Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Άνθρωπος ήταν . Πριν γίνει Ήρωας . Με φόβους . Με αγωνίες . Με αδυναμίες .
Βρέθηκε Βασιλιάς . Της Σπάρτης . Μιας Πατρίδας που είχε βάλει Νόμους σκληρούς. Μα δίκαιους . Που δεν συγχωρούσε να δει ο εχθρός τις πλάτες του πολεμιστή .
Όταν το Χρέος τον κάλεσε , ένιωσε μέσα του όλους τους προγόνους . Άναψε στην ψυχή του η φλόγα να φωτίσει την ορμή τους . Να συνεχίσει το έργο τους . Να παραδώσει στο γιο του τη μεγάλη εντολή να τον ξεπεράσει . Διάλεξε Τριακόσιους Πολεμιστές . Όλοι είχαν , τουλάχιστον , ένα γιο . Για να μη σβήσει η γενιά τους . Και βάδισε μαζί τους . Εκεί μακριά . Στις Θερμοπύλες . Για να διαφεντέψει όχι ΜΟΝΟ τη Σπάρτη . Την Ελλάδα ΟΛΗ.
Έμεινε άφωνος ο Ανατολίτης : «Μα … στολίζονται πριν πεθάνουν» ;
Δεν ήξερε . Θα μάθαινε .
Κι έμαθε : Όταν πολέμησαν οι λίγοι με τους πολλούς . Και νίκησαν οι λίγοι .
Όταν ο Εφιάλτης έδεσε τη θηλιά του θανάτου , ο Λεωνίδας και οι Τριακόσιοι είδαν σαν σε όνειρο τη ζωή τους ΟΛΗ . Τη μάζεψαν , κομμάτι – κομμάτι , και την απίθωσαν στα χέρια του Θανάτου , της Σπάρτης και της Αιωνιότητας .
«Τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι» .
Έπεσαν ΟΛΟΙ . Μέχρι ενός . Πάνω στις ματωμένες ασπίδες . Καθώς τους είχαν διατάξει οι μανάδες τους . Και τα μάτια τους ήταν ανοιχτά . Κι ατένιζαν το γαλανό ουρανό . Κι ένα άσπρο σύννεφο που κουβαλούσε την ψυχή τους .
Τη στιγμή που οι Πέρσες κάρφωναν το κομμένο κεφάλι του Λεωνίδα στο κοντάρι και το ύψωναν θριαμβευτικά , δε γνώριζαν πως ήταν μια δάδα αναμμένη με άσβηστη φλόγα , που θα ’δινε Φως σ’ όλους τους αιώνες !