Γράφει η Πόπη Χριστάκου, Δασκάλα του 4ου Δημ. Σχ. Σπάρτης.

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί συνέχεια προηγούμενης δημοσίευσης, στην προσπάθειά μας να γνωρίσουμε καλύτερα και σε βάθος (στο βαθμό που μπορούμε) τον ποιητή Μιχ. Γκανά.

Γράφαμε λοιπόν ότι ο Γκανάς έχει δημοσιεύσει δύο πεζογραφήματα. Το «Μητριά Πατρίδα» και το «Γυναικών. Μικρές και πολύ μικρές ιστορίες». Εκδ. Μελάνι.
Για το α΄ οι αναγνώστες μας έχουν ήδη διαβάσει.
Σήμερα θα μιλήσουμε για το β΄.

Με το δεύτερο πεζό του,(συλλογή πεζών, θα ’ταν πιο σωστό) ο Μιχάλης Γκανάς ανοίγει μια πόρτα στον κόσμο των γυναικών. Πρόκειται για ένα βιβλίο ύμνο στη γυναίκα, στην αγάπη, την ομορφιά, τη χαρά, μα και στη θλίψη, την απόγνωση, την παραίτηση, τη φυγή, τη μοναξιά.
Δεκάξι γυναίκες, δεκάξι αντίστοιχες σύντομες ιστορίες, κι ένας άντρας που με ιδιαίτερο σεβασμό κάνει βουτιά στο γυναικείο ψυχισμό, ανασύροντας στην επιφάνεια πόθους κι επιθυμίες, χαμένα συναισθήματα, πικρές αλήθειες.

Κείμενα σύντομα τα δεκάξι πεζά, αποτελούν πορτρέτα ή λεπτομέρειες από πορτρέτα γυναικών. Κορίτσια ολόδροσα, που μαγνητίζουν το αντρικό βλέμμα και τρελαίνουν τη φαντασία, μεσόκοπες, ηλικιωμένες, κόρες και μανάδες, γυναίκες σε cafe΄, στον απέναντι δρόμο, μπροστά στον υπολογιστή, γυναίκες στο τηλέφωνο, γυναίκες με τ’ όνομα Κυμοθόη,(γρήγορη σαν το κύμα δηλαδή) γυναίκες Αιγοκερίνες, αλλοδαπές με εξωτική ομορφιά, δούλες σε ξένα σπίτια, ευέξαπτες σύζυγοι, γυναίκες θα ’λεγα της διπλανής πόρτας, χειροπιαστές κι αναγνωρίσιμες. Όλα πάνω τους είναι πραγματικά, από τη λάμψη του νεανικού δέρματος ως τις γραμμώσεις των γερασμένων χεριών.
Κάποιες συναντά ο ίδιος ο συγγραφέας, αρκετές υμνεί, κι άλλες τις αφήνει ν’ αφηγηθούν την ιστορία τους οι ίδιες. Αυτός απλώς επιχειρεί το πολύ απλό μα και συνάμα τόσο δύσκολο, να διαβεί τους δρόμους της καρδιάς, του μυαλού και της ψυχής τους. Προσεγγίζει τις γυναίκες με δέος κι ιερότητα αλλά σίγουρα σαν μια άγνωστη χώρα. Ο θηλυκός κόσμος ασκεί μια μαγική επιρροή στο συγγραφέα, που παραδίνεται, όχι πάντα αμαχητί.

Οι ιστορίες του κινούνται γύρω από δύο πόλους. Από τη μια η νιότη, η συντροφικότητα, ο έρωτας κι απ’ την άλλη η κόπωση απ’ τη ζωή και το πέρασμα του χρόνου, η μοναξιά κι η οσμή του θανάτου.
Μικρές και μεγάλες απογοητεύσεις, μικροχαρές, χαμένες ευκαιρίες, νοσταλγία αλλά και μια ήρεμη ενατένιση της ζωής, που γαληνεύει τον αναγνώστη.

Αν και οι ηρωίδες του κινούνται σε συναισθηματικές ατραπούς, η προσέγγισή τους δε σου προκαλεί θλίψη, αντίθετα σε βάζει στη διαδικασία να επαναπροσδιορίσεις και να επανεκτιμήσεις πρόσωπα και καταστάσεις, να σταθείς σε στιγμές που άφησες να χαθούν, δίχως να τους αποδώσεις την αξία που πραγματικά είχαν.
Ο λόγος του Γκανά σ’ αυτές τις ιστορίες είναι άλλοτε επιγραμματικός, σε πιο πεζή γλώσσα κι άλλοτε λυρικός και χειμαρρώδης.

Θα παραθέσω μερικά μικρά αποσπάσματα.
-Πούσκιν; τη ρωτάω.
-Πούσκιν, μου απαντάει.
-Ρωσίδα; της κάνω.
-Ουκρανή, διορθώνει.
Πουτάνα, σκέφτομαι.
-Όχι, ποιήτρια, μου λέει. (σελ.10)

Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουνε δουλειά, κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, άστα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σα να θέλουν κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει. Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. (σελ. 12)

Δεν μπορεί τα μονά, ούτε τις μονές κάλτσες ούτε τους μονούς ανθρώπους, τα θέλει όλα ζυγά…(σελ. 55)

Νυστάζω μάνα μου, νυστάζω, κι εσύ δεν είσαι εδώ να με νανουρίσεις… (σελ. 28)

Σαν κάποιος να έκαιγε ξερά χόρτα μέσα στο στήθος του. Τι να γίνεται εκεί μέσα, τι να είδε αυτός ο καπνός, τι σπήλαια και τι πίσσες. (σελ. 89)

Αυτά τα δύο πεζογραφήματα του Μιχάλη Γκανά νομίζω ότι πρέπει να φωλιάσουν σε κάποιο ράφι της βιβλιοθήκης όλων μας. Όλων των γυναικών αλλά κι όλων των αντρών που αγαπούν τη γυναίκα.
Προσωπικά, ο τρόπος που προσεγγίζει είτε τη γυναίκα-σύντροφο είτε τη γυναίκα-μάνα, με γοήτευσε, με συνεπήρε και με συγκίνησε.