η πολυκύματη θάλασσα : Νοικοκύρευε καθημερινά το σπιτικό της (πάντα λάτρευε την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη) , μαγείρευε για όλους τα νόστιμα φαγητά της , νοιαζόταν και συμβούλευε παιδιά κι εγγόνια , αγαπούσε κι ενδιαφερότανε για τους συγγενήδες , τους γείτονες , τους φίλους και τους γνωστούς , Σάββατο , Κυριακή και Γιορτή πήγαινε στην εκκλησία (εκεί στον Α. Νίκωνα) , μας φίλευε Αντίδωρο ή Άρτο όταν τη βρίσκαμε στο δρόμο να επιστρέφει αγκαζέ με την αχώριστη φίλη της την κυρα-Κατίνα (πάει , κοντά , ένας χρόνος που μας άφησε) και πάντα - μα πάντα , κάθε μέρα σχεδόν , με τη σκούπα και το φαράσι στο χέρι σκούπιζε σχολαστικά το πεζοδρόμιο και το δρόμο μπροστά από το σπιτικό της . Κι όταν ήρθαν, πια , ΚΑΙ τα δισέγγονα , ανασκουμπώθηκε η κυρα-Σταματική και πάλι για τον καλόν αγώνα της Αγάπης και της Στοργής .

Τούτοι οι άνθρωποι που αρνούνται να αλλάξουν , που μένουν αγνοί , ατόφιοι και άφθαρτοι , όσα κι αν συμβαίνουν γύρω τους στη ζωή , μοιάζουν με φάρους αναμμένους μέσα στα σκοτάδια , που δεν σ’ αφήνουν να χάσεις τη ρότα σου και να ναυαγήσεις πάνω στα βράχια . Κι η κυρά – Σταματική η Μέγγου ΕΙΝΑΙ ένας τέτοιος άνθρωπος , ένας τέτοιος φάρος ζωής .
Και λέω «ΕΙΝΑΙ» , γιατί η κυρά-Σταματική , 98 – πια - χρόνων , εξακολουθεί , όσο της επιτρέπουν οι δυνάμεις της , να ρίχνει λαδάκι στο καντηλάκι και της δικής μας ζωής :
-Όταν περνάς έξω απ’ το σπίτι της και ακούς το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση να μεταδίδει στη διαπασών τη Θεία Λειτουργία και τις Ιερές Ακολουθίες , ΞΕΡΕΙΣ πως η κυρα-Σταματική είναι εδώ .
-Όταν μυρίζεις κάποια ωραία μυρωδιά να βγαίνει από την κουζίνα της , ΞΕΡΕΙΣ πως η κυρα –Σταματική είναι εδώ .
-Όταν τα καλοκαίρια βλέπεις την εξώπορτα μισάνοιχτη κι ένα σκαμνάκι να προβάλλει στο κεφαλόσκαλο για να μαζέψει στη ρούγα τις μνήμες (οι περισσότερες φιλενάδες έχουν φύγει κι όσες απόμειναν δεν μπορούν πια να της κάνουν παρέα) , ΞΕΡΕΙΣ πως η κυρά – Σταματική είναι εδώ .
-Όταν τη βλέπεις , με το μπαστουνάκι της στο χέρι , να ασχολείται , όσο μπορεί , με τον μικρό κηπάκο που είναι φυτεμένος πίσω στην αυλή της , ΞΕΡΕΙΣ πως η κυρα-Σταματική είναι εδώ .
-Όταν τη βλέπεις , πάλι , να στέκει στο πεζοδρόμιο για να σκουπίσει , αλλά και για ν’ αγναντέψει λιγάκι τη γειτονιά και σε κοιτάει μ’ εκείνο το καθάριο βλέμμα που ποτέ δε χαμηλώνει και σε χαιρετάει χαμογελαστή , με τη ζεστή , εγκάρδια φωνή της … «γεια σου , Βαγγέλη … τι κάνει η μάνα σου ;» , ΞΕΡΕΙΣ πως η κυρα –Σταματική είναι εδώ .
Κοντεύει , με την ευλογία του Θεού , τα εκατό χρόνια η κυρα-Σταματική !!! Και σου λιγώνει την καρδιά όταν σου λέει :
-Κουράστηκα … θέλω να φύγω στα πόδια μου ... όρθια .

Το Σουλτάνο της Νύχτας δεν τον φοβάται η κυρα-Σταματική . Γιατί , αν και δεν το ξέρει να το πει , ωστόσο , της ταιριάζει εκείνο που αναφώνησε κάποτε ο Παύλος :
«τὸν ἀγῶνα τὸν καλὸν ἠγώνισμαι , τὸν δρόμον τετέλεκα , τὴν πίστιν τετήρηκα• λοιπὸν ἀπόκειταί μοι ὁ τῆς δικαιοσύνης στέφανος , ὃν ἀποδώσει μοι ὁ Κύριος ...»

Ναι , κυρα – Σταματική μας . Έτσι είναι ! Και ήδη στα άσπρα μαλλάκια σου ο «της δικαιοσύνης στέφανος» λάμπει σαν φωτοστέφανο εδώ και καιρό .
Μακάρι να είσαι πάντα καλά και να ζήσεις όσα χρόνια θέλει ο Θεός .
Εκείνος ξέρει .