Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Ο κυρ-Δημήτρης δεν πρόφτασε να κάνει Χριστούγεννα φέτος. Λίγο πριν γεννηθεί ο Χριστός ο κυρ-Δημήτρης αναχώρησε με το πλοίο της γραμμής από το λιμάνι της Ζωής για την απέναντι στεριά όπου τον καρτερούσε η αγαπημένη του γυναίκα, η Παναγιώτα, που έφυγε κι αυτή πριν από μερικά χρόνια.

Τέτοιες μέρες γιορτινές το θρυλικό μαγαζί «ΠΑΝΑΓΙΏΤΑ» (εκεί στις Καμάρες, στο κέντρο της Σπάρτης) γέμιζε με χαρούμενα και ευτυχισμένα παιδιά που πήγαιναν να διαλέξουν τα δώρα τους για τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά. Και ο κυρ-Δημήτρης με τη γυναίκα του την κυρα-Παναγιώτα ζούσαν τη μεγαλύτερη χαρά της Ζωής, να δίνεις, δηλαδή, χαρά στα παιδιά. Κι αυτό γινότανε όχι μόνο τα Χριστούγεννα αλλά και τις Απόκριες και το Πάσχα και κάθε γιορτή, μικρή ή μεγάλη, του χρόνου. Ακόμα και τις καθημερινές τα παιδάκια μαζί με τους γονείς, τους παππούδες και τις γιαγιάδες, τους νουνούς και τις νουνές εύρισκαν τη χαρά στο μαγαζί «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» του Δημήτρη και της Παναγιώτας. Μαζί και οι μεγαλύτεροι, από νέοι έως και γέροι, στην «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» εύρισκαν τους καλύτερους και νοστιμότερους ξηρούς καρπούς και τα γλυκούδια που τράβαγε η ψυχή τους. Και στο σινεμά, και στη βόλτα στις Καμάρες, και στη βόλτα στην πλατεία, και στις παρελάσεις και…και…και… Με τα σπόρια και τα γλυκούδια από την «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» χτίστηκαν ωραίες φιλίες, έδεσαν βαθιές αγάπες, παρηγορήθηκαν λύπες, μίκρυναν στεναχώριες και έγιναν πιο μεγάλες οι χαρές. Γι’ αυτό έχουμε να λέμε, πως κανένα μαγαζί της Σπάρτης δεν αγαπήθηκε περισσότερο από εκείνο του Δημήτρη Μανιάτη και της γυναίκας του της Παναγιώτας.

Ο κυρ-Δημήτρης γεννήθηκε στη Σπάρτη κάπου στα 1929. Φτωχόπαιδο, με άλλα πέντε αδέρφια, ρίχτηκε από μικρός στη βιοπάλη. Σκοτάδια γύρω του μα αυτός είχε κάνει τη φτώχεια φως στο βάθος της καρδιάς του και τα ξεδιάλυνε. Κυρίως ασχολήθηκε με τη μαναβική σαν βοηθός και πωλητής στα μανάβικα της Σπάρτης, που τότε ήτανε πολλά, αλλά και στους πάγκους των μανάβηδων που στήνονταν στο παζάρι. Ένας όμορφος και προκομμένος νέος, χαρακτήρας διαμάντι, που κάθε μέρα περνούσε με το ποδήλατό του από την Γκορτσολόγου για να πάει στη δουλειά του.

Κάπου εκεί συναντήθηκαν οι ματιές τους με την Παναγιώτα, που έστηνε πάγκο με το καρότσι της και πούλαγε λιχουδιές και παιχνίδια στις Καμάρες, στην απάνω γωνία, απέναντι από του ΧΑΤΖΗ, μπροστά από το τότε Φαρμακείο του ΓΕΩΡΓΙΟΥ . Όλοι στη Σπάρτη γνώριζαν την Παναγιώτα και το μαγικό καροτσάκι της, το αραγμένο (νύχτα –μέρα , χειμώνα – καλοκαίρι , γιορτή - καθημερινή) εκεί , στη γωνία Γκορτσολόγου και Λυκούργου στις «Καμάρες», και όλοι γνώριζαν και τον Δημήτρη, το όμορφο, εργατικό και καλόκαρδο παλικάρι, που απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ αγωνιζότανε για το τίμιο μεροκάματο εκεί στα μανάβικα του κέντρου και στο παζάρι.

Κοιτάχτηκαν ο Δημήτρης και η Παναγιώτα, χτύπησαν οι καρδιές τους στον ίδιο ρυθμό και στα 1955 τους πάντρεψε στον Α. Νίκωνα ο παπα-Χίος με κουμπάρο τον Γιώργο Ανδριόπουλο, που μαζί με τα αδέρφια του διατηρούσαν, επί χρόνια πολλά, το φημισμένο και αξέχαστο «ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΑΞΙΔΙΩΝ ΑΦΩΝ ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΥ», στις Καμάρες της Σπάρτης, στη γωνία απέναντι από του ΧΑΤΖΗ.

Ευτυχισμένοι στη νέα τους ζωή ο Δημήτρης Μανιάτης και η γυναίκα του η Παναγιώτα άνοιξαν δικό τους μαγαζί, εκεί κοντά στο στέκι της Παναγιώτας, λίγο πιο πέρα από τη γωνία Λυκούργου και Γκορτσολόγου. Ήταν ένα μικρό μαγαζάκι με ξηρούς καρπούς, καραμέλες, κάστανα βραστά, παγωτά ΕΒΓΑ, γκαζόζες κι ένα σωρό άλλα ψιλολόγια. Μέσα τους, εκτός από αγάπη, είχανε και ανίκητη θέληση, δύναμη και ελπίδα και ήτανε αποφασισμένοι, αυτόν τον τροχό της Ζωής που από γεννησιμιού τους τούς είχε βάλει από κάτω, να τον γυρίσουνε για ν’ ανεβούνε πιο ψηλά. Επιτέλους, ύστερα από τόσα χρόνια είχε έρθει η στιγμή να αποκτήσουν ένα στέρεο κάστρο στον πόλεμο της ζωής, να σταματήσει ο Δημητράκης να ψάχνει για μεροκάματο στα μανάβικα και στο παζάρι, να σταματήσει και η Παναγιώτα να «οργώνει» τη Σπάρτη για να βγάζει «πέντε φράγκα» και να μπορεί να ζει.

Με την τίμια δουλειά τους και με τις οικονομίες του ιδρώτα τόσων και τόσων χρόνων, κατάφεραν να αγοράσουν, αργότερα, ένα παλαιό σπίτι με κεραμίδια και χαγιάτι, εκεί στις Καμάρες, που θα γινότανε η καρδιά και η ρίζα της νέας τους ζωής. Πάνω έμενε η οικογένεια και κάτω άνοιξε το θρυλικό κατάστημα «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» με όλα εκείνα τα είδη που η Παναγιώτα Παυλίδη-Μανιάτη πουλούσε μια ζωή στους δρόμους και τις πλατείες της Σπάρτης (από 6 χρονών) με ένα κασελάκι ξύλινο από σαρδέλες κρεμασμένο στον λαιμό της ή σπρώχνοντας το καροτσάκι της. Και έπινε το καφεδάκι του στο χαγιάτι ο Δημήτρης κι άπλωνε την μπουγάδα στο σύρμα η Παναγιώτα κι ήταν τόση η χαρά της που την έκανε να τραγουδά. Κι η γειτονιά την άκουγε κι ένιωθε πως σ’ εκείνο το φτωχόσπιτο έχει βρει φωλιά η ευτυχία και ο Γιάννης Μακρής που είχε το φαρμακείο του λίγο πιο κάτω φώναζε:

-Παναγιώτα …Παναγιώτα !

-Τι είναι κυρ-Γιάννη ;

-Ποιος τραγουδάει ;

-Εγώ τραγουδάω , κυρ- Γιάννη . Τα ’χω μάθει απ’ του «Χατζή» .

-Πω πω ! Αδικείσαι , Παναγιώτα ! Και σ’ έχει στα στραγάλια ο Δημητράκης !!!

Πρόκοψε απ’ την πρώτη μέρα το μαγαζί του Δημήτρη και της Παναγιώτας Μανιάτη εκεί στις Καμάρες της Σπάρτης που κάποτε ήταν η ζεστή καρδιά της πόλης, πρόκοψε και η οικογένειά τους με τον ερχομό τριών θυγατέρων. Ήταν το τελευταίο μαγαζί που έκλεινε το βράδυ και το πρώτο που άνοιγε το πρωί, το μαγαζί που όλοι ήξεραν πως θα το βρουν ανοιχτό οποτεδήποτε. Οι περιπατητές ψώνιζαν σπόρια και ξηρούς καρπούς μέσα στα μικρά χάρτινα σακουλάκια, για να συντροφεύουν την κουβέντα τους ή για να πολεμούν τη μοναξιά τους . Τα πιτσιρίκια αγόραζαν καραμελικά, γλειφιτζούρια, τσολιαδάκια ζαχαρωτά, μαντολάτα, κυδωνόπαστες, ελιές σοκολάτας, σοκολάτες ΙΟΝ με αμύγδαλο ή χωρίς, και «τύχες» με τα ποδοσφαιρικά ινδάλματα της εποχής, ενώ τα μεγαλύτερα δοκίμαζαν, για πρώτη φορά, τι γεύση έχει το ουίσκι και το τζιν μέσα στις γεμιστές με ποτό καραμέλες !!! Αγόραζαν επίσης τα «τσιγαράκια», τις τσιχλόφουσκες εκείνες που έμοιαζαν με αληθινά τσιγάρα μέσα σε κουτάκι, πράγμα που έκανε τα παιδιά να νιώθουν μεγάλα και σπουδαία. Γέμιζαν οι «Καμάρες» κάτω με φλούδια και σακουλάκια άδεια και σηκωνότανε η Παναγιώτα και ο άντρας της ο Δημητράκης, κάθε πρωί, για σκουπίσουν τις «Καμάρες» από τη μια γωνία ως την άλλη, έστω κι αν αυτό δεν ήταν δική τους ευθύνη!

Στο μαγαζί του Δημητράκη και της Παναγιώτας πήγαινε ο «χαζομπαμπάς» για να πάρει «μπιστολάκι» του γιου και κούκλα της κόρης. Εκεί πήγαινε ο παππούς να πάρει ζαχαρωμένα αφράτα στραγαλάκια για τη γριά του. Με ένα σακουλάκι πασατέμπο από την Παναγιώτα ξεκίνησαν πολλές όμορφες, νεανικές ιστορίες αγάπης, στη βόλτα στις Καμάρες, που μερικές έφτασαν και στον γάμο! Στον Δημητράκη και την Παναγιώτα πήγαιναν όλοι ν’ αγοράσουν τον χαρταετό της Αποκριάς, τα καπέλα, τις μάσκες, τα πιστόλια, τα καψούλια, τον χαρτοπόλεμο και τις σερπαντίνες. Τα δώρα που έβρισκαν τα πιτσιρίκια δίπλα στο κρεβάτι τους την Πρωτοχρονιά, απ’ την «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» τα είχε αγοράσει ο Αγιο- Βασίλης. Τα στολίδια και οι μπάλες που άστραφταν πάνω στο χριστουγεννιάτικο δέντρο ήταν, επίσης, από εκεί. Τα φαναράκια του Πάσχα, τις στολισμένες λαμπάδες και τις αναστάσιμες τρακατρούκες απ’ τα χέρια του Δημητράκη και της Παναγιώτας τις παίρναμε. Εκεί ο νουνός και η νουνά μας έβρισκαν το παιχνίδι που τους είχαμε ζητήσει. Από εκεί αγοράζαμε τις ασπρογάλαζες χάρτινες σημαιούλες που κουνούσαμε στην παρέλαση αλλά και τις στολές του τσολιά και της Αμαλίας που με περισσό καμάρι φορούσαμε ως Ελληνάκια.

Δυο χρόνια μετά την αγορά, το παλαιό σπίτι και το μαγαζί γκρεμίστηκαν, για να οικοδομηθεί νέο. Ο Δημήτρης Μανιάτης και η Παναγιώτα μετέφεραν προσωρινά το μαγαζί τους, λίγο παρακάτω, στον προθάλαμο του παλιού χειμερινού σινεμά «ΦΛΟΡΑΛ», στη γωνία Λυκούργου και Παλαιολόγου. Πολύ γρήγορα, ένα καινούριο κτίριο, σηκώθηκε στη θέση του παλιού. Νέα, σύγχρονη, πολυώροφη οικοδομή, νέο σύγχρονο κατάστημα.

Ο Δημήτρης Μανιάτης και η γυναίκα του η Παναγιώτα έδειξαν παράδειγμα σ’ όλη την κοινωνία πώς μπορούν δυο άνθρωποι που δούλεψαν σκληρά από τότε που ήτανε φτωχόπαιδα, να πετύχουνε στη ζωή. Από γεννησιμιού τους έζησαν μέσα στον κατακλυσμό, πάσχισαν μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής τους να σηκώσουνε ψηλά τον Ήλιο της ζωής τους κι όταν το κατάφεραν, φάνηκε στον ουρανό τους το Ουράνιο Τόξο. Και μετά ο κατακλυσμός σταμάτησε.

