«Στο Δάσκαλό μας με αγάπη»
Ένα πραγματικό διαμάντι-διήγημα, που γράφτηκε πριν από αρκετά χρόνια, από μαθήτρια της Γ' Γυμνασίου για να συμμετάσχει σε λογοτεχνικό διαγωνισμό, απέστειλε στο Notospress ο εκπαιδευτικός κ. Ιωάννης Χρηστάκης. Το διήγημα αποτελεί αυθεντική μαρτυρία έφηβης για το πώς βλέπει τον καθηγητή της και τα προσωπικά και επαγγελματικά του αδιέξοδα. «Συγκλονιστικό δείγμα αγάπης από παιδιά που έχουν κρίση και δεν απαξιώνουν το δάσκαλό τους, όπως η προδομένη νεοελληνική μας κοινωνία», επισημαίνει ο κ. Χρηστάκης.
Παρακάτω παρατίθεται το διήγημα:
«Ήμουν μαθήτρια της Γ΄ Γυμνασίου, όταν ήρθε στο σχολείο μας, ο φιλόλογος, ο κ. Χ. Ψηλός, με αρκετά κιλά στην κοιλιακή χώρα, ευθυτενής, λίγο άχαρος, με θωριά ανθρώπου που θα έπαιζε άνετα έναν ρόλο-σαφώς δεύτερο και στη μεριά των κακών- σε ένα σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε.
Καταχαρήκαμε, βέβαια, γιατί θα αποφεύγαμε τη γερουσία της προηγούμενης χρονιάς. Την περυσινή χρονιά ο φιλολογός μας με δυσκολία ξεχώριζε το φύλο του κάθε μαθητή, μιας και έπασχαν όλες του οι αισθήσεις και το 45λεπτο μαζί του είχε πάντα, άλλοτε ως εισαγωγή άλλοτε ως επίλογο, ένα ηχηρό αποχρεμπτικό πεντάλεπτο, που το περνούσε ο δυστυχής πάνω από το πλαστικό καλαθάκι σκουπιδιών, γιατί τα χαρτομάντηλα γέμιζαν αστραπιαία από την παχύρρευστη, όλων των αποχρώσεων, βλέννα του. Πολλές φορές σκέφτηκα θα έπρεπε ένα πτυελοδοχείο να κοσμεί την έδρα, την ώρα των μαθημάτων του, γιατί ήταν συχνές και οι από το στόμα εξαγωγές του. Τελικά βγήκε στη σύνταξη και ησύχασε το θλιβερο σαρκίον του και το απισχανθέν πνεύμα του από μας και τη φασαρία μας.
Ας έρθουμε όμως στον κ.Χ. Η φημολογία για τη ζωή του μεγάλωνε. Μάθαμε ότι είχε περάσει αρκετά χρόνια σε ακριτικά νησιά, ως αναπληρωτής καθηγητής, κάτι σαν συμβασιούχος, ουσιαστικά άνεργος τα καλοκαίρια, με μόνη οικονομική συνδρομή τα ψιχία του ταμείου ανεργίας.
Έλεγαν ότι τον είχαν συναντήσει τα βράδια να πίνει μόνος στις παμπς της γειτονικής πόλης, πρωτεύουσας του νομού μας, κάποιοι άλλοι ισχυρίζονταν ότι τον είδαν, πρωινές ώρες, στο ημίφως κακόφημων μπαρ, αγκαλιά με όμορφες κορασίδες, απ’ αυτές που δεν άντεξαν πλέον τη φτώχεια της ρωσικής στέπας και ήρθαν εδώ για μια καλύτερη τύχη.
Όλοι όμως είχαμε την άνεση να τον δούμε πολλές φορές να προχωρά, υποβαστάζοντας μια γερασμένη κυρία, που έδειχνε να μην έχει τα λογικά της, να την κρατά τρυφερά από το χέρι, να της μιλά, να γελά μαζί της, να της δείχνει διάφορα με το χέρι του, να την σηκώνει κυριολεκτικά στα χέρια του, όταν ερχόταν η ώρα να τη βάλει να καθίσει στη θέση του συνοδηγού. Μάθαμε ότι ήταν η μητέρα του.
Ο ίδιος, φυσικά, ήταν εργένης. Πηγαινοερχόταν από το σχολείο σε γειτονικό χωριό, που ήταν το πατρικό του, όπου και έμενε. Άλλοτε πήγαινε στο σπίτι, που είχε νοικιάσει και έμενε η αδελφή του, επίσης εκπαιδευτικός σε άλλο γειτονικό χωριό.
Στην τάξη είχε στιγμές που έδειχνε χαρούμενος, εντυπωσιαζόμασταν από την άνεση στο λόγο του, έβρισκε τρόπους να μας κινεί το ενδιαφέρον, είχε χιούμορ, άκουγε κάποιες προσωπικές αναφορές μας και τις «έδενε» με το γνωστικό αντικείμενο με έναν τρόπο θαυμαστό, χαρισματικό σαν του επαγγελματία πολιτικού που γοητεύει τα πλήθη συνταιριάζοντας τα συνθήματα τους με τα μεγαλεπήβολα αναπτυξιακά του σχέδια.
Άλλοτε όμως βυθιζόταν μια περίεργη αδράνεια, έδειχνε απογοητεύμενος, η τάξη γέμιζε από φασαρία, δεν μπορούσε ν’αντιδράσει, νόμιζες ότι υπέφερε, ήταν ανίκανος να επιβληθεί, είχε ‘φύγει» –κατά περίεργο τρόπο, σε άλλες σκέψεις, μηχανικά και μόνο περιδιάβαινε τις σελίδες του βιβλίου ή έγραφε –με σπασμούς μαριονέτας λίγο στον πίνακα, για να καθίσει γρήγορα αποσβολωμένος με το απλανές βλέμμα του να μη σταθμεύει ούτε στα κινητά μας ,που “πρόστυχα” ήταν ακουμπισμένα στα θρανία μας, στα αυτιά του δεν αντηχούσαν τα βρομόλογα μας, ούτε οι «τιποτένιες» προτροπές μας να τιμωρήσει κάποιον επιτέλους. Συνήθιζε μόνο να λέει «Είστε ήδη 15 χρόνων ,η τιμωρία δεν είναι λύση, πρέπει να ωριμάσετε, λίγο, επιτέλους». Πολλές φορές έγραφε την ηλικία μας στον πίνακα, μάλλον, για όσους ήμασταν οπτικοί τύποι, μαθησιακά.
Σπάνια θύμωνε πολύ. Μια μόνο φορά τον θυμάμαι οργισμένο. Είχε πει μάλιστα κάτι που έγινε το τσιτάτο της εποχής. «Δε φοβάμαι να βιαιοπραγήσω εναντίον μαθητή. Η αποπομπή μου από το επάγγελμα, η απόλυσή μου, δε με φοβίζει . Θα ζήσω από τη κτηματική μου περιουσία. Αλλά δεν είναι λύση η βία»
Όταν αναγκαζόταν να τιμωρήσει καμιά φορά, το έβλεπες ότι ένιωθε σαν να είχε κάνει ένα αναγκαίο λάθος. Έμενε με την ελπίδα ότι η επίπληξη και η νουθεσία θα συνετίσουν, πρόσβλεπε να δραστηριοποιήσει το φιλότιμο του παραπτωματία, οι ευαίσθητες χορδές της ψυχής των μαθητών του ήταν που τον ενδιέφεραν όχι ένας στείρος σωφρονισμός.
Την ίδια εποχή, υπηρετούσε στο σχολείο μας και μια νεαρή φιλόλογος, πρωτοδιόριστη, απ’ αυτές που το ΑΣΕΠ έφερε γρήγορα στο επάγγελμα χωρίς τις επώδυνες χρονιές δυσπρόσιτων σχολείων σαν αυτές του συμπαθούς κ.Χ., στις μικρές Κυκλάδες. Όταν τις θυμόταν, οι περιγραφές του μας γέμιζαν τρόμο και αγωνία, για τον ασθενή που ερχόταν να τον πάρει στο ελικοδρόμιο, μέσα στη νύχτα, στριγκλίζοντας το στρατιωτικό ελικόπτερο, μυστήριο, όταν ο δυνατός βοριάς σφυροκοπούσε τα μπλε παντζούρια της μοναξιάς του, ρέμβη και γλυκιά αναπόληση, για τους ξένοιαστους κυριακάτικους περιπάτους του στην Αρχαία Αρκεσίνη ή στην Μινώα, (κάπου στην Αμοργό, τα μέρη αυτά), έκσταση και διονυσιασμό, από τα μεθύσια με ρακόμελο στα ταβερνάκια της Αιγιάλης.
Στα αγόρια, θαρρώ, έλεγε και για κάποιες αλλοδαπές που έρχονταν τον Απρίλη και έφευγαν το Δεκέμβρη. Άκουσα για κάποια Ursula, κάποια Rosmarie και κάποιαν Anne που τη μισή χρονιά την περνούσε στη Χώρα και την υπόλοιπη στην Φραγκφούρτη. Καμάρωνε που η φιλία του μ’ αυτές, του έδωσαν την ευκαιρία στα «πέτρινα χρόνια», να φεύγει το Χειμώνα σε βόρειες περιοχές, να περνά λίγες μέρες στη θαλπωρή των- χριστουγεννιάτικα διακοσμημένων- σπιτιών τους, να διασχίζει τις παγωμένες γερμανικές λεωφόρους για ν’ αναπαυτεί στα καφέ κατόπιν του -πλησιέστερα ευρισκόμενου-θερμαινόμενου εμπορικού κέντρου.
Επανέρχομαι στη νεαρή συνάδελφο του, τώρα. Ευειδής, πρόσχαρη, καταδεκτική, με τον αέρα της πρωτευουσιάνας και με το ντύσιμο, της τελευταίας πενταετίας, αυτό που επιτρέπει σε κάθε άντρα να ομφαλοσκοπεί το γυναικείο κορμί.
Μπορούσαμε να καταλάβουμε ότι κάτι άλλαξε στον κ.Χ. με τον ερχομό της. Οι αναφορές του στην τάξη, για τη συγκεκριμένη καθηγήτρια, πλήθαιναν, χωρίς τίποτα το μικροπρεπές και κουτσομπολίστικο αλλά ύποπτα εγκωμιαστικές, σχεδόν διθυραμβικές. Κανείς μας δεν τον πείραξε γι’ αυτές τις αναφορές. Στο κάτω –κάτω της γραφής, δεν το χωρούσε ο νους μας ότι αυτό το αιθέριο πλάσμα θα μπορούσε να έχει σχέση με τον ψηλό και άχαρο αντίπαλο ενός Τζουλιάνο Τζέμα. Ο κολακευτικός λόγος του γι’ αυτήν δεν υποψίαζε κανέναν. Στα εφηβικά μας μάτια φάνταζε σαν φυσική νομοτέλεια η συνύπαρξη όμορφων, καλλίγραμμων κοριτσιών με κούκλους τύπου Λάμπη Λιβιεράτου, τουλάχιστον.
Εκείνη τη χρονιά το σχολείο έκανε εκδρομές ή καλύτερα εκπαιδευτικές επισκέψεις σε αρκετά μέρη της Ελλάδας. Εντύπωση μας έκανε το γεγονός ότι ο κ.Χ. ακολουθούσε σε όλες τις εξορμήσεις μας, που τύχαινε συνοδός να είναι και η νεαρή καθηγήτρια. Είχαμε ακουστά, μιας και είχε στην υπηρεσία αρκετά χρόνια, ότι τα τελευταία έτη δε συμμετείχε σε εκδρομές μαθητών. Αυτά μας τα πρόφταιναν μαθητές άλλων σχολείων της Λακωνίας μιας και ο κ.Χ. είχε θητεύσει στα περισσότερα εξ αυτών. Έτσι λοιπόν άρχισε ένα soft κουτσομπολιό για την συνύπαρξη αυτών των, τερατωδώς, ανόμοιων πλασμάτων, του κ.Χ. και της νεαρής και σφύζουσας από ζωή νεαρής συναδέλφου του. Υποψιαζόμασταν ότι ο κακομοίρης (γιατί στο βάθος τον αγαπούσαμε, απόδειξη τα λευκώματα μας που τον αναδείκνυαν παμψηφεί σαν το συμπαθέστερο καθηγητή μας) θα είχε πέσει θύμα της αδηφάγου, κακόπιστης κριτικής μερικών συναδελφισσών του, που ψόφαγαν για τέτοια θέματα. Ο ίδιος, παιδικά αφελής, φανταζόμουν, κάποιες φορές να προσφέρεται βορά σε τούτες τις ύαινες, που η συζυγική τους η κλίνη έχει χρόνια να υποστεί κραδασμό πάθους και η οικογενειακή τους μιζέρια διαρκεί τόσα χρόνια, όσα η αποπληρωμή του στεγαστικού τους δανείου.
Χωρίς να μάθουμε τελικά τι συνέβη μεταξύ τους, έφτασε το τέλος της σχολικής χρονιάς. Προσέξαμε όμως ότι η νεαρή φιλόλογος έκανε χρήση πολυήμερης άδειας και όταν τελικά επέστρεψε διατηρούνταν στο πρόσωπό της σημάδια ενός ανελέητου ξυλοδαρμού. Τι είχε συμβεί; Ο κ.Χ., την ίδια εποχή ήταν εντελώς αλλοπαρμένος. Με τη συνοδεία του Γυμνασιάρχη συνήθως, περπατούσε νευρικός, τα χέρια του έτρεμαν υπερβολικά, και το πρόσωπό του σχημάτιζε πρωτόγνωρους μορφασμούς άρρωστου, ιδεοληπτικού ατόμου. Ευτυχώς είχε έρθει η εποχή των διαγωνισμών, γιατί στην τάξη αμφιβάλλω ,αν θα μπορούσε να σταθεί. Ακούγαμε τον επιστάτη να του μιλά ,βρίζοντας γενικά το γυναικείο φύλο, καθώς έπιναν καφέ στο κυλικείο. Ηρεμούσε λίγο, εκεί μέσα. Όταν ο επιστάτης δεν έβριζε το αιώνιο πονηρό θηλυκό, του υπενθύμιζε το γηροκόμημα των γονιών, τις ευθύνες του, μάλλον για να μην αφεθεί ο κ.Χ. στο ψυχικό κατρακύλισμα του.
Άκουσα νέα για τον κ.Χ., δύο μήνες μετά το τέλος της σχολικής χρονιάς, όταν έτυχε να κουβεντιάσει ο πατέρας μου με έναν συγχωριανό του. Είχαμε πάει στο πανηγύρι της Παναγίας ,στο χωριό που ζούσε ο κ.Χ. Αυτός ο άνθρωπος έλεγε, λοιπόν, στον πατέρα μου: «Η αδελφή του τον έσωσε. Αυτή τον πηγαινοέφερνε στην Τρίπολη. Έβγαλε και δίπλωμα οδήγησης στα 50 της γι’ αυτόν. Τον πλάκωσαν στα χάπια, του’γιναν ηλεκτροσόκ. Χθες το βράδυ ήταν στην ταβέρνα. Συμπεριφερόταν λογικά, όπως ήταν πριν. Χαρήκαμε πραγματικά όλοι οι συγχωριανοί. Έξυπνο παιδί αλλά και ευαίσθητο. Δεν έφταναν αυτά που τραβάει με τους γονείς του, πήγε ν’ αγαπήσει και μια νεαρή συνάδελφο του. Πόσο ν’ αντέξει το παλιόπαιδο;»
«Ξέρω, ξέρω…» είπε ο πατέρας μου. «Ευτυχώς ,αυτή πήγε στα μέρη της ,κάπου στη Δυτική Αττική, με μετάθεση. Θα βοηθήσει αυτό ,σίγουρα.»
Τον επόμενο Χειμώνα, πιο ώριμη πλέον, χαιρόμουν πραγματικά να βλέπω τον κ.Χ., να περπατά, πιασμένος χέρι-χέρι με την νοητικά καθυστερημένη, χαρούμενη ως παιδούλα όμως μητέρα του, στους δρόμους της μικρής μας κωμόπολης. Έδειχνε να το απολαμβάνει πραγματικά καθώς τη βοήθαγε να φορέσει το βαρύ πανωφόρι της, της έδειχνε τις ανθισμένες αμυγδαλιές ,τον μικροσκοπικό κοκκινολαίμη στο κιγκλίδωμα του προαυλίου του σχολείου μας. Χάρηκα πολύ περισσότερο, όταν άκουσα από το Διευθυντή του σχολείου μας ,ότι σε λίγες μέρες θα επιστρέψει, μετά την αναρρωτική τρίμηνη άδειά του.
Μας είχε λείψει αυτός ο άνθρωπος. Τώρα ξέραμε γιατί τον θέλαμε στην τάξη μας, κοντά μας …..
ΤΕΛΟΣ»