ΕΛΛΑΔΑ. Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας (Λεχαινά, 12 Μαρτίου 1865 – Μαρούσι, 24 Οκτωβρίου 1922) ήταν Έλληνας λογοτέχνης. Υπήρξε ένας από τους τρεις μεγάλους εκπροσώπους της ηθογραφίας, μαζί με τους Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και Γεώργιο Βιζυηνό και ο κατ' εξοχήν εκπρόσωπος του νατουραλισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο Καρκαβίτσας ασχολήθηκε με επιτυχία με όλα τα είδη του γραπτού λόγου εκτός από θεατρικά έργα: διηγήματα, μυθιστορήματα, ποίηση, μελέτες, χρονογραφήματα, ιστορικά σημειώματα, ιστορικά ανέκδοτα, παιδικά βιβλία. Επίσης, συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής του, καθώς και με εφημερίδες στις οποίες προμήθευε πλήθος άρθρα που αφορούσαν τις συνήθειες και τα γνωρίσματα των διαφόρων τόπων της Ελλάδας.

Τα πιο διάσημα έργα του είναι το μυθιστόρημα Ο ζητιάνος, και η συλλογή διηγημάτων Λόγια της πλώρης, δυο έργα με τα οποία ο Καρκαβίτσας κατέκτησε μια θέση στους κορυφαίους της νεοελληνικής πεζογραφίας. Αυτά τα δυο έργα έχουν μεταφραστεί και εκδοθεί σε πολλές χώρες του εξωτερικού, αυτοτελώς καθώς και σε ανθολογίες νεοελληνικής πεζογραφίας.

Στρατιωτικός γιατρός στο επάγγελμα, αποστρατεύτηκε λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας (έπασχε στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του από φυματίωση) το 1920, με τον βαθμό του αρχίατρου. Ασχολήθηκε ενεργά και με την πολιτική ζωή του τόπου, συμμετέχοντας στο εκστρατευτικό σώμα που πήγε στην Κρήτη κατά την Κρητική Επανάσταση του 1897, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912–1913, στο Κίνημα στο Γουδί, κ.α.

Πρωτότοκος γιος του Δημήτρη Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά, γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά της Ηλείας, και είχε συνολικά έντεκα αδέρφια από τα οποία επέζησαν μόνο τα οχτώ (τέσσερα αγόρια και τέσσερα κορίτσια). Έλαβε τη βασική εκπαίδευση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, έπειτα στο Α΄ Γυμνάσιο Πατρών. Στην Πάτρα, πόλη με σημαντική πνευματική κίνηση, ο Καρκαβίτσας γνώρισε τους Επτανήσιους λόγιους και συνδέθηκε με τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη.

Το 1883 τελειώνοντας το γυμνάσιο γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, περισσότερο λόγω της ανάγκης του για ένα σταθερό και προσοδοφόρο επάγγελμα παρά λόγω έφεσης προς αυτήν την επιστήμη.

Εξάλλου εκείνα τα χρόνια, σφοδρά ερωτευμένος με μια συντοπίτισσά του, τη Γιούλη, έπρεπε να έχει ένα επάγγελμα που θα εξασφάλιζε τη ζωή της Γιούλης για να μπορέσει να την παντρευτεί. Κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής στην Αθήνα, εισχώρησε στον πνευματικό κόσμο της εποχής και γνωρίστηκε με λογοτέχνες όπως τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο. Από το 1885 άρχισε να δημοσιεύει διηγήματα και νουβέλες σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, αλλά και άρθρα, ταξιδιωτικές εντυπώσεις και λαογραφικά κείμενα».

Το πρώτο διήγημά του που δημοσιεύτηκε ήταν «Η Ασήμω» το 1885, στο περιοδικό Εβδομάς του Δ. Καμπούρογλου. Τότε άρχισε και τη συνεργασία του με τα περιοδικά Εβδομάς του Καμπούρογλου, Εκλεκτά Μυθιστορήματα του Χιώτη και την Εστία, πολυπόθητος στόχος κάθε νέου συγγραφέα. Το καλοκαίρι του 1886 όταν βρισκόταν στα Λεχαινά αρρώστησε από πνευμονία και ελονοσία, αρχή της εύθραυστης υγείας του, που συχνά στο εξής του δημιουργούσε προβλήματα.

Στις αρχές του 1889 προσλήφθηκε ως αρθρογράφος στην Εφημερίδα με μισθό 100 δρχ. (σημαντικός μισθός εκείνη την εποχή) και παρέδωσε πολλά άρθρα λαογραφικού περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να μαθαίνει Γαλλικά. Όμως η κατάταξη στον στρατό, από τον οποίο είχε ήδη πάρει αναβολή το 1889 τον ανάγκασε να ακυρώσει αυτές τις δραστηριότητες. Υπηρέτησε μεταξύ άλλων στην Αθήνα, στη Λάρισα και από το 1890 στο Μεσολόγγι ως ανθυπίατρος της φρουράς της πόλης.

Από εκείνη την περίοδο της παραμονής του στο Μεσολόγγι θα επισκεφτεί πολλές φορές τα Κράβαρα, και θα μαζέψει το υλικό που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, στο Ζητιάνο. Μάλιστα, τις πρώτες εντυπώσεις του από το φαινόμενο της ζητιανιάς τις δημοσίευσε αμέσως στην Εφημερίδα προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις από τους απανταχού Κραβαρίτες, που θυμωμένοι κάποιοι τον κάλεσαν σε μονομαχία, ενώ κάποιοι άλλοι έστειλαν επιστολές διαμαρτυρίας στην εφημερίδα του.

Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς.

Το 1920 επανήλθε στο στράτευμα με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Το 1920 ανέλαβε &mdash τελευταία του δουλειά — τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 1922, εργάσθηκε πάνω στη συγκέντρωση σε δύο τόμους των παλαιότερων διηγημάτων του, τα Διηγήματα των παλικαριών μας και τα Διηγήματα του γυλιού».

Πέθανε στις 24 Οκτωβρίου του 1922, από φυματίωση του λάρυγγα, σε ηλικία 57 ετών, με την πικρή γεύση της Μικρασιατικής καταστροφής, που αποτέλεσε το τέλος των ονείρων όχι μόνο του Καρκαβίτσα αλλά και μιας ολόκληρης γενιάς Ελλήνων. Άφησε τις εισπράξεις από τα δικαιώματα των έργων του στη σύντροφο των τελευταίων χρόνων της ζωής του και τα χειρόγραφά του στον Γιάννη Βλαχογιάννη, διευθυντή τότε των Αρχείων του Κράτους.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις