"Αδέλφια μου, αλήτες", Ρομά…
Κατάγομαι από την Τραπεζοντή.
Ονειρεύτηκα τη ζωή μου στο μικρό χωριό που σεβάστηκαν Τούρκοι και Γερμανοί…
Ο Ταύγετος με γοήτεψε ίσως περισσότερο από την Αθήνα και τη Σπάρτη.
Η φύση είναι πράγματι πλανεύτρα και με έπεισε ότι εδώ θα μπορούσα να κάνω πραγματικότητα το ελληνικό όνειρο. Το σπίτι των παππούδων μου βελτιωμένο για τα παιδιά μου. Ένας κήπος κι ένα περιβόλι. Ο ήλιος, η βροχή, ο ανοικτός νότιος ορίζοντας, το αεράκι. Λιοπύρι το καλοκαίρι, αρώματα την άνοιξη, ο χειμώνας και το φθινόπωρο ανθρώπινα και δημιουργικά.
Δίπλα στην ιστορία, μέσα στην φύση. Στην καρδιά της μοναδικής μου κληρονομιάς.
Κατάγομαι από την Τραπεζοντή. Ονειρεύτηκα την ζωή μου στο μικρό χωριό μου που δεν σεβάστηκαν οι Νεοβάρβαροι και οι Τροϊκανοί.
Τέτοια συνέπεια στην καταστροφή του, τέτοια επιτυχία στην υποβάθμισή του, δεν μπορεί παρά να είναι μέρος ενός σχεδίου. Σχεδίου που θέλει να «σπάσει» όποιον δεσμό έχει μείνει στους ανθρώπους με την φύση και την παράδοση.
Σχέδιο που θέλει να αποτρέψει τους νέους από την επιστροφή στη «μήτρα» γή. Σχέδιο που θέλει να «σκοτώσει» τα δυνατά αισθήματα των Ελλήνων για κάθε ξένο και διαφορετικό.
Κατάγομαι από την Τραπεζοντή. Ονειρεύτηκα την ζωή μου στο μικρό χωριό μου…
Το όνειρό μου δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα γιατί:
Η Τράπεζα δεν με συγχωρεί που χρωστώ το στεγαστικό μου δάνειο.
Χρειάζεται τα χρήματά μου για να δανείσει, αγύριστα, τους Ρομά της Τραπεζοντής.
Η Πολιτεία έχει υπερβολικές – απαγορευτικές - απαιτήσεις, (αρχαιολογία, πολεοδομία κ.λ.π.) γιατί προορίζει, φαίνεται, το χωριό μου για «σύγχρονο» πανάκριβο προάστιο που άλλο τέτοιο δεν θα υπάρχει…
Στο δικό μας το χωριό, όμως, γεννήθηκε το ανέκδοτο με τον γιατρό και το γύφτο…
Το όνειρό μου δεν θα γίνει πραγματικότητα γιατί τα παιδιά μου φοβούνται (αρνούνται) να κυκλοφορήσουν στα δρομάκια του χωριού.
Ένας περίπατος για παπαρούνες μπορεί να αποβεί μοιραίος…
Κάποτε ο φιλόξενος θείος μας υποδεχόταν με το φουρνόφτιαρο. Τώρα κρατά καραμπίνα!
Η κυρά γειτόνισσα μας καλημέριζε από το ανοικτό παράθυρο. Τώρα τη χάσαμε. Έμαθε να κοιτά πίσω από την κουρτίνα!
Το όνειρό μου γίνεται εφιάλτης!
Είχα φυτέψει μια πορτοκαλιά που την εζήλευε όλη η γειτονιά… Την έχασα!
Είχα φυλάξει το καντάρι της γιαγιάς που ζύγιζε την «πρόοδο» του πατέρα μου…
Το έχασα κι αυτό!
Το εικόνισμα ατιμάστηκε. Το χαρανί αμαυρώθηκε. Το σαμάρι χάθηκε…
Τα μάτια μου και η καρδιά μου κλαίνε!
Όλα όσα είχα τα έχασα…
Ένα πεύκο στο νεκροταφείο, πάνω από το τάφο του πατέρα που τίμησε και τιμήθηκε από το χωριό. Κι από κάτω ένα σπασμένο μνήμα, ο σταυρός κομμάτια κείτεται, το καντήλι χωρίς λάδι, το λιβάνι δεν ανεβαίνει ψηλά… Κάτι κακό συμβαίνει!
Ψάχνω για αδέλφια στη ρίζα μου και βλέπω τα πουλιά να φεύγουν τρομαγμένα!
Ψάχνω για αδέλφια και βρίσκω αλήτες…
Κατάγομαι από την Τραπεζοντή.
Δεν έχει τίποτα σπουδαίο σήμερα. Κάποτε είχε τα πάντα για σπουδαία ζωή.
Απλό. Σεμνό. Φωτεινό. Γόνιμο. Ήσυχο. Αγαπητό!
Υπόσχομαι στην καρδιά μου να μην την ξεχάσω.
Θα γυρίσω και θα έχει μια Άνοιξη ονειρική! Ελπίζω…
Καλή Ανάσταση!