Καλαμάτα: Μετά τον σεισμό ζούμε ένα διαρκές success story
Η επί δεκαετίες ανθηρή τοπική οικονομία ενίσχυσε σημαντικά την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Ωστόσο, η σταδιακή επικράτηση του τουρισμού έναντι του πρωτογενούς τομέα και η κλιματική αλλαγή μοιάζουν με μικρά –για την ώρα– σύννεφα πάνω από τη συνήθως ηλιόλουστη μεσσηνιακή πρωτεύουσα
ΚΑΛΑΜΑΤΑ. «Βρε πώς αλλάζουν τα πράγματα… Θυμάμαι ως νεαρός όταν πρωτοέμεινα στην Αθήνα, έδινα τα ραντεβού μου κλασικά στου “Μπακάκου”, όπως όλοι οι επαρχιώτες. Eνιωθα ότι οι πρωτευουσιάνοι με κοίταγαν με μισό μάτι. Τώρα όταν μιλάω σε Αθηναίους για την Καλαμάτα όπου ζω, αισθάνομαι ότι η πόλη μου έχει μια λάμψη, μου κάνουν αυτοί πια τα γλυκά μάτια. Ενσαρκώνει την ανάπτυξη και την αισιοδοξία, την εναλλακτική πρόταση της καλής ζωής στην Ελλάδα, τη θάλασσα, το βουνό, τη γερή οικονομία, την πολιτιστική ζωή», λέει ο Σωτήρης Θεοδωρόπουλος που επέστρεψε στα πάτρια εδάφη το 2011 με διάθεση επανασύνδεσης. Αυτό τον οδήγησε στη δημιουργία της πρωτοβουλίας «Πάμε βόλτα. Ζήσε την πόλη μας σαν τουρίστας» που ξεκίνησε ως χόμπι το 2013. Αρκετά χρόνια αργότερα απέκτησε επαγγελματική δυναμική με ξεναγήσεις και στον νομό. Μαζί του απολαύσαμε και εμείς «μικρά μαθήματα πατριδογνωσίας» περπατώντας στην περί του Κάστρου γειτονιά αλλά και στην περίφημη λαϊκή αγορά, σε ένα από τα πιο ζωντανά κύτταρα της Καλαμάτας. Ο κ. Θεοδωρόπουλος σταματούσε μπροστά σε παλαιά κτίρια, ανέφερε γοητευτικά περιστατικά για την αρχιτεκτονική, τη γαστρονομία, το ανθρώπινο μωσαϊκό ενός τόπου που μοιάζει να ζει σε πολύ μεγαλύτερη ευεξία σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα.
«Η πόλη δεν έχει αυτογνωσία της ιστορίας της, μόνο κάποιοι λόγιοι, καλλιεργημένοι. Από τον σεισμό του 1986 και μετά μπήκαμε σε μια συνεχή πορεία βελτίωσης που δεν έχει σταματήσει. Σκεφθείτε ότι εδώ δεν καταλάβαμε καλά καλά την οικονομική κρίση. Υπήρχαν τα λάδια, τα προϊόντα, ο τουρισμός. Αυτό δεν μας κάνει να μην κοιτάμε ούτε πίσω ούτε δίπλα. Το πρόβλημα, τώρα που ζούμε σε μια περίοδο παχειών αγελάδων, είναι ο έμφυτος ανταγωνισμός που έχουν μεταξύ τους οι Καλαματιανοί και η καχυποψία που έχουν όλοι οι Παλαιοελλαδίτες. Αυτό δεν επιτρέπει να δημιουργηθούν εύκολα συνέργειες, να υπάρξει ένα κοινό όραμα. Ο καθείς κοιτάζει τον εαυτό του. Κάντε μια σύγκριση με τη Βόρεια Ελλάδα και θα δείτε ότι εκεί, λόγω του έντονου μπολιάσματος του μικρασιατικού στοιχείου, υπάρχει πιο ομαδικό πνεύμα, μεγαλύτερη αλληλεγγύη».
Είναι όντως έτσι; Την απάντηση μας την έδωσε ο Κώστας Βασιλειάδης που έχει μια από τις πιο ονομαστές ταβέρνες, απόγονος των προσφύγων που ρίζωσαν στη Μεσσηνία. «Είμαι Καλαματιανός γέννημα θρέμμα, αλλά Μικρασιάτης στην ψυχή με καταγωγή από το Αϊβαλί και το Τσανάκαλε. Μεγάλωσα σε προσφυγική συνοικία, με πολλή αγάπη και πολλή αλήθεια. Ως παιδί όταν με έπιανε λιγούρα από το παιχνίδι έμπαινα σε όποιο σπίτι έβρισκα πρώτο μπροστά μου και με τάιζαν. Ετσι ήταν η γειτονιά μας, ν’ αγαπάμε όλο τον κόσμο. Αν έχεις τέτοια εφόδια, τον πελάτη δεν μπορείς να τον γελάσεις με σκάρτο πράγμα. Ενα πρόβλημα στον ευρωπαϊκό Νότο είναι ότι οι άνθρωποι προτιμούν να είναι πονηροί από το να είναι έξυπνοι. Αν συνέβαινε το ανάποδο, θα μπορούσαμε να κάνουμε θαύματα. Δείτε πόσο έξυπνα σκέφθηκε ο Μπένος μετά τον σεισμό, που έβαλε τις βάσεις για να γίνει η Καλαμάτα η πόλη που είναι σήμερα. Ηταν 200 χρόνια μπροστά ο Σταύρος. Μετά ήρθε και ο Σαμαράς, που βοήθησε και αυτός, χρειάζεται οι ντόπιοι πολιτικοί να βάλουν πλάτη. Ο γρήγορος δρόμος που μας συνέδεσε με την Αθήνα ήταν μεγάλη υπόθεση. Ηρθε και ο τουρισμός, έγινε και το “Costa Navarino”. Τεράστιο ατού. Ο καπετάν Βασίλης ήταν γενναιόδωρος, όχι μοναχοφάης, βοήθησε όλη την περιοχή να αναπτυχθεί. Καλή του ώρα εκεί ψηλά», λέει ο κ. Βασιλειάδης που τονίζει ότι το να είσαι μερακλής στις γεύσεις είναι μικρασιατικό χούι. «Αλλά δεν θα είχα πετύχει χωρίς τη γυναίκα μου που μεγάλωσε σε μεσσηνιακό χωριό και από 12 χρόνων μαγείρευε για τους αγρότες γονείς της», λέει, υπογραμμίζοντας πως έγινε εστιάτορας από ανάγκη. Εργαζόταν ως τεχνικός και ηλεκτρολόγος στη Levi’s της Καλαμάτας και όταν αυτή έκλεισε μαζί με άλλες παρόμοιες επιχειρήσεις, πολλοί βρέθηκαν ξεκρέμαστοι.
Η λειψυδρία
Αυτό το οικονομικό πλήγμα με χιλιάδες ανέργους, όπως και ο σεισμός δεν άφησαν σημάδια. Από την άλλη, η τουριστική ανάπτυξη και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής έχουν αρχίσει να πλήττουν τον πρωτογενή τομέα που είναι η ταυτότητα της Μεσσηνίας. «Σε αυτό προσθέστε και την κλιματική αλλαγή που έχει φέρει τεράστια λειψυδρία», λέει Μιχάλης Αντωνόπουλος. Τον συναντήσαμε στο λιόφυτό του. «Ποιος θα το έλεγε ότι θα περιμέναμε την μπόρα σαν δώρο; Η παρατεταμένη ξηρασία έχει αλλάξει χρώμα στους καρπούς της ελιάς», ήταν τα πρώτα λόγια του. Γεωτεχνικός και σύμβουλος περιβάλλοντος στο επάγγελμα, έχει ασχοληθεί από το 1996 με την τοπική αυτοδιοίκηση. Σήμερα είναι και πρόεδρος σε μια συνεταιριστική επιχείρηση ελαιολάδου που βρίσκεται κοντά στο κτήμα του. «Δεν υπάρχει μεσσηνιακή οικογένεια που να μην έχει σχέση με το λάδι», μας διαβεβαιώνει, προσθέτοντας την ανησυχία του για την αυξημένη χρήση φυτοφαρμάκων. «Οταν άρχισε και το ράλι ανόδου, τότε συνοδεύθηκε και από την αλόγιστη χρήση για να διασφαλισθούν οι μεγάλες ποσότητες. Και αυτό το καταλαβαίνει κανείς από το γεγονός ότι ο ίδιος ο παραγωγός δεν δίνει στην οικογένειά του να καταναλώσει το λάδι που ο ίδιος δίνει για μαζική κατανάλωση. Εχει ξεχωριστό κτήμα που δεν ψεκάζει. Η Μεσσηνία και η Καλαμάτα έχουν τρομερή ανάπτυξη», συνεχίζει. «Θα ξεπεράσουν όλη την υπόλοιπη Πελοπόννησο. Οι μόνιμοι κάτοικοι, οι ξένοι που έρχονται να ζήσουν εδώ και αυτοί που μας επισκέπτονται για διακοπές μπορούν να καταλάβουν ότι υπάρχουν ευφορία στους ανθρώπους και ποιότητα ζωής. Αυτός ο οικονομικός δυναμισμός στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό και όχι τόσο πολύ στο ελαιόλαδο, στον πρωτογενή τομέα όπως παλιά», λέει ο κ. Αντωνόπουλος.
Επέστρεψε στα 30 του να ζήσει στην Καλαμάτα και τώρα στα 60 νιώθει ότι πήρε τη σωστή απόφαση: «Εδώ σου χαρίζονται ο καθαρός αέρας, το βουνό, η θάλασσα, η γόνιμη γη, η επαφή με τη φύση και την ελιά. Ετσι, μετά τις σπουδές μου στην Αθήνα και στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ, όταν γύρισα στη γενέτειρα ανακατεύτηκα με τα κοινά διότι αισθανόμουν ότι έπρεπε να ανταποδώσω με δράσεις στο γνωστικό μου πεδίο: να φροντίζω το περιβάλλον, την αειφορία, να κάνω παρεμβάσεις για τη σωστή πολεοδομική ανάπτυξη, την ευαισθητοποίηση σχετικά με το πώς γίνεται βιώσιμη μια καλλιέργεια. Δεν αρκεί να έχει ευεργετήματα ένα μέρος, πρέπει οι κάτοικοι να τα φροντίζουν, να κοιτάνε και το μέλλον. Τα τελευταία δύο χρόνια η περιοχή μας βιώνει συνεχόμενους θερινούς καύσωνες. Επίσης, η πόλη μας λόγω των ποταμιών έχει αυξημένο κίνδυνο πλημμύρας. Πρέπει να δράσουμε τώρα, όχι αύριο. Ο σεισμός της Καλαμάτας αποτέλεσε κομβικό ορόσημο για να γίνουν οι αλλαγές που έφεραν αργότερα την ανάπτυξη σε πολεοδομικό και όχι μόνο επίπεδο. Το ζήτημα είναι ότι οι καλές υποδομές που φτιάχτηκαν τότε, δεν επαρκούν σήμερα. Η πόλη έχει μεγαλώσει πολύ, ο τουρισμός προσθέτει κάθε καλοκαίρι περισσότερους επισκέπτες».
Το πλήγμα στην αλιεία
Την άνοδο της θερμοκρασίας δεν τη ζει μόνο η γη αλλά και η θάλασσα, μας διαβεβαιώνει ένας από τους λίγους παραδοσιακούς ψαράδες. Ο Παναγιώτης Καλλιάνης πουλάει με τη σύζυγό του Ουρανία κάθε πρωί την ψαριά από το καΐκι τους. «Σαράντα τρία χρόνια είμαι στο πέλαγος. Κάποτε είχαμε σταθερές, τάδε μήνα θα ψάρευες τάδε ψάρια. Πάνε αυτά, όλα έχουν μπερδευτεί λόγω της κλιματικής αλλαγής. Ούτε τον πληθυσμό των ψαριών που υπήρχε κάποτε έχουμε σήμερα. Φέτος έφθασε το νερό 30 βαθμούς, μόνο σε μεγάλα βάθη πια πιάναμε ψάρι. Οταν πρωτομπήκα στο επάγγελμα είχε 40 καΐκια, τώρα είμαστε με το ζόρι 10. Διαλυθήκαμε όταν έφυγε η γενιά του πατέρα μου και ύστερα οι νέοι δεν μπήκαν στη δουλειά, που είναι σκληρή και δύσκολη».
Μαζί του συμφωνεί και η Τασούλα Φοίφα που έχει το δικό της ψαράδικο στη στεγασμένη λαϊκή αγορά. Τη βρήκαμε σε ώρα αιχμής: «Τα αλιεύματα έχουν πέσει και έχουν μπει νέα είδη από το Σουέζ. Οι Καλαματιανοί είναι καλοφαγάδες. Είναι και λίγο κακομαθημένοι. Τα έχουν και όλα: τον ήλιο, τη θάλασσα, την καλή ζωή, το λάδι τους. Οι παλαιές γενιές ήταν εκπαιδευμένες να παλεύουν πιο πολύ. Το εύκολο και το λίγο είναι πιο αρεστό από το πολύ και το δύσκολο, και αυτό φαίνεται σε όλα. Οι νεότεροι τα έχουν όλα στρωμένα». Μήπως όμως αυτό είναι και το μυστικό που τους κρατάει να μην ξεριζώνονται; Είναι εντυπωσιακό πόσους αξιόλογους τριαντάρηδες και σαραντάρηδες βρίσκει κανείς στην πόλη, που φλέρταραν με το εξωτερικό, έζησαν εκεί, αλλά αποφάσισαν να επιστρέψουν καταφέρνοντας να βρουν καλή δουλειά.
Ενας από αυτούς είναι ο Δημήτρης Βούλγαρης, ο οποίος σπούδασε στη Μυτιλήνη και κατόπιν στην Αγγλία. «Θα μπορούσα να είχα μείνει στο Λονδίνο και να εργάζομαι εκεί. Σίγουρα θα είχα ένα μετρημένο μισθό, θα συγκατοικούσα, θα πήγαινα γραφείο 10 με 6. Κυρίως με κλόνισε ότι θα ζούσα κάπου με ανθρώπους περαστικούς, όπου είναι δύσκολο να κάνεις φίλους και σχέσεις. Αντιθέτως, η ευκαιρία που έδωσα στην πόλη όπου γεννήθηκα μου βγήκε σε καλό. Ξυπνάω το πρωί και λέω καλημέρα στη γλώσσα μου, πάω στη θάλασσα, πάω για τρέξιμο, έχω την οικογένειά μου, έχω φίλους, κάνω συναισθηματικές επενδύσεις σε ανθρώπους. Πολλοί συνομήλικοί μου είναι στην Αθήνα ή στο εξωτερικό και είπα μέσα μου “αν φύγουμε όλοι, τι θα γίνει αυτή η πόλη, αυτή η χώρα;”». Ο κ. Βούλγαρης εργάζεται στον μη κερδοσκοπικό οργανισμό «Ματαρόα» που εστιάζει στην ανάπτυξη δράσεων για τη συμπερίληψη, τις έμφυλες ανισότητες και την ενίσχυση της τοπικής επιχειρηματικότητας. Ιδρύθηκε το 2015 στην Καλαμάτα από τον Ιπποκράτη Παπαδημητράκο, μηχανικό στο επάγγελμα, και τον Αντώνη Παπαδόπουλο, σύμβουλο επιχειρήσεων, με κεντρικό όραμα την ενδυνάμωση των νέων της ελληνικής περιφέρειας. Το όνομα που διάλεξαν οι δύο τριαντάρηδες τότε δεν είναι τυχαίο. Οπως το γαλλικό πλοίο μετέφερε τον ανθό της ελληνικής διανόησης σε ασφαλές έδαφος μεταπολεμικά, έτσι κι αυτοί ήθελαν να ενισχύουν τη νεολαία που πάλευε με την κρίση.
Πρώτο εγχείρημά τους με τη βοήθεια της αμερικανικής πρεσβείας ήταν το «Code Girls», όπου μαθήτριες 10-16 ετών μάθαιναν να γράφουν κώδικα υπολογιστών, και μετά το «Coding Βees», επίσης κατά των έμφυλων ανισοτήτων στην τεχνολογία, που είχε τμήματα ενηλίκων γυναικών. «Νέος πυλώνας είναι το “Unistart hubs” για ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και στην Περιφέρεια Πελοποννήσου, όπου εμείς είμαστε οι στρατηγικοί συνεργάτες για την Καλαμάτα, και η δράση “Tech for disabilities”. Aνάπηροι και φροντιστές εξοικειώνονται μέσα σε σεμινάρια με τη διαδικασία του 3D εκτυπωτή ώστε να φτιάχνουν αντικείμενα που διευκολύνουν την καθημερινότητα, π.χ. μια ειδική λαβή για να πιάνει ένα άτομο ΑμεΑ ένα ποτήρι», μας εξηγεί ο Δημήτρης Βούλγαρης που με άξονα την Καλαμάτα ταξιδεύει για να οργανώσει αυτές τις δράσεις και σε άλλες ελληνικές πόλεις.
Το ίδρυμα
Εξίσου ευτυχής που ζει στην πόλη όπου γεννήθηκε είναι και ο Διονύσης Παπαδάτος, με αντίστοιχη διαδρομή με αυτή του Βούλγαρη. Η επιστροφή του στην Καλαμάτα συνέπεσε με τη δημιουργία του Ιδρύματος Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακοπούλου, όπου εργάζεται από το 2011 και το παρακολούθησε να κάνει τα πρώτα του βήματα. «Η στόχευση του ιδρύματος είναι πάντα η Μεσσηνία και βασικός σκοπός ήταν η αγροτική ανάπτυξη. Μετά προστέθηκαν οι πυλώνες για την κοινωνία, το περιβάλλον και τον πολιτισμό. Από τις πρώτες έγνοιες μας ήταν η έρευνα και η ανάδειξη των μεσσηνιακών προϊόντων. Η στάση μας ήταν να αφουγκραστούμε τις ανάγκες, να καλλιεργήσουμε δικτυώσεις και κυρίως να εκπαιδεύσουμε κόσμο. Καθώς ενηλικιωνόταν το ίδρυμα αυξάναμε και εμείς τις συνέργειες με άλλους φορείς. Νομίζω ότι αυτό που έχουμε πετύχει ήταν ότι διώξαμε τη δυσπιστία, διότι η στρατηγική μας επιλογή ήταν να στήσουμε προγράμματα από τη βάση, να ακούσουμε, να συνδιαμορφώσουμε και όχι να υποδείξουμε. Επιτέλους, με υπομονή και επιμονή οι άνθρωποι στους οποίους απευθυνόμαστε, όπως λ.χ. οι αγρότες, μας εμπιστεύονται», τονίζει λίγο πριν πάει να κάνει ένα μπάνιο στη χειμωνιάτικη θάλασσα.
Το κίνημα του εθελοντισμού και το «κύμα» των ψηφιακών νομάδων
Τρεις από τους πιο ξεχωριστούς νέους ανθρώπους που γνωρίσαμε στην πόλη ήταν οι τυφλοί δρομείς Γεωργία Παπαδέα και Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, με την εθελόντρια συνοδό τους Ολγα Ρεϊτζοπούλου. «Ο σύλλογός μας, το ΔΙΑΦΟΡΟΖΩ, ιδρύθηκε το 2015 από τον Γιώργο Λαζαρίδη, αθλητή με αναπηρία και νυν αντιδήμαρχο. Ηξερε από πρώτο χέρι πόσο σημαντικό είναι να βγουν οι άνθρωποι που ανήκουν στο φάσμα της αναπηρίας από το σπίτι τους. Οι προπονήσεις του συλλόγου ξεκίνησαν δειλά το 2016 σε αθλήματα στίβου, ιστιοπλοΐα, τένις με αμαξίδιο, πινγκ πονγκ με αμαξίδιο και τοξοβολία. Είμαστε 15 αθλητές. Σπουδαίο ρόλο παίζουν οι συνοδοί προπονητές μας που είναι όλοι εθελοντές και προσφέρουν αφιλοκερδώς τον χρόνο τους», λένε ο Γιάννης και η Γεωργία που είναι ζευγάρι και στη ζωή και στον αθλητισμό. «Εμείς οι συνοδοί είμαστε αθλούμενοι που μας ταίριαξαν οι προπονητές, όπως η Μαρία Χρονοπούλου, με τα παιδιά που έχουν την αναπηρία», λέει η Ολγα Ρεϊτζοπούλου. «Από το 2017 τρέχουμε μαζί με τη Γεωργία και τον Γιάννη και πηγαίνουμε σε αγώνες. Μας βλέπουν στον δρόμο και με συγχαίρουν οι συντοπίτες μου. Απαντώ πως απλώς δανείζω την όρασή μου σε αυτούς τους αθλητές. Τα παιδιά πρέπει να ακούν μπράβο που έχουν την ψυχική δύναμη να τρέχουν, πάνε σε τοπικούς αγώνες αλλά και σε πανελλήνιους, κάνουν διαλέξεις σε σχολεία. Η Καλαμάτα είναι πόλη αθλητική, δρομική και με μεγάλη κοινότητα εθελοντών».
«Οταν τρέχω με την Ολγα, εκείνη είναι τα μάτια μου, με οδηγεί, νιώθω απόλυτη εμπιστοσύνη», λέει η Γεωργία τονίζοντας ότι «με τις προπονήσεις κατακτάς στόχους, αλλά κατακτάς και τους ανθρώπους που στέκονται δίπλα σου. Δεν είμαστε πια μόνο φίλοι, είμαστε οικογένεια. Επειδή κάνουμε τρέξιμο και εκτός γηπέδου, η Ολγα μου περιγράφει το τοπίο, μου λέει για το ηλιοβασίλεμα και έτσι με κάνει να μη σκέφτομαι πόσα χιλιόμετρα έχουμε ακόμη». Ο Γιάννης συμπληρώνει: «Στο κέντρο της πόλης είναι καλά, όμως αλλού υπάρχουν προβλήματα. Καμιά φορά, βέβαια, δεν είναι οι υποδομές που είναι ελλιπείς. Είναι η νοοτροπία των ανθρώπων που μας στενοχωρεί: πεζοδρόμια κατειλημμένα από τραπέζια, πατίνια που δεν τα ακούμε και τρέχουν πολύ. Οπως και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που δεν κάνουν θόρυβο είναι επικίνδυνα για εμάς τους τυφλούς».
Από κοινού το ζευγάρι πηγαίνει σε σχολεία για να ευαισθητοποιήσει τη νέα γενιά: «Πιστεύω ότι όσο δεν μένουμε σπίτι και γινόμαστε ορατοί έξω, όταν έχουμε κοινωνική δράση, το στίγμα σταδιακά υποχωρεί και αυξάνεται η ευαισθητοποίηση. Μας λένε, λ.χ., τα παιδιά: θα λέω στη μαμά μου να μην παρκάρει στις ράμπες. Είναι οι καλύτεροι δέκτες», λέει η Γεωργία που από ένα ιατρικό λάθος στη θερμοκοιτίδα έμεινε τυφλή. Ο Γιάννης έβλεπε, αλλά μια εκφυλιστική ασθένεια του πρόσβαλε την όραση. «Γνωριστήκαμε τηλεφωνικά και μετά από δύο χρόνια βρεθήκαμε και από κοντά. Μετακόμισα από την Αθήνα στην Καλαμάτα για χάρη του. Στην πρωτεύουσα δεν θα μπορούσα πια να ζήσω ούτε λεπτό. Εδώ δεν χρειάζεται να πάρεις λεωφορείο να πας κάπου, περπατάς πιο εύκολα, στην καραντίνα κάναμε τη βόλτα μας. Πρόσφατα σε μια επίσκεψη στο αθηναϊκό μετρό διαπίστωσα στο βαγόνι ότι ο κόσμος με την ορμή του δεν άφηνε έναν τυφλό να αποβιβαστεί. Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας», λένε τα παιδιά.
«Το πρόβλημα, τώρα που ζούμε σε μια περίοδο παχειών αγελάδων, είναι ο έμφυτος ανταγωνισμός που έχουν μεταξύ τους οι Καλαματιανοί. Αυτό δεν επιτρέπει να δημιουργηθούν εύκολα συνέργειες, να υπάρξει ένα κοινό όραμα».
Αφήνοντας πίσω μας το στάδιο της Καλαμάτας κατευθυνθήκαμε στο κέντρο της πόλης, όπου βρίσκεται ένας πολυχώρος επιχειρηματικότητας και πολιτισμού, το Phaos. Εκεί συναντήσαμε ένα ζευγάρι Βρετανών που μόλις εγκαταστάθηκε στην Καλαμάτα και εργαζόταν εξ αποστάσεως, τη δημοσιογράφο Ολίβια Εϊκλαντ και τον μηχανικό Τομ Μοσκέρα. Κοσμοπολίτες και ανήσυχοι, ζούσαν εκτός βρετανικών συνόρων για χρόνια, πριν από το Brexit. «Ο άνδρας μου αγόρασε ένα σπίτι στην Κάτω Βέργα που βλέπει τον κόλπο και είναι δίπλα στην πόλη. Είχαμε επισκεφθεί την περιοχή και τη Μάνη πριν από τρία χρόνια και τρελαθήκαμε. Εργάζομαι ως ανταποκρίτρια διαφόρων Μέσων, ενώ εκείνος ως project manager. Εξαιτίας της δουλειάς μας έχουμε ζήσει σε διάφορα μέρη, από την Αφρική και τη Μαυριτανία έως την Πορτογαλία», λέει εκείνη. «Εγώ τον τελευταίο καιρό δούλευα κανονικά στον Λίβανο, αλλά μετά τα γεγονότα δεν μπορούσαν να μας εγγυηθούν την ασφάλειά μας και έτσι έπρεπε να φύγω. Αποφασίσαμε να κάνουμε βάση μας την Καλαμάτα», προσθέτει ο Τομ.
Με καταγωγή από το Λίβερπουλ και το Μπαθ, οι δύο Βρετανοί διάλεξαν την πόλη αντί κάποιου μανιάτικου χωριού γιατί έχει ζωή όλο τον χρόνο, είναι δίπλα στη θάλασσα, στο βουνό, έχει αεροδρόμιο, νοσοκομείο και ωραίο κλίμα. «Η πόλη επίσης δείχνει να τα πηγαίνει καλά οικονομικά, έχει τουρισμό, αλλά οι ξένοι επισκέπτες δεν την πνίγουν. Ακόμη τουλάχιστον». Πώς αισθάνονται; «Μου αρέσουν οι ακτές της ευρωπαϊκής Μεσογείου από τη Λισσαβώνα έως την Τουρκία», λέει η Ολίβια. «Darling, η Λισσαβώνα δεν είναι Μεσόγειος», τη διορθώνει γλυκά εκείνος. «Απλώς προσπαθώ να περιγράψω τον κοινό τρόπο ζωής», απαντάει η νεαρή που τον γνώρισε ως ανταποκρίτρια του Economist στο Κονγκό σε μια δεξίωση της βρετανικής πρεσβείας.
«Η Καλαμάτα είναι τρομερά δημοφιλής στους ξένους, είναι σαν νησί από την πλευρά της εγγύτητας στη θάλασσα, χωρίς όμως τη δυσκολία πρόσβασης. Είναι η τέλεια πόλη για οικογένεια από απόψεως ασφαλείας».
Δημιουργός του πολυχώρου όπου εργάζονται οι δύο Βρετανοί είναι η Νέλλη Κουβελάκη: «Σπούδασα Διοίκηση Επιχειρήσεων και εργάστηκα για πολλά χρόνια σε τράπεζες. Υστερα από 20 χρόνια στο πεδίο έκανα μια αλλαγή. Με τη γνώση του επιχειρείν εντόπισα ένα κενό στο co-working space, ένα χώρο για την επιχειρηματικότητα και τον πολιτισμό, για ψηφιακούς νομάδες, για εκδηλώσεις. Τώρα έχουμε και δεύτερο χώρο. Η Καλαμάτα είναι τρομερά δημοφιλής στους ξένους, είναι σαν νησί από την πλευρά της εγγύτητας στη θάλασσα, χωρίς όμως τη δυσκολία πρόσβασης. Παράλληλα έχει ένα ταχέως αναπτυσσόμενο επιχειρηματικό οικοσύστημα με νέες ιδέες, δράσεις, έχει πρωτογενή τομέα, είναι η τέλεια πόλη για οικογένεια από απόψεως ασφαλείας. Εχουμε πολλούς νέους κατοίκους στην περιοχή: Ισραηλινούς, Ευρωπαίους, Ρώσους, ώρες και στιγμές εδώ μέσα ήταν μια μικρή Βαβέλ!».
«Μασσαλία του Μοριά»
«Να σας πω εγώ πώς ερωτεύτηκα την Καλαμάτα. Ηταν το 1965 που με πρωτοέφερε ο άνδρας μου εδώ», μας λέει η Βικτωρία Καρέλια. «Ηταν άνοιξη και άνθιζαν οι πορτοκαλιές. Ανοιξα το παράθυρο και μπήκε όλη αυτή η ευωδιά μέσα! Υστερα είναι η αβερτοσύνη της θάλασσας, οι χορτασμένοι και χαρούμενοι άνθρωποι που είχαν νταλαβέρια λόγω εμπορίου με το εξωτερικό. Ηταν η Μασσαλία του Μοριά». Η μεγάλη κυρία της Καλαμάτας προίκισε την πόλη με ένα από τα ωραιότερα μουσεία της Ελλάδος για την ελληνική παραδοσιακή φορεσιά: «Ούτε στον ύπνο μου δεν φανταζόμουν την επισκεψιμότητα. Ημουν στο Λύκειο Ελληνίδων, στο παράρτημα της Καλαμάτας για δεκαετίες ολόκληρες. “Βρες ένα χόμπι να μη βαρεθείς εδώ”, μου έλεγε ο άνδρας μου. Τότε άρχισα να μαζεύω ενδυμασίες και να μαθαίνω τα πάντα γι’ αυτές. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι μεγάλωσα πολύ και τα αποκτήματα της συλλογής έμεναν στα κουτιά τους. Και αποφάσισα ότι πρέπει να φύγουν από μένα. Ωστε να μείνουν σε δημόσια θέα και να πουν την ιστορία τους στη νέα γενιά. Είναι μια πόλη που αξίζει να ζεις!».