ΣΠΑΡΤΗ. Αρχές Ιουνίου το 1998 αφανίζεται αυτοθέλητα ο Δημήτρης Λινατίνης. Απομονώνεται σε σπηλιά σκληρού βράχου στους πρόποδες της πυραμίδας του Ταϋγέτου και «αυτοκτονεί» εκδικούμενος, όπως θα γράψει, τον θάνατο, αφού δεν τον άφησε να επιλέξει τον χρόνο.

Σε διάλεξη που έδωσε 120 μέρες πριν οδηγηθεί στον «αφανισμό» του αναφέρεται στη δύναμη της αρχαίας Σπάρτης. Αναφέρεται στο αληθινό πρόσωπο της ατείχιστης πόλης που είχε πολίτες με σεβασμό στον νόμο άρα και στην ύπαρξη της. Εξηγεί τις διαφορές, την υπεροχή αλλά και την υπέροχη αφοσίωση των Σπαρτιατών σε όσα η Φύση προστάζει και η δίκαιη πολιτεία των ανθρώπων διαμορφώνει.

Ο Δημήτρης Λιαντίνης, γεννημένος ως Δημήτρης Νικολακάκος στην Πολοβίτσα του Δήμου Σπάρτης στις 23 Ιουλίου 1942, ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος, ποιητής, συγγραφέας και μεταφραστής. Υπήρξε αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Ήταν λάτρης της Αρχαίας Ελλάδας και της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της, για τη μελέτη της οποίας αφιέρωσε όλη του τη ζωή. Έγραψε για διάφορα θέματα, όπως την ηθική, τη ζωή και τον θάνατο και τη σχέση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού. Το τελευταίο του και πιο σημαδιακό σύγγραμμα, το Γκέμμα, έχει μεταφραστεί σε πολλές ξένες γλώσσες. Εστίασε στην ανάγκη να ενταχθούν τα αρχαία ελληνικά ήθη και έθιμα στο σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα καθώς και στην καθημερινή ζωή των Ελλήνων, ενώ άσκησε κριτική στη φθίνουσα ανθρωπιστική πορεία του Δυτικού πολιτισμού. Στο ευρύ κοινό έγινε κυρίως γνωστός το 1998, σε ηλικία των 56 ετών, όταν η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε την κοινή γνώμη. Τελικά τα οστά του βρέθηκαν 7 χρόνια μετά, στις 6 Ιουνίου 2005, σε σπηλιά κοντά στην κορυφή του Ταϋγέτου.

Η ζωή του

Με καταγωγή από τη Λιαντίνα Λακωνίας, γεννήθηκε στη γειτονική Πολοβίτσα στις 23 Ιουλίου 1942, από τον Θεόδωρο (πέθανε το 1987), και τη Πολυτίμη Νικολακάκου, το γένος Βλαχάκου (1911-2000). Είχε άλλους δυο αδελφούς, τον Γιώργο, ο οποίος είναι μεγαλύτερος και τον Στέφανο, ο οποίος είναι δίδυμος του. Το επώνυμό του το άλλαξε σε Λιαντίνης προς τιμήν του τόπου καταγωγής του, το 1979. Τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο της Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από το Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Σπούδασε κλασικές γνώσεις και ανθρωπολογία. Από το 1968 μέχρι το 1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα, διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της Otto Gesellschaft του Μονάχου. Παράλληλα, μελετά αδιάκοπα τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενώ υπήρξε και μέλος του σωματείου «Οδύσσεια», που υποστήριζε την καύση των νεκρών. Από το 1973 μέχρι το 1974 υπηρέτησε εκ νέου στη Μέση Εκπαίδευση στις Θεσπιές Βοιωτίας και το 1974-75 στο Γυμνάσιο Αρρένων στη Θήβα. Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978 έγινε Διδάκτωρ με βαθμό «άριστα» και θέμα της διδακτορικής διατριβής: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε».

Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας, επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Αγωγής και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του Τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας (νυν Παιδαγωγικό Τμήμα Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978-79 με εκπαιδευτική άδεια παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης φιλοσοφία και συγχρόνως δίδασκε σε εντεταγμένο ελληνικό σχολείο στο Λουντβιχσχάφεν. Εκτός του Πανεπιστημίου στην Ελλάδα δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο στη Μετεκπαίδευση των δασκάλων, σε διάφορα ΠΕΚ και στη Σχολή της Αστυνομίας.

Ήταν συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Επίσης, απέδωσε στην ελληνική το «Ίδε ο Άνθρωπος» του Νίτσε.

Το 1973 παντρεύτηκε την ομότιμη καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικολίτσα Γεωργοπούλου. Από τον γάμο τους απέκτησαν μια κόρη, την Διοτίμα, επίσης καθηγήτρια του Τμήματος Κοινωνικής Θεολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ο θάνατός του

Την 1η Ιουνίου 1998 ο Λιαντίνης εξαφανίστηκε αφήνοντας γράμμα προς την κόρη του, στο οποίο δήλωνε πως είχε αποφασίσει «να αφανισθεί αυτοθέλητα», όπως χαρακτηριστικά έγραφε. Η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε την κοινή γνώμη, λόγω της ιδιαίτερης προβολής από τα ΜΜΕ. Στις 6 Ιουλίου του 2005, ο συγγενής του Παναγιώτης Νικολακάκος, ο οποίος ήταν ο μόνος που γνώριζε το σημείο θανάτου του, οδήγησε την κόρη του Λιαντίνη σε μια σπηλιά του Ταϋγέτου, όπου μέσα κείτονταν ο ίδιος. Αργότερα ο αδερφός του, Γιώργος Νικολακάκος, αποκάλυψε ότι ο Λιαντίνης είχε δώσει ακριβείς οδηγίες για το πότε να αποκαλυφθεί το μέρος όπου βρισκόταν. Όπως έγραψε στο τελευταίο γράμμα στην κόρη του, είχε προετοιμάσει αυτή τη στιγμή βήμα-βήμα μια ολόκληρη ζωή.

Μετά την ανεύρεση του σκελετού, έγιναν ιατροδικαστικές εξετάσεις που κατέληξαν ότι ο νεκρός ήταν όντως ο Λιαντίνης. Όμως άφησαν αναπάντητο το πώς πέθανε, δεδομένου ότι δεν ανευρέθη στις τοξικολογικές εξετάσεις κάποια ουσία που να επιφέρει τον θάνατο. Άγνωστη είναι και η ακριβής ημερομηνία του θανάτου. Ωστόσο θεωρείται βέβαιο ότι πέθανε τις πρώτες μέρες του Ιουνίου του 1998. Παρότι η επιθυμία του ίδιου ήταν, αν βρεθούν τα οστά του, να μείνουν στον Ταΰγετο, τελικά ενταφιάστηκαν στις 20 Αυγούστου 2005 στο νεκροταφείο των Κεχρεών Κορινθίας.

Το γράμμα στην Διοτίμα του

Ο Λιαντίνης άφησε ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην κόρη του Διοτίμα, με αναφορές στην τελευταία πράξη του:

«Διοτίμα μου,
Φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα - βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι' αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου τ
α κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
Λιαντίνης
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ' Λυκούργου στη Σπάρτη.
»

Σήμερα 26 χρόνια μετα, το notospress αναδημοσιεύει μια μοναδική διάλεξη του Δημήτρη Λιαντίνη στη Σπάρτη, για το αληθινό πρόσωπο της αρχαίας Σπάρτης, «Οι δωριστί αρμονίες - Το αληθινό πρόσωπο της αρχαίας Σπάρτης». Η διάλεξή του έγινε 31/1/1998, δηλαδή 4 μήνες πριν τον «αφανισμό» του. Αν ήθελε ένας ακραιφνής Σπαρτιάτης να διατηρήσει Κιβωτό θα έπρεπε να συμπεριλάβει σε αυτήν, τη διάλεξη του Δημήτρη Λινατίνη.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις