ΜΥΣΤΡΑΣ. Ο Μυστράς ήταν μία οχυρωμένη ελληνική πόλη. Ευρισκόμενος στον Ταΰγετο, κοντά στην αρχαία Σπάρτη, ο Μυστράς υπήρξε πρωτεύουσα του βυζαντινού Δεσποτάτου του Μυστρά τον 14ο και 15ο αιώνα, βιώνοντας μία περίοδο ευημερίας και πολιτιστικής άνθησης. Η περιοχή παρέμεινε κατοικημένη καθ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, όταν εσφαλμένα θεωρήθηκε από τους δυτικούς ταξιδιώτες ότι ήταν η αρχαία Σπάρτη. Τη δεκαετία του 1830, εγκαταλείφθηκε και χτίστηκε η νέα πόλη της Σπάρτης, περίπου 8 χιλιόμετρα ανατολικά.

Σύμφωνα με ανάρτηση του Συλλόγου Ιστορικής Αναβίωσης Σπάρτης μια σειρά φωτογραφιών δείχνει την ζωή στον Μυστρά, στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο του Gabriel Millet, Γάλλου αρχαιολόγου και ιστορικού. Ο Millet επισκέφτηκε τον Μυστρά μεταξύ 1891-1895 περίπου. Εκείνη την περίοδο η Βυζαντινή καστροπολιτεία του Μυστρά κατοικούνταν κανονικά. Tο 1921 η καστροπολιτεία κηρύχθηκε με Βασιλικό Διάταγμα ως προέχον βυζαντινό μνημείο. Οι τελευταίοι κάτοικοί θα εγκαταλείψουν τον χώρο το 1953, μετά την απαλλοτρίωση του από το Ελληνικό Κράτος.

Η Ιστορία

Η ιστορία «της νεκρής πολιτείας» σήμερα του Μυστρά αρχίζει από τα μέσα του 13ου αιώνα, όταν ολοκληρώθηκε η κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους. Το 1249, ο πρίγκιπας των Φράγκων Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος έκτισε ισχυρό τείχος και κάστρο στην ανατολική πλευρά του Ταϋγέτου, στην κορυφή ενός υψώματος με απότομη και κωνοειδή μορφή, που λεγόταν Μυστράς ή Μυζηθράς.

Η οχύρωση του βουνού και η μετεξέλιξη του Μυστρά, κατά τους επόμενους δύο αιώνες (ύστερη βυζαντινή περίοδος), σε ισχυρό πολιτικό, στρατιωτικό, πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο συνδέεται με την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τη Δ΄ Σταυροφορία (1204). Μετά από αυτή μετατοπίστηκε το ενδιαφέρον του Βυζαντίου προς τις δυτικές επαρχίες του. Η αλλαγή συνδέεται και με την εμπορική διείσδυση των ιταλικών πόλεων (Βενετίας, Γένοβα, Πίζας κ.ά.), η οποία αναβάθμισε τη σημασία των εμπορικών κέντρων και των ναυτικών σταθμών της Πελοποννήσου.

Στην Πελοπόννησο οι Φράγκοι εγκαταστάθηκαν το 1204, έχοντας ως ηγέτη τους τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουίνο. Ίδρυσαν το πριγκιπάτο της Αχαΐας (ή Μορέως), όμως κατόρθωσαν να επεκτείνουν τα όριά του ως τη νότια Πελοπόννησο μετά το 1248, όταν ο Γουλιέλμος Β΄ Βιλλεαρδουίνος κατέλαβε τη Μονεμβασιά. Η ίδρυση του κάστρου στον Μυστρά το 1249 σηματοδοτούσε την εδραίωση της κυριαρχίας τους στην Πελοπόννησο.

Ο Μυστράς, ένα απομονωμένο βουνό, ύψους 634 μ., ανήκει στον ορεινό όγκο του Ταΰγετου και αποτελεί μία πολύ ισχυρή στρατηγική θέση. Το ιδιόμορφο ανάγλυφο του βουνού, με τα δύο πλατώματα στην κορυφή (όπου χτίστηκε το κάστρο) και στη βόρεια ράχη (όπου βρίσκονται τα παλάτια και η πλατεία), οι απότομες και απρόκρημνες πλαγιές στη νότια και νοτιοανατολική πλευρά του, και η δυνατότητα εύκολης οχύρωσης των υπόλοιπων πλευρών, που ήθελε από εδώ να ελέγχει και τα ατίθασα σλαβικά φύλα της περιοχής (τους Μηλιγγούς), ήταν τα φυσικά πλεονεκτήματα αυτής της θέσης και ερμηνεύουν την επιλογή του Γουλιέλμου Β΄ Βιλλεαρδουίνου.

1259: Ο Μυστράς παραχωρείται στους Βυζαντινούς

Το 1259, στη μάχη της Πελαγονίας, στην οποία συγκρούστηκε το πριγκιπάτο της Αχαΐας με την αυτοκρατορία της Νίκαιας, οι Φράγκοι ηττήθηκαν και ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος συνέλαβε τον Γουλιέλμο Β΄ Βιλλεαρδουίνο. Ο τελευταίος, για να εξασφαλίσει την απελευθέρωσή του, παραχώρησε στο Βυζάντιο τα κάστρα της Μεγάλης Μαΐνης, της Μονεμβασιάς και του Μυστρά.

Μετά από το 1262, ο Μυστράς έγινε έδρα βυζαντινού στρατηγού, του «σεβαστοκράτορος», ο οποίος άλλαζε κάθε χρόνο και διοικούσε όλη την Πελοπόννησο. Από τότε άρχισε η κυρίως ιστορική περίοδος του Μυστρά, που διήρκεσε δύο αιώνες. Οι κάτοικοι της πεδιάδας άρχισαν να χτίζουν τα σπίτια τους γύρω από το κάστρο, για να προστατευτούν από τις επιδρομές. Ο πληθυσμός αυξήθηκε ταχύτατα, δημιουργώντας μία νέα πόλη, που ονομάστηκε Χώρα και στη συνέχεια περιτειχίστηκε. Οι κάτοικοι που αναζητούσαν μόνιμη διαμονή συνέχιζαν να αυξάνουν, με αποτέλεσμα να κατοικηθεί και η περιοχή γύρω από το δεύτερο τείχος. Σταδιακά διαμορφώθηκε και η Κάτω Χώρα, η οποία επίσης περιτειχίστηκε. Την περίοδο αυτή ο Μυστράς γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη. Μεταφέρθηκε εκεί η έδρα της μητρόπολης Λακεδαιμονίας, χτίστηκε η μητρόπολη, η μονή των Αγίων Θεοδώρων, το Αφεντικό (Οδηγήτρια) και υπήρξε ιδιαίτερη πνευματική άνθηση.

Από το 1308 το σύστημα της διοικήσεως μεταβλήθηκε και ο τίτλος του στρατηγού έδωσε τη θέση του σε μόνιμους διοικητές. Πρώτος διοικητής ήταν ο Μιχαήλ Καντακουζηνός (απεβ. 1316) (1308-1316). Τον διαδέχτηκε ο Ανδρόνικος Ασάν (1316-1322).

Το Δεσποτάτο και η οθωμανική κατάκτηση

Το 1348 δημιουργήθηκε το Δεσποτάτο του Μορέως, με πρώτο δεσπότη τον Μανουήλ Καντακουζηνό (1349-1380), γιο του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού. Τον διαδέχτηκαν ο αδερφός του Ματθαίος Καντακουζηνός (1380-1383) και ο γιος του Ματθαίου Δημήτριος Α΄ Καντακουζηνός (1383-1384). Ο τελευταίος βρέθηκε αντιμέτωπος με τον αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο, όταν διεκδίκησε μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Κωνσταντινούπολη, και έδωσε τη θέση του στο γιο του αυτοκράτορα, Θεόδωρο Α΄ Παλαιολόγο (1383-1407). Τα χρόνια που ακολούθησαν το δεσποτάτο επεκτάθηκε σε όλη την Πελοπόννησο, αναβαθμίζοντας την πολιτική, διοικητική και πνευματική σημασία του Μυστρά.

Το 1429 δημιουργήθηκε ένα δεύτερο δεσποτάτο στο Μοριά, με έδρα τη Γλαρέντζα, ηγέτης του οποίου ορίστηκε ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, ενώ το 1430 ιδρύθηκε και τρίτο, με έδρα τα Καλάβρυτα, με δεσπότη τον Θωμά Παλαιολόγο, αδερφό του Κωνσταντίνου και του Θεόδωρου Β΄ Παλαιολόγου, ο οποίος ήταν δεσπότης του Μυστρά την περίοδο 1407-1443. Το 1443 ο Κωνσταντίνος έγινε δεσπότης του Μυστρά, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1448, οπότε χρίστηκε αυτοκράτορας - ο τελευταίος - της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Τελευταίος δεσπότης του Μυστρά ήταν ο Δημήτριος Παλαιολόγος (1449-1460).

Σοφοί, καλλιτέχνες και λόγιοι συγκεντρώνονταν στην αυλή του Δεσπότου, σπουδαιότερος και σημαντικότερος απ' όλους ο Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων.

