Όχι άλλα δάκρυα για τα παλιά σπίτια - Μέρος 1ο
Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος
Πριν λίγο καιρό αφήσαμε το δάκρυ μας να τρέξει για το χαμό του ιστορικού σπιτιού-κλινικής του Γιατρού Χρήστου Καρβούνη, ο οποίος έχυσε το αίμα του, μεταξύ των 118 Εθνομαρτύρων Σπαρτιατών, στο Μονοδέντρι, κάτω από τις ριπές των γερμανικών πολυβόλων. Ξαφνικά, όλοι μας ανακαλύψαμε και τις αρχιτεκτονικές αρετές του ιστορικού αυτού κτιρίου και καταλογίσαμε (αορίστως) ευθύνες σε «κάποιους» (ποιους άραγε ;) που θα μπορούσαν (πώς ;) να σώσουν αυτό το κτίριο, το οποίο ήταν στενά δεμένο με την ιστορία της νεότερης Σπάρτης.
Την επομένη τα δάκρυα είχαν στεγνώσει και οι ευαισθησίες είχαν καταχωνιαστεί και πάλι στα αραχνιασμένα βάθη του «Eίναι» μας αναμένοντας τη νεκρανάστασή τους, όταν θα συμβεί η επόμενη κατεδάφιση ή κατάρρευση ενός άλλου ιστορικού κι αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος κτιρίου, εξ εκείνων που στέκονται ακόμα όρθια μέσα σ’ αυτήν την πόλη, η οποία απαθής (και πάντα θρηνωδούσα εκ των υστέρων) παρακολουθεί να χάνεται η ιστορική κληρονομιά και τα παραδοσιακά της στοιχεία, εκείνα που τη συνδέουν με το παρελθόν και τις γενιές που προηγήθηκαν.
Θα ήταν μάταιο να απαριθμήσει κανείς τη μακρά κι ατέλειωτη σειρά των παλαιών σημαντικών κτιρίων της Σπάρτης τα οποία πέρασαν στη λήθη αλλά κι εκείνων των πολλών ακόμα που έχουν βάλει υποψηφιότητα για τα Ιλίσια Πεδία των παλαιών σπιτιών. Καλύτερο και πιο ουσιαστικό θα ήταν να αναζητηθούν οι αιτίες αυτού του θλιβερού φαινομένου και να γίνουν προτάσεις ρεαλιστικές που θα οδηγήσουν σε αποτελέσματα.
Πρώτα απ’ όλα φαίνεται ότι έχει πρόβλημα η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, η οποία έχει απωλέσει την πίστη της στο ιδανικό του Κάλλους το οποίο χαρακτήριζε τους αρχαίους ημών προγόνους. Και η τραγική ειρωνεία είναι, πως ενώ εμείς οι Έλληνες απωλέσαμε ένα αρχέτυπο εθνικό χαρακτηριστικό μας, οι άλλοι Ευρωπαίοι (και όχι μόνο) ενστερνίστηκαν αυτό το δάνειο ιδανικό και το έκαναν αναπόσπαστο μέρος της εθνικής τους κουλτούρας.
Βλέπουμε έτσι τις ευρωπαϊκές πόλεις να έχουν διατηρήσει (εν πολλοίς) ατόφια τα ιστορικά τους κέντρα και να αναπτύσσονται οικοδομικά γύρω κι έξω απ’ αυτά. Τα παλιά σπίτια, τα δημόσια κτίρια, οι εκκλησίες, οι δρόμοι, τα μαγαζιά, οι γέφυρες και κάθε άλλο αρχιτεκτονικό παραδοσιακό στοιχείο των πόλεων αυτών, αφού με ευθύνη της πολιτείας έχει συντηρηθεί και ανακαινισθεί με φροντίδα, γνώση και σεβασμό, έχει παραδοθεί στους πολίτες (στους οποίους άλλωστε και ανήκει) ανεβάζοντας την ποιότητα της ζωής των τοπικών κοινωνιών, δημιουργώντας πρότυπα εθνικής ιστορικής μνήμης και σεβασμού προς το παρελθόν του τόπου και προς τις γενιές που προηγήθηκαν. Από κοντά, γύρω απ’ αυτά τα διατηρημένα πανέμορφα ιστορικά κέντρα αναπτύσσεται ένα μεγάλο κύμα ποιοτικού τουρισμού, το οποίο με τη σειρά του συνεισφέρει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών αυτών. Σε τούτες τις ευρωπαϊκές πόλεις όποιος κατέχει ένα αρχιτεκτονικά παραδοσιακό κτίσμα αισθάνεται, πραγματικά, ευλογημένος από την τύχη, ευτυχισμένος και προνομιούχος έναντι των άλλων.
Αντιθέτως στην Ελλάδα οι τοπικές κοινωνίες όχι μόνο δεν ανέχονται την ύπαρξη των παλαιών παραδοσιακών κτιρίων αλλά επιπλέον ασκούν και μεγάλες πολιτικές πιέσεις, ώστε να πέσουν και τα τελευταία θεσμικά φράγματα προστασίας των που έχουν απομείνει.
Στη Σπάρτη, για παράδειγμα, εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα το «ανάθεμα» για τον αείμνηστο Αντώνη Τρίτση και τους συνεργάτες του οι οποίοι στη 10ετία του ’80 υλοποίησαν, τοπικά, το θεσμό του χαρακτηρισμού διατηρητέων κτιρίων της πόλης. Μ’ όλες τις αντιδράσεις που υπήρξαν (και υφίστανται ακόμα ) και μ’ όλα τα παραθυράκια που ανακάλυψαν για να υπερκεράσουν το νόμο οι επιτήδειοι, έγινε κατορθωτό, χάρη σ’ εκείνη την προσπάθεια (που έμεινε, δυστυχώς, ανολοκλήρωτη) κάποια σημαντικά κτίρια-στολίδια της Σπάρτης να διασωθούν οριστικά.
Δυστυχώς, όμως, υπάρχει μια πληθώρα τέτοιων παραδοσιακών κτισμάτων μέσα στη Σπάρτη, τα οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οδηγούνται στην κατεδάφιση ή στην κατάρρευση και στην αντικατάστασή τους με τσιμεντένια μεγαθήρια, ενώ άλλα έχουν χαθεί για πάντα μέσα στη διαδρομή του χρόνου. Το κίνητρο του κέρδους και ο άκρατος ατομισμός έχουν διαποτίσει τόσο πολύ το σύγχρονο Έλληνα και το Σπαρτιάτη, ώστε κάθε άλλη αξία εθνική, σπαρτιατική, πολιτιστική, κοινωνική, παραδοσιακή, αισθητική, κλπ, να έχει εξοβελιστεί στο «πυρ το εξώτερον». Σ’ αυτό, βεβαίως, έχει συντελέσει και το αναιμικό θεσμικό πλαίσιο της πολιτείας σχετικά με τα διατηρητέα κτίρια, το οποίο φαίνεται ότι δε δίνει ικανά κίνητρα στους ιδιοκτήτες για τη συντήρηση και αναπαλαίωση τέτοιων κτισμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να καθίστανται εφιαλτικό φορτίο και βάρος γι’ αυτούς και να κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να τα ξεφορτωθούν.
Δεν είναι τυχαίο ότι η Σπάρτη είναι η μοναδική πόλη σ’ ολόκληρη την Ελλάδα όπου τα ιδιωτικά συμφέροντα, συνεργούντων και των τοπικών αρχόντων, κατόρθωσαν κάποτε να επιβάλλουν την οικοπεδοποίηση της μισής πλατείας της πόλης η οποία στα σχέδια των Βαυαρών έφτανε μέχρι το Μουσείο. Ούτε επίσης είναι τυχαίο που οι περίφημες και μοναδικές Καμάρες της Σπάρτης έχουν υποστεί αυτόν το διαχρονικό αρχιτεκτονικό βιασμό, που τα πολεοδομικά ύψη πέριξ της πλατείας έχουν ξεφύγει προς τα πάνω μετατρέποντάς την σε «πηγάδι», που τα οικοδομικά τετράγωνα χάνουν το πράσινο εσωτερικό τους, που το βαυαρικό σχέδιο της Σπάρτης έχει γίνει ανάμνηση, κλπ. κλπ.
Πραγματικά, κάθε κοινωνία έχει αυτό που της αξίζει.
Επομένως είναι μάταιες οι κραυγές διαμαρτυρίας που υψώνονται κάθε φορά προς τα άνω. Εκείνο που χρειάζεται πρώτα απ’ όλα είναι να διαπαιδαγωγηθεί η κοινωνία ώστε να μάθει να ιεραρχεί σωστά τις αξίες της ζωής. Αυτό όμως προϋποθέτει μια μακρά διαδικασία και πάνω απ’ όλα μιαν άλλη ποιότητα ανθρώπων. Άρα, κατά πώς φαίνεται, ελπίδα δεν υπάρχει.
Θα ρωτήσει τώρα κάποιος αφελώς ή εκ του πονηρού:
-Και τι μας χρειάζονται σήμερα τα παλιά σπίτια;
Πώς όμως να του εξηγήσεις το αυτονόητο;
Πώς να του εξηγήσεις ότι ο Θεός μας έδωσε τα μάτια για να αντικρίζουμε το Ωραίο, ώστε να γίνεται και η ψυχή μας Ωραία, να γινόμαστε έτσι και ως Άνθρωποι Ωραίοι και όλοι μαζί να φτιάχνουμε μιαν Ωραία κοινωνία και έναν κόσμο Ωραίο;
Πες, ακόμα, ότι μια μάνα ή ένας πατέρας «τρελαίνονται» και πιάνουν όλες τις οικογενειακές φωτογραφίες και τις καίνε στο τζάκι. Κι έρχονται μετά τα παιδιά και ρωτάνε:
-Μαμά, Μπαμπά, πώς ήταν η προγιαγιά; Πώς ήταν ο παππούς; Πώς ήσαστε εσείς νέοι; Πώς ήμαστε εμείς μωρά; Πώς ήταν το παλιό μας σπίτι; Πώς έγινε ο γάμος σας; Πώς ήταν στα βαφτίσια μας; Τι κάναμε στα γενέθλιά μας; Πώς γιορτάζαμε τα Χριστούγεννα; Ποια παιχνίδια παίζαμε; Ποιους φίλους είχαμε; Πώς ..; Τι..; Πού..; Πότε..; Ποιοι..; Γιατί..;
Κι απαντήσεις δε θα υπάρχουν γιατί κάηκε ο δεσμός με το Χθες και τα λόγια δε φτάνουν για να τον περιγράψουν.
Έτσι είναι και μια Πόλη που αφήνει να καταστρέφονται όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της τα οποία τη συνδέουν με το παρελθόν και σηματοδοτούν την πορεία της προς το μέλλον: Θα μεγαλώσει παιδιά που δε θα ξέρουν από πού έρχονται και πού πηγαίνουν. Θα γίνει μια μάνα, άλλη από εκείνη που ήταν κάποτε. Mια μητριά άσπλαχνη που θα κακομεταχειρίζεται τα παιδιά της και θα βασανίζει τις ζωές τους.
Αν μπορούμε, λοιπόν, να κάνουμε κάτι ουσιαστικό για να σώσει η Σπάρτη την Ψυχή της, ας το κάνουμε τώρα. Διαφορετικά, τα ευκαιριακά μας δάκρυα, κάθε φορά που συμβαίνει μια καταστροφή, θα μπορούν εύκολα να χαρακτηρίζονται κροκοδείλια με μόνο σκοπό τη συνειδησιακή τακτοποίησή μας.
«Όλη η πόλη ένα συνονθύλευμα κουτιών. Ζούμε κρεμασμένοι σε πλάκες που η μια επικάθεται πάνω στην άλλη και κάθε τόσο αναρριχώμαστε όλο και ψηλότερα. Μέσα εκεί, σε κάποιον όροφο, «ξετυλίγεται» η ζωή μας . Εγκλωβισμένοι για πάντα μέσα στην αποπνικτική ατμόσφαιρα των μικρών δωματίων, των σκοτεινών διαδρόμων, των στριφογυριστών κλιμακοστασίων».
ΤΑΣΗΣ ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ
«Τα κουτιά»
(Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο προέρχονται από το προσωπικό μου αρχείο και αφορούν μερικά από τα όμορφα σπίτια της Σπάρτης που γκρεμίστηκαν κατά την τελευταία 25ετία .)