Απ’ τη στιγμή που παντρεύτηκαν, ο Δημητράκης και η Παναγιώτα, στέριωσαν τη ζωή τους πάνω στην αγάπη, την πίστη, την εντιμότητα, την αλήθεια και την καλοσύνη, την εργατικότητα, την αποφασιστικότητα, τη γνώση και τη συνέπεια, την υπομονή και την επιμονή, την πραότητα και, πάνω απ’ όλα, την Αγάπη τους προς τον Άνθρωπο και προς τον Θεό. Ο Δημητράκης χρημάτισε, επί χρόνια πολλά, Επίτροπος στον Άγιο Νίκωνα και το μαγαζί τους, η «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ», έγινε σήμα κατατεθέν της Σπάρτης, δέθηκε άρρηκτα με τη ζωή της τοπικής κοινωνίας και γράφτηκε στις καρδιές των Σπαρτιατών, εκεί που ό,τι γραφτεί δεν σβήνει ποτέ.

Όταν ο Δημητράκης Μανιάτης και η γυναίκα του η Παναγιώτα αποφάσισαν ότι ήρθε η ώρα να ξεκουραστούν, έδωσαν σύνταξη στον εαυτό τους και το κατάστημα «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» πέρασε στα χέρια της 2ης γενιάς.

Στη νέα τους ζωή, ο Δημητράκης και η Παναγιώτα, έζησαν απλά και ταπεινά, ανθρώπινα, έτσι όπως είχαν ζήσει πάντοτε, απολαμβάνοντας τις μικροχαρές της ζωής, ασχολούμενοι πιο πολύ με το σπίτι τους, τα παιδιά και τα εγγόνια τους, βγαίνοντας στην πλατεία για έναν καφέ, περπατώντας (πάντα αγκαζέ) στο δρόμο και την πλατεία (βλέπεις, παλιά, όταν περπατάγανε οι άλλοι, ο Δημητράκης και η Παναγιώτα έπρεπε να δουλεύουν), πηγαίνοντας το Σαββατόβραδο σ’ ένα ταβερνάκι, απολαμβάνοντας, όπου κι αν πήγαιναν, τον σεβασμό, την αναγνώριση, την αγάπη και την εκτίμηση των ανθρώπων, μαζί και τα αμέτρητα «ευχαριστώ» για όσα είχαν προσφέρει τόσα χρόνια και πιο πολύ για τις Μνήμες Ζωής, που όλοι χρειαζόμαστε σαν αποσκευή στο ταξίδι της ζωής μας. Και μέσα σ’ όλα αυτά δεν παρέλειπαν να περνούν ΚΑΙ από το μαγαζί της ζωής τους, βοηθώντας, όταν έπρεπε και δίνοντας τις πολύτιμες συμβουλές τους, όπως τους είχε διδάξει η πείρα χρόνων και χρόνων.

Έτσι όμορφα και ήσυχα κύλησε η ζωή τους, ώσπου το Σεπτέμβρη του 2019 έφυγε πρώτη από τη ζωή η Παναγιώτα, σε ηλικία 87 ετών, σκορπίζοντας θλίψη όχι μόνο στους οικείους της αλλά και σ’ όλη τη σπαρτιατική κοινωνία και στους Σπαρτιάτες όπου γης.

Ο άντρας της ο Δημητράκης υπέμεινε καρτερικά την απουσία της γυναίκας του ύστερα από 64 χρόνια που περπάτησαν μαζί, χέρι με χέρι, δίχως να χωρίσουν ποτέ ούτε μια στιγμή. Ώσπου ήρθε η στιγμή να φύγει κι αυτός για το αιώνιο ταξίδι το Δεκέμβρη του 2024.

Σήμερα, μέγαρο «ΜΑΝΙΑΤΗ» και το κατάστημα «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ», έργο ζωής του Δημήτρη Χ. Μανιάτη και της Παναγιώτας Παυλίδη Μανιάτη, συνεχίζει να δεσπόζει στο κέντρο της Σπάρτης, στα χέρια της 3ης γενιάς, που το διαχειρίζεται με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία του αλλά και στις παρακαταθήκες του παππού Δημητράκη και της γιαγιάς Παναγιώτας. Και είναι σίγουρο πως οι παλαιότεροι που το επισκέπτονται συναντούν σε κάθε γωνιά του τον Δημητράκη και την Παναγιώτα και «μιλάνε» μαζί τους μ’ εκείνη τη μυστική γλώσσα που μόνο η ζωντανή μνήμη μπορεί να μιλήσει. Κι όσοι δεν πρόλαβαν να τους γνωρίσουν, με το πρώτο βήμα τους μέσα στο κατάστημα «ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ» αισθάνονται μια ζεστή αύρα να τους τυλίγει, που δεν είναι άλλο παρά η παρουσία της ψυχής του Δημητράκη Μανιάτη και της γυναίκας του της Παναγιώτας, που έκαναν αυτόν τον τόπο κατοικία της ζωής και της καρδιάς τους, τόπο χαράς για τους Σπαρτιάτες γενεών και γενεών.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις