ΕΛΛΑΔΑ. Μια κοινή εμφάνιση Καραμανλή - Σαμαρά και οι ομιλίες τους ήταν αρκετές για να ανοίξει θέμα επανόδου της Λαϊκής Δεξιάς στη χώρα; Είναι οι συνθήκες ώριμες για ριζικές αλλαγές ή πρόκειται για προφάσεις εν αμαρτίαις τις Δεξιάς Παράταξης;

Ο όρος Δεξιά στην πολιτική, αναφέρεται στις πολιτικές που προωθούν την ιδέα της συντήρησης (όρος χωρίς ενοχές). Η ιδεολογία της δεξιάς ασπάζεται την προάσπιση των αναπόσπαστων χαρακτηριστικών ενός έθνους, γιατί αποτελούν, κατ' αυτήν, αναπόσπαστο στοιχείο κάθε κοινωνίας, απαραίτητο για τη μετεξέλιξη και τη διαρκή πρόοδό της. Η δεξιά εμφανίζεται υπέρμαχη μόνο του οικονομικού φιλελευθερισμού, και αυτού όχι πάντοτε, ενώ αντιτίθεται στον κοινωνικό φιλελευθερισμό.

Ο όρος αναφέρεται κυρίως σε αντιλήψεις και θέσεις που μπορούν να χαρακτηριστούν ως συντηρητικές, με την πολιτική έννοια του όρου, που αφορούν δηλαδή τη διαφύλαξη της ιστορικής εθνικής κληρονομιάς και της θρησκείας, σφυρηλατώντας την αυθόρμητη τάξη κάθε κοινωνίας. Ανάλογα με την εποχή και τα συμφραζόμενα ωστόσο ο όρος υπόκειται σε διαφορετικές ερμηνείες: Ως δεξιοί χαρακτηρίζονται στη σύγχρονη εποχή του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς στην οικονομία.

Στον οικονομικό τομέα, οι δεξιές παρατάξεις ασπάζονται ενίοτε οικονομικές πολιτικές όπως ο νεοφιλελευθερισμός, που χαρακτηρίζονται από το αίτημα της ελαχιστοποίησης του κρατικού παρεμβατισμού, έτσι ώστε το κράτος να έχει την ιδιότητα του παρατηρητή και όχι του ρυθμιστή των κοινωνικών πεπραγμένων, με τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς να αναλαμβάνουν τον ρόλο του ρυθμιστή. Σε άλλες περιπτώσεις πτέρυγες της Δεξιάς όπως οι νεοσυντηρητικοί πρεσβεύουν πιο μετριοπαθείς φιλελεύθερες πολιτικές στην οικονομία, με απώτερο στόχο τη στήριξη του αστικού κράτους και του κράτους πρόνοιας.

Εδω έρχεται και η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας ως χώρα - έθνος με ισχυρό αποτύπωμα στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Η Ελλάδα, φύσει και θέσει, αναλμαβάνει ή υποχεώνεται σε ρόλους που συχνά απειλούν ή και τραυματίζουν σοβαρά την ταυτότητά της. Διαρκώς χρεωμένη (οικονομικά) η χώρα, λόγω εκούσιων και ακούσιων σφαλμάτων και συμφωνιών, αποτελεί για την ανθρωπότητα λίκνο της δημοκρατίας αλλά οι πολίτες της, εδω κι έναν αιώνα, βασανίζονται και άγονται και φέρονται, πότε απο αβάσταχτες εκτροπές (πόλεμος, καθεστώτα) και πότε απο απεγνωσμένες αναζητήσεις (κυβερνήσεις συνεργασίας, αλλαγής, ανατροπής).

Σήμερα, με κυβέρνηση της ΝΔ - και όχι της δεξιάς παράταξης - φαντάζει έντονο το ζητούμενο της Λαϊκή Δεξιάς. Με συντηρητική διάθεση και ανάλογη πολιτική γονιδιακή σύνθεση, οι δεξιοί θέλουν να συμμετέχουν στην νομή εξουσίας, οπότε όταν Κυβερνά η ΝΔ πρέπει να κυβερνά η δεξιά παράταξη. Είναι όμως έτσι; Το δόγμα Μητσοτάκη μάλλον αντιστέκεται σε αυτό και έτσι μοιραία προκύπτει μια ανάγκη που πάντα διαφαίνεται όταν η δεξιά πλευρά είτε δεν μετέχει στην εξουσία, είτε δεν ευημερεί. Ειδικά σήμερα που ο δεξιός πολίτης μετρά αποφάσεις και νόμους της κυβέρνησης της ΝΔ που αντιτίθενται σε βασικές αρχές και αξίες της, τα πράγματα γίνονται εξαιρετικά εύλεκτα.

Το επιχείρημα της επανόδου των αρχών και αξιών της Λαϊκής Δεξιάς μπορεί να προκύπτει εξ ανάγκης (μερίδας πολιτών) αλλά δεν σημαίνει ότι είναι απολύτως επίκαιρο και και ώριμο. Εκφραστές με άμεση ή έμμεση αναφορά στην ποθητή Λαϊκή Δεξιά, (Σαμαράς - Καραμανλής) πρέπει να πείσουν και να τεκμηριώσουν ότι μπορεί να υπάρξει δεξιά πρόταση αυθεντικά λαϊκή και γνήσια εθνική. Καραμανλής και Σαμαράς δεν είναι τυχαίο ότι προσωπικά πολιτεύονται σε χώρους με έντονη την εθνική, πατριωτική και αγωνιστική ταυτότητα (Μακεδονία και Μωριάς) και είναι φορείς ιδεών και αντιλήψεων που βρίσκονται στη βάση της Λαϊκής Δεξιάς. Όμως δεν είναι πάντα επαρκείς οι πολιτικές προτάσεις που πηγάζουν απο θέσεις και ιδέες που πρέπει πρώτα απ’ όλα να αντιαπαρατεθούν με την Ευρωπαϊκή και Παγκόσμια συνθήκη, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται εν μεσω πολιτικών, οικονομικών, επισιτιστικών και υγειονομικών κρίσεων. Εκτός και αν η Ελλάδα θέλει πρώτα να αλλάξει την Ευρώπη...

Η Ελλάδα σήμερα δεν είναι ισχυρή (η αν θέλετε δεν είναι τόσο ισχυρή) ώστε να θέσει όρους, όταν μάλιστα μια πτέρυγα της δεξιάς είναι ήδη σε διαδικασία μετάλλαξής της. Επίσης σήμερα οι φορείς και τα πρόσωπα που εμμέσως πλήν σαφώς θυμίζουν τη Λαϊκή Δεξιά και την Ελλάδα Πατρίδα, αφενός είναι σε διάσταση με τα μικρότερα δεξιά κόμματα, αφετέρου είχαν συμμετοχή (μικρή ή μεγάλη) στη διακυβέρνηση που ως προηγούμενη οδήγησε την χώρα στη σημερινή κατάσταση.

Απατείται ύψιστη τόλμη αυτοκριτικής, μεγάλη προσπάθεια αναβάπτισης και φυσικά συγκεκριμένη πρόταση διακυβέρνησης για να ανοίξει θέμα επανόδου της Λαϊκής Δεξιάς στην Ελλάδα και ότι αυτή κομίζει.

Ο Κώστας Ιορδανίδης έχει γράψει:

«Η λαϊκή δεξιά - στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες- δεν ήταν δημιούργημα άναρθρων φωνασκούντων, αλλά πολιτικών ευρύτατης παιδείας, που είχαν ως στόχο πρώτιστο να διαμορφώσουν πολιτικό σχηματισμό με πρόσωπο «κοινωνικό», μετριάζοντας - κατά περίπτωση - ή τη σαρωτική εισβολή φιλελευθέρων πολιτικών πρακτικών ή εξουδετερώνοντας την έλξη που ασκούσαν στους ενδεέστερους πολίτες τα σοσιαλιστικά κόμματα της εποχής.

Οταν ο Δημήτριος Γούναρης ίδρυσε το Λαϊκό Κόμμα περί τα μέσα Οκτωβρίου 1920 δεσμεύθηκε ότι θα προωθήσει κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, φιλεργατική νομοθεσία και γύρω από το κόμμα του συσπειρώθηκαν 52 συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον κατηγόρησε ότι απέβλεπε στη διατάραξη της κοινωνικής γαλήνης και της καθεστηκυίας τάξεως. Παράλληλα, η φιλελεύθερη εφημερίδα «Εστία» έγραφε ότι ο «ελλογιμότατος κ. Γούναρης ύψωσε την σημαίαν του σοβιετισμού».

Στην Ελλάδα το Λαϊκό Κόμμα δεν είχε έντονη ιδεολογική φυσιογνωμία. Μόνον μετά τον τραγικό εμφύλιο, διαπιστώθηκε η ανάγκη αντιμετωπίσεως της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας και για τον λόγο αυτόν το Σύνταγμα του 1952, που κατέθεσε ο Νικόλαος Πλαστήρας, περιέλαβε πρόνοια [άρθρο 16] που προέβλεπε παιδεία «επί τη βάσει των κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Η ιδέα ευτελίσθηκε από την οικτρή δικτατορία των συνταγματαρχών και στη μεταπολίτευση επιχειρήθηκε η υποκατάστασή της από το «ευρωπαϊκό ιδεώδες» – τόσο αβαθές ώστε σαρώθηκε κυριολεκτικώς από τα κόμματα της άκρας δεξιάς, που αποτελούν την παθογένεια της συντηρητικής ιδεολογίας».

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι και η καταγεγραμμένη άποψη του Ευτύχη Βαρδουλάκη.

«Αρκετά «παραδοσιακά» κεντροδεξιά κόμματα αμφισβητήθηκαν, κυρίως από τα «δεξιά» τους, από κόμματα που εξέφρασαν πιο ριζοσπαστικοποιημένα κοινωνικά στρώματα και ηλικιακές ομάδες, πολίτες που αναζήτησαν – σε ταραγμένους καιρούς – την ασφάλεια σε παραδοσιακές έννοιες: ισχυρό εθνικό κράτος, κλειστά σύνορα, επιστροφή στην παράδοση. Η επιρροή των κεντροδεξιών κομμάτων μειώθηκε προς όφελος κυρίως κομμάτων της λαϊκίστικης, ριζοσπαστικής Δεξιάς...

Τα όρια, μεταξύ της παραδοσιακής, συντηρητικής, λαϊκής Δεξιάς και της ριζοσπαστικοποιημένης λαϊκίστικης Δεξιάς δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Εξ ου και κανείς δεν πρέπει να θεωρεί τους πρώτους ψηφοφόρους ως δεδομένους, παραβλέποντας τις όποιες ευαισθησίες τους και την ανάγκη συνεχούς πολιτικής «ζύμωσής» τους. Είτε σε περιόδους κρίσης, όπου απειλείται το επίπεδο ζωής τους, είτε σε περιόδους χαμηλών διακυβευμάτων, όπου τα πιο «ταυτοτικά» στοιχεία της ψήφου μπορούν να αποκτήσουν μεγαλύτερη βαρύτητα, η μεταβλητότητα της εκλογικής συμπεριφοράς δεν μπορεί να υποτιμηθεί».

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις