Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Χρειαζόταν μόνο ένα φαρδύ φιτίλι και πετρέλαιο καθαρό που το παίρναμε στο μπουκάλι από το μπακάλικο της γειτονιάς . Α ! Και μια πρόκα καρφωμένη στον τοίχο για να την κρεμάμε. Όταν έπαιρνε να νυχτώνει η μάνα μου την κατέβαζε με θρησκευτική ευλάβεια από το καρφί, την έβαζε πάνω στο τραπέζι του χειμωνιάτικου, έβγαζε το λαμπόγυαλο, το καθάριζε καλά εσωτερικά μ' ένα πανί και μια βεργούλα από την κάπνα τη χθεσινή, ανέβαζε με το ροδάκι λίγο το φιτίλι, κούρευε μ' ένα ψαλίδι το πάνω καμένο μέρος, συμπλήρωνε πετρέλαιο στη γυάλινη - διάφανη κοιλιά της κι ύστερα με μεγαλοπρέπεια άναβε ένα σπίρτο:

Τσάφφφφφ!!!

Έδινε φωτιά στο φιτίλι κι έβαζε στη θέση του το λαμπόγυαλο. Ρύθμιζε από το ροδάκι το φιτίλι ώστε να δίνει μια φλόγα που να μη μαυρίζει το γυαλί κι ύστερα την κρέμαγε στην πρόκα. Το μικρό δωμάτιο γέμιζε μ' ένα ιλαρό φως, κάπως σαν ξωκλήσι που του φέγγουν τα λιανοκέρια κι εμείς γινόμαστε κάπως σαν τοιχογραφίες Αγίων που τρεμόπαιζε πάνω στις μορφές τους το αχνό φως.

Κάτω απ' το φως της λάμπας τρώγαμε το φτωχικό βραδινό μας, ο πατέρας μ' ένα μελανομόλυβο, που το σάλιωνε κάθε τόσο για να γράφει, λογάριαζε τα έσοδα και τα έξοδα της ημέρας σ' ένα παλιό τετράδιο των παιδιών, τα παιδιά γράφαμε τα αυριανά μαθήματα και διαβάζαμε την ιστορία, την ανάγνωση, τα θρησκευτικά, την πατριδογνωσία κλπ και η μάνα έραβε μπαλώματα στον πισινό των παντελονιών μας...

Τα παιδιά πέφταμε πρώτα για ύπνο κι ώσπου να πέσουν κι οι μεγάλοι κυνηγούσαν τα μάτια μας τις σκιές που γένναγε το φως της λάμπας πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι. Κάποια απ' αυτές τις σκιές προλάβαινε και μας άρπαζε στην αγκαλιά της και μας κοίμιζε γλυκά, ώσπου να μας ξυπνήσουν τα κοκόρια απ' το κοτέτσι ότι ήρθε η ώρα για το σχολειό. Στο μεταξύ το πετρέλαιο στη λάμπα είχε σωθεί και η φλόγα είχε σβήσει, μέσα στη μυρουδιά του καθαρού πετρέλαιου που γέμιζε το δωμάτιο.

Σήμερα, δόξα τω Θεώ, έχουμε πολλά, μα πάρα πολλά, φώτα, αλλά ΦΩΣ δεν έχουμε!!!