Η Λέσχη Ανάγνωσης εξερευνά «Το χάος» του L. Pirandello
Η ΣΠΑΡΤΗ. Η συλλογή διηγημάτων «Το χάος» του Ιταλού δραματουργού, μυθιστοριογράφου και δοκιμιογράφου, βραβευμένου με Νόμπελ Luigi Pirandello, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη, ήταν το πρόσφατο θέμα της καθιερωμένης εκπομπής της Λέσχης Ανάγνωσης Σπάρτης στο Νότος 94.9. Εκ μέρους της Λέσχης, η κα Μαρία Κουκουμάκη, ψυχαναλύτρια, ανέλαβε να μας «ξεναγήσει» στους «διαδρόμους» του «Χάους» και να αναλύσει την ιδιαίτερη γραφή του Pirandello:
Ο Λουίτζι Πιραντέλλο (Luigi Pirandello) δηλώνει «γιός του Χάους και όχι αλληγορικά, μα στην πραγματικότητα» αφού όπως λέει «γεννήθηκε κοντά σε ένα πυκνό δάσος που οι κάτοικοι του Τσιρτζέντι το ονομάζουν Καβούζου, παραφθορά της αρχαίας ελληνικής λέξης χάος».
Αυτό το δάσος, αυτό το χάος είναι παρόν σε όλα τα διηγήματα του, μέσα από τα ελάτινα μπαούλα που ανοίγουν οι ηρωίδες του, τις σκούρες καρέκλες από πεύκο που κάθονται οι ήρωες του, το χάος αυτό βρίσκεται πάντα σε μια μεριά όπως και το φεγγάρι που όλο και κάπου το έχει κρεμασμένο.
Ο Πιραντέλο γεννήθηκε το 1867 στο Αγκριτζέντο της Σικελίας, τον αρχαίο Ακράγαντα. Σε συνάντηση του με τον έλληνα λογοτέχνη Κώστα Ουράνη δήλωσε πως είχε ελληνική καταγωγή, ότι το οικογενειακό του όνομα ήταν Πυράγγελος και έπειτα από φωνητική παραφθορά έγινε Πιραντέλο. Είχε πει επίσης: «Την Ελλάδα την φέρω μέσα μου. Αυτής το πνεύμα φωτίζει την σκέψη μου και παρηγορεί την ψυχή μου».
Ο Πιραντέλο προερχόταν από αστική οικογένεια που ήταν ιδιοκτήτρια κτημάτων και ορυχείων θείου. Στην εφηβεία του βιώνει την οικονομική καταστροφή του πατέρα του. Στο βιβλίο «Χάος» υπάρχει το διήγημα «Η κάπνα», ήρωας του οποίου είναι ένας άντρας που η ζωή του ανατράπηκε εντελώς 2 φορές και αιτία ήταν το θειάφι. Στο τέλος του διηγήματος ο κεντρικός ήρωας, ο Ντον Ματία Σκάλα στέκεται για τελευταία φορά στο όλο ζωντάνια κτήμα του, αυτό που μέχρι χθες καλλιεργούσε, φρόντιζε και ονειρευόταν να μεγαλώσει, αυτό που τελικά παραδίδει για να γίνει θειωρυχείο. Και κοίταξε τα δέντρα γύρω με στεγνό λαιμό. Εκείνες τις ελιές τις εκατοχρονίτικες με τον γκρίζο δυνατό τους κορμό παραμορφωμένο, ακίνητες σαν σ΄ένα ονειρικό μυστήριο, μέσα εκεί στης σελήνης το φέγγος. Συλλογίστηκε πως όλα ετούτα τα φύλλα, ολοζώντανα τώρα, θα γίνουν ξερόφυλλα στις πρώτες πνοές του θειωρυχείου… ανοιχτό εκεί, σαν ένα στόμα της Κόλασης. Μετά θα ‘πεφταν τούτα τα φύλλα και τότε τα δέντρα θα σκοτείνιαζαν, κι έπειτα θα πέθαιναν δηλητηριασμένα από την κάπνα. Τσεκούρι, λοιπόν, τότε. Ξύλα για κάψιμο όλα εκείνα τα δέντρα… ένα ελαφρύ αεράκι σηκώθηκε ανεβαίνοντας ψηλά στο φεγγάρι. Λοιπόν τότε, τα φύλλα όλων εκείνων των δέντρων σαν ν’ άκουσαν την καταδίκη τους σε θάνατο, σείστηκαν ανάλαφρα σε μια μακριά ανατριχίλα που διαπέρασε και την πλάτη του ντον Ματία Σκάλα, σκυφτού εκεί στην ράχη της άσπρης του φοράδας.
Η γραφή του Πιραντέλο είναι γεμάτη εικόνες, κλείνεις το βιβλίο και οι εικόνες του, τα λόγια του, σε ακολουθούν όλο ζωντάνια. Οι χαρακτήρες των ιστοριών του είναι αλλόκοτοι και αντιφατικοί. Τα περισσότερα πρόσωπα που εμφανίζονται στα διηγήματα, στις νουβέλες και στα θεατρικά του υπήρξανε, τα γνώρισε, απλώς τους άλλαξε τα ονόματα και τα έκανε δικούς του ήρωες. Η επιρροή του από τους λαϊκούς θρύλους, τις ιστορίες που του έλεγε η υπηρέτρια του σπιτιού είναι εμφανής σε όλο το έργο του. Ιστορίες με παράξενα πλάσματα και περίεργα φαινόμενα, όπως το τρίτο διήγημα του βιβλίου, το «male di luna», τίτλος που θα μπορούσε να αποδοθεί σαν Η αρρώστια του φεγγαριού ή ο Σεληνιασμός, μια ιστορία τρόμου γεμάτη ποίηση και λυρισμό: Μια νέα γυναίκα η Σιντόρα που υποχρεώνεται να παντρευτεί έναν άντρα ο οποίος κάθε που το φεγγάρι γέμιζε σεληνιαζόταν.
«Η Σιντόρα, γυρίζοντας για να τρέξει στο σπίτι, διέκρινε πράγματι μέσα στον τρόμο της ολόγιομο το φεγγάρι, φλογισμένο, μενεξεδί, πελώριο, να προβάλλει από τους μολυβένιους λόφους της Κρόκα.
Κλειδωμένη μέσα, τεντωμένη σαν για να εμποδίσει τα μέλη της να αποσπαστούν από το αδιάκοπο, ακατανίκητο τρεμούλιασμα που συνεχώς μεγάλωνε, γογγύζοντας κι αυτή, ξετρελαμένη από τον τρόμο, αφουγκράστηκε τα παρατεταμένα άγρια ουρλιαχτά του άντρα της που κυλιόταν έξω, εκεί, μπροστά στην πόρτα, έρμαιο της τρομερής αρρώστιας που του προκαλούσε το φεγγάρι, και χτυπούσε στην πόρτα το κεφάλι, τα πόδια, τα γόνατα, τα χέρια του, και την έγδερνε σαν να’χαν γίνει τα νύχια του νύχια αρπακτικού, και λαχάνιαζε σαν να βρισκόταν στην ένταση ενός κτηνώδους μανιασμένου μόχθου, σαν να’θελε να την ξεκαρφώσει, να την συντρίψει εκείνη την πόρτα, κι αμέσως ούρλιαζε, υλακτούσε, σαν να’χε ένα σκύλο στο σώμα του, κι άρχιζε πάλι να γρατζουνάει, ασθμαίνοντας, ουρλιάζοντας, και να χτυπάει το κεφάλι, τα γόνατα του στην πόρτα»
Η Σιντόρα σε αυτή την αρρώστια του φεγγαριού βλέπει την ευκαιρία να βρεθεί με τον εξάδελφο της, τον ανομολόγητο έρωτα της, καλώντας τον στο σπίτι της τάχα για να την προσέχει. Κι όταν εκείνος βρίσκεται αντιμέτωπος με τα ουρλιαχτά του άντρα της γεμάτος φόβο της λέει: «Δεν ήταν τίποτα; Ε; δεν ήταν τίποτα; Με τις τρίχες του ορθωμένες στα πρώτα ουρλιαχτά του σεληνιασμένου, στα πρώτα χτυπήματα του κεφαλιού του, στις πρώτες κλωτσιές στην πόρτα, στα πρώτα λαχανιάσματα και στα γδαρσίματα, ο Σάρο, λουσμένος ολόκληρος σε κρύο ιδρώτα, με παγωμένα ρίγη στην πλάτη του, με κλειστά μάτια, έτρεμε σαν φύλλο. Δεν ήταν τίποτα; Θεέ και κύριε! Θεέ και κύριε! Μα τι; Ήταν τρελή αυτή εδώ η γυναίκα; Ενώ ο άντρας της έξω έκανε εκείνο το πανδαιμόνιο στην πόρτα, αυτή εδώ γελούσε καθισμένη στο κρεβάτι, σάλευε τα πόδια της, του άπλωνε τα χέρια, τον καλούσε…»
Υπάρχει κάτι το εκπληκτικό στις ιστορίες του Πιραντέλο, και έχει να κάνει με αυτό κάτι που σε αφήνει στο τέλος μετέωρο, να αναρωτιέσαι ποιος είναι ποιος. Όπως στην ιστορία που μόλις είπαμε ποιος είναι άραγε το τέρας η γυναίκα ή ο άντρας; Αλλά και στην ιστορία με τον τίτλο «το πιθάρι» αιωρείται το ερώτημα: ποιος είναι άραγε ο εγκλωβισμένος. Πρόκειται για το τέταρτο διήγημα του βιβλίου, όπου ένας ιδιότροπος γαιοκτήμονας ζητά από κάποιον παράξενο γέρο τεχνίτη να του κολλήσει ένα τεράστιο σπασμένο πιθάρι που μόλις είχε παραλάβει, ήταν το καινούργιο του απόκτημα. Ο τεχνίτης το κολλά μα το κάνει βρισκόμενος μέσα σε αυτό και έτσι εγκλωβίζεται, για να βγει το πιθάρι θα πρέπει να σπάσει ξανά. Κανείς από τους δύο δεν θέλει να επωμιστεί το κόστος της ζημιάς, κανείς από τους δυο δεν αποχωρίζεται το πείσμα του, και ενώ ο γαιοκτήμονας ντον Λολό νοιώθει σίγουρος για την νίκη του, μιας και εκείνος είναι ελεύθερος και ο μπάρμπα –Ντίμα ο τεχνίτης κλεισμένος και κολλημένος στο πιθάρι ώσπου «κάποια στιγμή που είχε πάει να κοιμηθεί, ξύπνησε από ένα διαβολεμένο θόρυβο. Βγήκε στο μπαλκόνι και είδε στην αυλή, κάτω από το φεγγάρι, ένα σωρό διαβόλους: τους μεθυσμένους χωρικούς που πιασμένοι απ’ το χέρι χόρευαν γύρω από το πιθάρι.
Ο μπάρμπα –Ντίμα, εκεί μέσα, τραγουδούσε μ’ όλη τη δύναμη της φωνής του. Αυτή τη φορά ο ντον Λολό δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος και πριν εκείνοι προλάβουν να τον σταματήσουν, με μια γερή σπρωξιά έστειλε το πιθάρι να κυλήσει κάτω στην πλαγιά. Κυλώντας, κάτω από τα γέλια των μεθυσμένων, το πιθάρι πήγε και έσπασε πάνω σε μιαν ελιά. Και νίκησε ο μπάρμπα –Ντίμα»
Ο Πιραντέλο έψαξε παντού για να βρει τον τύπο και τις καταστάσεις που ενέπνευσαν την πικρή του αίσθηση για την ζωή που όπως εξομολογείται ο ίδιος έχει την ατυχία να ανήκει στους συγγραφείς φιλοσοφικής φύσεως, οι οποίοι σε σχέση με όσους επηρεάζονται κυρίως από την ιστορία, αισθάνονται μια βαθύτερη πνευματική ανάγκη λόγω της οποίας δεν αποδέχονται πρόσωπα, ιστορίες, τοπία που δεν είναι εμποτισμένα, τρόπος του λέγειν, από μια ιδιαίτερη αίσθηση της ζωής».
Διαβάζοντας τα διηγήματα του, δεν διαφαίνεται κανένα πιθανό σημείο λόγω του οποίου το χάος, το χάος του Πιραντέλο, μετατρέπεται σε κόσμο, αλλά μονάχα προφανείς απεικονίσεις ενός κίβδηλου κόσμου που σχεδόν αναπόφευκτα ξαναρχίζει να αποτελεί χάος.
Έτσι με έναν τρόπο χαοτικό η νεκρή μητέρα μπορεί να επιστρέψει και να συνομιλήσει με τον γιο της, όπως γίνεται στο διήγημα «Συνομιλία με την μητέρα».
Του μιλά και του παρουσιάζεται μέσα από την διαδρομή στην ζωή της, όχι μόνο σαν μάνα, αλλά και σαν παιδί, σαν αδελφή, σαν νέα γυναίκα. Του μιλά για την ζωή, μια ζωή που «την δίνουμε στα παιδιά μας για να την ζουν εκείνα κι είμαστε ευχαριστημένοι αν κάποια αντανάκλαση φτάσει ως εμάς. Αλλά δεν φαίνεται πια δική μας. Η δική μας, για μας, μέσα μας, είναι πάντα εκείνη που δεν δώσαμε αλλά μας έδωσαν. Εκείνη που όσο απομακρύνεται στο χρόνο, φυλάει μέσα μας για πάντα το άρωμα της παιδικής μας ηλικίας, την όψη και τις φροντίδες των γονιών μας, το σπίτι που έφτιαξαν εκείνοι για μας…
Ο Πιραντέλλο μέσα σε αυτό το διήγημα μπόρεσε να μιλήσει μέσα από την απάντηση του γιού προς την μητέρα για το τι είναι το πένθος, με τον αρτιότερο τρόπο, τονίζοντας πως αυτό που χάνεται δεν είναι ο άλλος αλλά ένα κομμάτι από τον ίδιο τον εαυτό αυτού που πενθεί. Όταν εκείνος της απαντά «τώρα που πέθανες, δεν λέω πως δεν είσαι πια ζωντανή. Για μένα είσαι ζωντανή καθώς ήσουν, καθώς σε σκεφτόμουν από μακριά χωρίς να σε βλέπω…, Μα βλέπεις, είναι αυτό, ότι εγώ τώρα δεν είμαι πια ζωντανός και δεν θα’μια για σένα ζωντανός ποτέ πια.
Μια άλλη μάνα στο δεύτερο διήγημα του βιβλίου «Ο άλλος γιος» ο Πιραντέλο φέρνει την τραγική ιστορία μιας μάνας και των γιών της, εκείνη να αναζητά απεγνωσμένα αυτούς που χάθηκαν στην ξενιτιά και την αρνήθηκαν και ταυτόχρονα να αδυνατεί να δεχτεί ότι έχει να της προσφέρει ο άλλος γιος, καρπός ενός τραύματος που δεν θέλει να ξέρει, δεν θέλει να θυμάται.
Με φόντο τη Σικελία των αρχών του αιώνα, εκεί που ο θρύλος σμίγει με την ιστορία και η ποίηση με το δράμα της καθημερινής ζωής, ο Πιραντέλο εξερευνά το χάος της ανθρώπινης ύπαρξης, τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, με το πικρό, ιδιότυπο χιούμορ του που μοιάζει σαν χαμόγελο, και όμως είναι δάκρυ.
Το χιούμορ του Πιραντέλο πολλές φορές μαύρο, άλλες είναι περισσότερο ειρωνεία, αλλά πάντα βρίσκεται σαν απάντηση στην δυσκολία, στο τραγικό ανατρέποντας το.
Το χιούμορ αυτό δεν υπήρχε μόνο στα έργα του αλλά και στην ζωή του.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρεμιέρα του έργου του «Έτσι είναι αν έτσι νομίζεται», το 1918 που προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, κάποιοι ζητωκραύγαζαν κάποιοι αποδοκίμαζαν. Ένας εξοργισμένος θεατής ξήλωσε μια καρέκλα και την εξακόντισε στη σκηνή. Παρά τρίχα δεν έπεσε στο κεφάλι του Πιραντέλο και προσγειώθηκε στα πόδια του. Εκείνος έσκυψε, τη σήκωσε, κάθισε πάνω της και είπε: «σας ευχαριστώ πολύ, η μέρα μου ήταν πολύ κουραστική σήμερα».