Τα χρόνια αυτά ο Μυστράς, και γενικότερα η Πελοπόννησος, γνώρισε μία νέα οθωμανική επιδρομή (1446), την εξέγερση των Αλβανών (1453), τις συναλλαγές των δεσποτών με τον Μωάμεθ Β' για να καταπνιγούν οι στάσεις, τις εμφύλιες συγκρούσεις των δεσποτών και το διχασμό ανάμεσα στους δεσπότες που προσέβλεπαν προς τη Δύση και σ' εκείνους που έδειχναν διάθεση συναλλαγής με τους Οθωμανούς.

Στις 30 Μαΐου του 1460, ο Δημήτριος Παλαιολόγος παρέδωσε χωρίς μάχη τον Μυστρά στους Οθωμανούς και προσκολλήθηκε στην αυλή του σουλτάνου.

Οι εκκλησίες του Μυστρά

Στον Μυστρά δεσπόζουν 7 σημαντικές εκκλησίες:

Ο Άγιος Δημήτριος (Μητρόπολη). Βασιλική ξυλόστεγη, με ωραία γλυπτά στο τέμπλο και τοιχογραφίες. Στο προαύλιό της βρίσκεται το Μητροπολιτικό μέγαρο, σήμερα το Μουσείο του Μυστρά.

Η Ευαγγελίστρια, μονώροφη με χαρακτηριστικό πλατύ νάρθηκα.

Οι Άγιοι Θεόδωροι, με το χαρακτηριστικό πασίγνωστο οκτάγωνο τρούλο, η μεγαλύτερη και αρχαιότερη εκκλησία του Μυστρά. Διατηρεί εντυπωσιακές τοιχογραφίες, μεταξύ των οποίων και προσωπογραφία του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου με χρονολογία 1423. Εδώ και ο τάφος του δεσπότη του Μορέως Θεοδώρου Α΄.

Η Παναγία η Οδηγήτρια (Αφεντικό). Έτσι ονομάζεται τρίκλινος διώροφος τρουλωτός ναός με δύο εκατέρωθεν παρεκκλήσια εκείνο των «χρυσοβούλων» επειδή εσωτερικά καλύπτεται με αγιογραφική σύνθεση αγγέλων να κρατούν χρυσόβουλα των ετών 1314, 1319, 1320 και 1322, και το άλλο του Ανδρόνικου που εικονίζονται ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος και ο δεσπότης του Μυστρά Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος.

Η Αγία Σοφία, πάνω από τα παλάτια, του 1350, ήταν το καθολικό της μονής του Ζωοδότη Χριστού και πιθανότατα αποτελούσε την εκκλησία των Παλατιών. Σε αυτή έχουν ταφεί πολλά μέλη της άρχουσας τάξης του Μυστρά και σε τάφο της βόρειας στοάς βρέθηκε το μεταξωτό γυναικείο φόρεμα αρχόντισσας των αρχών του 15ου αιώνα, που είναι στο μουσείο του Μυστρά.

Η Περίβλεπτος.

Η Παντάνασσα (γυναικείο μοναστήρι), η εκκλησία της οποίας είναι το καλύτερα διατηρούμενο μνημείο. Εκεί βρίσκονται και οι τάφοι της δέσποινας Κλεόπα Μαλατέστα και της Θεοδώρας, της συζύγου του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ΄ Παλαιολόγου.

Οι εκκλησίες αυτές υπήρξαν καθολικά μοναστηριών. Γενικά οι εκκλησίες του Μυστρά αποτελούσαν χώρο μάθησης της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής, αγιογραφίας και χωροταξικής μελέτης της εποχής λίγο πριν την αναγέννηση. Σήμερα, μόνο η Παντάνασσα λειτουργεί ως μοναστήρι. Πολλές από τις εκκλησίες οφείλουν τη σημερινή τους μορφή σε εργασίες συντήρησης που πραγματοποιήθηκαν από τον Αναστάσιο Ορλάνδο λίγο πριν το 1940. Η μορφή των εκκλησιών συνδέεται με το φυσικό ανάγλυφο της θέσης στην οποία χτίστηκαν. Έτσι, το σύνολο των εκκλησιών αποκλίνει προς την ανατολή, κατά παράβαση των σχετικών κανόνων της θρησκευτικής παράδοσης. Μία από αυτές, ο Άγιος Γεώργιος, έχει φορά από το βορρά προς το νότο. Ως προς την αρχιτεκτονική μορφή, κυριαρχούν ο απλός βασιλικός τύπος και ο χαρακτηριστικός για τον Μυστρά τύπος που συνδυάζει τη βασιλική στο ισόγειο και το ναό με τρούλους στο υπερώο. Σήμα κατατεθέν των εκκλησιών είναι και οι εξωτερικές στοές. Συνολικά, η αρχιτεκτονική μορφή και τα δομικά υλικά διαμορφώνουν ένα απόλυτα αρμονικό σύνολο με το περιβάλλον.