Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Σήμερα, κάθε «αξιοπρεπές» σπίτι έχει μια, δυο, τρεις, τέσσερις (καμιά φορά και περισσότερες) …κρεβατοκάμαρες. Κρεβατοκάμαρες πολυτελείς, άνετες, με ωραία και μοντέρνα κρεβάτια, άψογα κομοδίνα, κομψές τουαλέτες, ντουλάπες πολυτελείας, φωτιστικά ατμοσφαιρικά κλπ, κλπ.

Τα παλιά και ταπεινά σπιτάκια, όμως, μόνο κρεβατοκάμαρα δεν είχαν. Ή, καλύτερα, κάθε ένα από τα λίγα και φτωχικά τους δωμάτια ήτανε και μια … «κρεβατοκάμαρα». Θυμάμαι, ας πούμε, το σπίτι μου το πατρικό, είχε τρία, όλα κι όλα, δωματιάκια, και είχαν ΚΑΙ τα τρία κρεβάτια.

Κρεβάτι (ντιβάνι) στο χειμωνιάτικο, δυο μικρά κρεβατάκια στην κάμαρη και μια «καριόλα» στη σάλα.

Κι επειδή, τότε, τα κρεβάτια, για εξοικονόμηση χώρου, μπαίνανε στις άκρες, κολλητά στους τοίχους, οι νοικοκυραίοι, από πολύ παλιά (ποιος ξέρει από πότε;), ανακαλύψανε τις «πάντες». Ένα κάλυμμα, δηλαδή, (ή και δύο αν ήτανε ανάγκη) στην «πάντα» του κρεβατιού, για να φυλάει τους ανθρώπους που κοιμούντανε από το κρύο του τοίχου, να ζεσταίνει όλο το δωμάτιο, να προφυλάει τον τοίχο από το λέρωμα, αλλά και για να στολίζει τη γωνιά εκείνη του κρεβατιού και το δωμάτιο μαζί με τα κάδρα και τις ασπρόμαυρες κορνιζωμένες φωτογραφίες των παππούδων προγόνων, των γονιών και των άλλων προσφιλών προσώπων, «ζώντων τε και τεθνεώτων», που κρέμονταν από τις πρόκες του τοίχου, σα να ’τανε κονίσματα όπως εκείνα στο αντικρινό εικονοστάσι, με το πάντα αναμμένο καντήλι, τους Αγίους, την Παναγία, τον Χριστό και τη Στεφανοθήκη.

Οι παλιές αυτές (και περιφρονημένες σήμερα) «πάντες» ήτανε, οι περισσότερες, υφαντές στον αργαλειό, άλλες κεντημένες από τη νοικοκυρά ή την κόρη του σπιτιού στα ατέλειωτα νυχτέρια κι άλλες (οι λιγότερες) ήτανε βελούδινες σταμπωτές (έτοιμες) του εμπορίου.

«Πάντες» που δεν ζέσταιναν μόνο τον κρύο τοίχο, αλλά ολόκληρο το σπίτι, μαζί και τις ψυχές των ανθρώπων.

Οποιαδήποτε μορφή κι αν είχανε οι «πάντες», ΟΛΕΣ ήτανε ομορφοστολισμένες:

Άλλες με ωραία, λαϊκά, παραδοσιακά σχέδια και στολίσματα που έρχονταν από τα βάθη του χρόνου για να ζωντανέψουν μέσα από το υφάδι και το στημόνι του αργαλειού και τα άξια χέρια της υφάντρας.

Άλλες με ωραία κεντίδια, σταυροβελονιά, από την υπομονετική γιαγιά, που πυρωνότανε το χειμώνα καθισμένη στο σκαμνί, πλάι στο αναμμένο, με τα κούτσουρα, τζάκι.

Άλλες με όμορφα και περίτεχνα σταμπωτά στολίδια και παραστάσεις (στις βελούδινες «πάντες») που αγόραζαν στα πανηγύρια από τους εμπόρους.

Άλλες με λουλούδια, κάθε λογής, με αρχαιοελληνικούς μαιάνδρους, βυζαντινά κοσμήματα που λες και είχανε βγει από τις κόγχες της παλιάς εκκλησίας, παγώνια όμορφα με μεγάλες φανταχτερές ουρές μπροστά σε σιντριβάνια, με σκυλιά του κυνηγιού την ώρα που «μυρίζανε» το λαγό ή την μπεκάτσα, ελάφια μεγαλόπρεπα με κλαδωτά κέρατα με το κεφάλι ψηλά μπροστά στο καθαρό ποτάμι που ήπιανε νερό, ο Ιησούς Χριστός με τους Δώδεκα Μαθητές του στο Μυστικό Δείπνο, λιοντάρια ξωτικά που ’ρθανε από μακρινές ζούγκλες για να φυλάξουνε το σπίτι και τους νοικοκυραίους, ο Πάρης που δίνει το μήλο το χρυσό στην Αφροδίτη, πουλάκια του Θεού που πετάνε πάνω από ανθισμένα λιβάδια σε γαλανούς ουρανούς, Άγγελοι που κατεβήκανε στη Γη για να γνωρίσουνε την ομορφιά της, καραβάνια της ερήμου με λιγνοπόδαρες γκαμήλες και κεφαλοδεμένους Βεδουίνους που φτάνουνε στην όαση με τις χουρμαδιές και το νερό, χωριατοπούλες όμορφες με τα καλάθια στα χέρια και τις πολύχρωμες ποδιές τους μπροστά σε ποταμάκια σε λιβάδια καταπράσινα και μενεξεδένια βουνά, ο Ρωμαίος γονατιστός μπροστά στην Ιουλιέτα να της τραγουδά την αγάπη του με το λαούτο, χανούμισσες με αραχνοϋφαντα πέπλα που χορεύουνε λυγερά μπροστά στους πασάδες που ξαπλωμένοι σε μεταξωτές μαξιλάρες καπνίζουνε αρειμάνια το ναργιλέ τους, μικρά γυμνά αγγελουδάκια τ’ ουρανού με λευκά φτερά που παίζουνε με τα πουλιά της γης, ο Τάσος και η Γκόλφω στο δασωμένο Χελμό που αρραβωνιάζονται με «μάρτυρες τα φύλλα του πλατάνου», η Παναγία μας («ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΘΕΟΤΟΚΕ ΣΩΣΟΝ ΗΜΑΣ»), το δέντρο της ζωής, ο Μεγαλέξαντρος κι η αδερφή του η Γοργόνα, ο Δικέφαλος Αετός απ’ την Αγια-Σοφιά … και άλλα πολλά και πάμπολλα διακοσμητικά αλλά και φυλακτικά-αποτροπαϊκά σύμβολα και μοτίβα, για την αφθονία, την ευγονία, την καλή τύχη, τη γονιμότητα, τη συντροφικότητα, την ασυντρόφευτη ζωή και την αιωνιότητα, αποτυπώνονταν πάνω στις παλιές παραδοσιακές «πάντες», που κρέμονταν στους τοίχους, εκεί στις πάντες και στα προσκέφαλα των κρεβατιών του παλαιού ελληνικού σπιτιού.

Η «πάντα» θεωρούνταν απόλυτα απαραίτητη, στα χρόνια τα παλιά, για την προίκα των κοριτσιών του σπιτιού, για τούτο και οι μανάδες φρόντιζαν να μεγαλώσουν το γιούκο της προίκας της κόρης με μερικές «πάντες».

Κι όταν εκείνη παντρευότανε κι έβγανε τα προικιά της έξω, δυο μέρες πριν από το γάμο, για να τα δει και να τα θαμάξει όλο το χωριό, πάνω απ’ όλα τα προικιά της έβαζε τις «πάντες» τις φανταχτερές.

Και οι νοικοκύρηδες οι «μπουλουκτσήδες», που λείπανε πολύ καιρό σε δουλειές μακριά απ’ το χωριό και το σπίτι, σα γυρίζανε πίσω και είχανε το κεμέρι γιομάτο, παίρνανε μια «πάντα» δώρο για τη γυναίκα τους, για να την ευχαριστήσουνε για την υπομονή της να τους καρτεράει μόνη τόσο καιρό και για να νιώθουνε κοντά της όταν αλαργεύανε.

Και τα παιδιά του σπιτιού (το κάνανε κι οι μεγάλοι) το ’χανε για ονειροπόληση, να στέκουνται γονατιστά ή πλαγιαστά μπροστά στις «πάντες» και να ταξιδεύουνε μέσα τους με τα καράβια τα μαγικά του μυαλού τους.

Και οι τσιγγάνοι οι νομάδες, μόνο με «πάντες» πολύχρωμες και φανταχτερές μπορούσανε να στολίσουνε τα τσαντίρια τους, γι’ αυτό, μέχρι και τα τελευταία χρόνια, ήτανε οι μόνοι που ψάχνανε και αγοράζανε ακόμα «πάντες», παντού όπου τις βρίσκανε.

Για όλα αυτά, και για πολλά άλλα ακόμα, όποιος «κρυώνει» σήμερα μέσα στο ζεστό και άνετο σπίτι του και νιώθει… κάπως «άβολα», είναι που λείπει από τον τοίχο του κρεβατιού του η «πάντα», με ό,τι μπορεί να σήμαινε αυτή, κάποτε, για το σπίτι και την οικογένεια.

«Τα κάντρα με τις κορνιζωμένες φωτογραφίες των παππούδων - προγόνων, των γονιών και των προσφιλών προσώπων. Ψηλά στην γωνιά και το εικονοστάσι με το καντήλι αναμμένο. Η κατάνυξη και η προσευχή = «πέφτω κάνω τον σταυρό μου, άγγελο έχω στο πλευρό μου» = δεν απόλειπε από κάθε στιγμή της ημέρας!

Τάξη, καθαριότητα, νοικοκυροσύνη, καλλιτεχνική ευαισθησία.

Σε τέτοιο χώρο, όπου η Παράδοση βιώνεται, έτσι απλώς στην καθημερινότητά της, πώς να μην γαληνεύει η ψυχή και να μη «βασιλεύει» η οικογενειακή θαλπωρή; Κι όλη αυτή την «κληρονομιά», την παραπετάξαμε στα παλιατζίδικα και συμβιβαστήκαμε με την ξενόφερτη «βαρβαρότητα»!

Γιάννης Αντ. Χειλάς Δάσκαλος και Υπεύθυνος Ναυτικού Μουσείου Καλύμνου, 10.01.2022, rodiaki.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις