Διεθνής Ημέρα Μπύρας
Κάθε χρόνο την πρώτη Παρασκευή του Αυγούστου γιορτάζεται η Διεθνής Ημέρα Μπύρας (International Beer Day)
Ξεκίνησε ως τοπική γιορτή στη Σάντα Κρουζ της Καλιφόρνιας, αλλά από το 2007 άρχισε να διεθνοποιείται με ραγδαίους ρυθμούς.
Η γιορτή έχει τρεις διακηρυγμένους στόχους:
- Να φέρει μαζί τους φίλους για μια μπίρα.
- Να τιμήσει τους παραγωγούς μπίρας σε όλο τον κόσμο και τους διαμεσολαβητές της με τους καταναλωτές (μαγαζάτορες, σερβιτόρους κλπ).
- Να ενώσει τον κόσμο κάτω από τη σημαία της μπίρας.
Η Ιστορία της Μπίρας
Η μπίρα ή ζύθος είναι αλκοολούχο ποτό, που παρασκευάζεται με ζύμωση βύνης από κριθάρι, με προσθήκη λυκίσκου και νερού.
Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Τα περισσότερα από τα αλκοολούχα ποτά, τα οποία εδώ και 8.000 χρόνια παρήγαγαν από σιτηρά διάφοροι πολιτισμοί, και ιδιαίτερα εκείνα που παράγονταν από βύνη κριθαριού, θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηριστούν ως μπύρες.
Στην Αίγυπτο κατά την εποχή της Παλαιός Αυτοκρατορίας, της οποίας το τέλος τοποθετείται γύρω στο 2500 π.Χ. ήταν ήδη γνωστά περισσότερα από τέσσερα είδη μπύρας. Η μπύρα ήταν επίσης γνωστή στη Βαβυλώνα, την Ουρ και πιθανότατα και σε αρχαιότερους πολιτισμούς. Αρχικά, έθαβαν το κριθάρι σε αγγεία για να βλαστήσει. Η βύνη ανακατευόταν με νερό και αφηνόταν να ζυμωθεί από ζύμες που μεταφέρονταν με τον αέρα. Η προσθήκη τού λυκίσκου χρονολογείται από τον 10ο και 7ο π.Χ. αιώνα.
Στην Ευρώπη η μπίρα έφθασε πιθανότατα από την Αίγυπτο μέσω της Ελλάδας. Ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος αναφέρει την διαδικασία παραγωγής της στην Ελλάδα, στην οποία χρησιμοποιούταν ο λυκίσκος. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, η μπύρα ήταν γνωστή στις χώρες της Μεσογείου προτού διαδοθεί η αμπελουργία. Στην Αρχαία Ελλάδα, ωστόσο, η μπύρα δεν επικράτησε και το παλαιότερο ποτό από μέλι αντικαταστάθηκε από το κρασί. Ζυθοπότες θεωρούνταν οι Φρύγες, οι Θράκες και οι Αρμένιοι, ενώ οι Ρωμαίοι, όπως και οι Έλληνες δεν ήταν λάτρεις της μπίρας.
Η ζυθοποιία διαδόθηκε εύκολα στη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη, όπου η αμπελουργία δεν ευδοκιμούσε. Οι Κέλτες της Μέσης Γαλλίας και διάφορα γερμανικά φύλα γνώριζαν την μπίρα από τον 1ο π.Χ. αιώνα. Υπάρχουν πολλές αναφορές (π.χ. από τον Ρωμαίο ιστορικό Τάκιτο) των αρχών της χριστιανικής περιόδου για κατανάλωση ποτών από βύνη από διάφορα γερμανικά και σκανδιναβικά φύλα, καθώς και από τους Κέλτες και τους Σάξονες.
Η μπίρα θεωρείται το εθνικό ποτό της Γερμανίας, όπου η ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ανέρχεται σε 104.2 λίτρα. Ιδιαίτερα δημοφιλής είναι στη Βαυαρία, όπου η ετήσια κατά κεφαλή κατανάλωση ξεπερνά το 40% του γερμανικού μέσου όρου. Στο Μόναχο γίνεται κάθε χρόνο, από το 1810, η γιορτή μπίρας με την ονομασία «Oktoberfest» σε ανάμνηση των εορτών για τους αρραβώνες τού πρίγκιπα διαδόχου Λουδοβίκου και της πριγκίπισσας Τερέζας.
- Διαβάστε ακόμα: Τα είδη και οι ποικιλίες του αγαπημένου καλοκαιρινού ποτού!
Ο μύθος γύρω από τη μπίρα και την ιστορία της έχει μεγάλο ενδιαφέρον
Όταν ο θεός Ήλιος, ο Ρα, πληροφορήθηκε ότι οι άνθρωποι συνωμοτούσαν εναντίον του, έστειλε την πιστή κόρη του, τη θεά Αθώρ (ταυτόσημη με την αρχαιοελληνική Αφροδίτη) για να τους τιμωρήσει. Αλλά το μένος της θεάς ήταν τέτοιο που τρόμαξε και τον Ρα, ο οποίος, φοβούμενος ότι εκείνη θα εξαφάνιζε το ανθρώπινο είδος αφήνοντάς τον χωρίς πιστούς, μετάνιωσε για την αποστολή. Ωστόσο, καθώς η Αθώρ είχε ήδη ξεκινήσει, ήταν αργά για τον Ρα να την ανακαλέσει.
Σκέφτηκε, λοιπόν, πως ο μόνος τρόπος για να ακυρωθεί η εντολή, θα ήταν αυτός που θα συνδύαζε τον ναρκισσισμό της Αθώρ με τη διάθεσή της για ευθυμία και ευζωία (οι Αιγύπτιοι την αποκαλούσαν βασίλισσα της ευθυμίας και του χορού, ο δε ναός της εθεωρείτο τόπος μέθης και τρυφηλότητας).
Έτσι, ετοίμασε μία τεράστια ποσότητα μπίρας –κατά τις περισσότερες εκδοχές του μύθου, εφτά χιλιάδες κανάτες- την έβαψε κόκκινη και τη σκόρπισε πάνω στους αγρούς, μετατρέποντάς τους σε έναν απέραντο καθρέφτη. Η Αθώρ σταμάτησε πρώτα να θαυμάσει το είδωλό της κι ύστερα έσκυψε να πιει. Η γλύκα της γεύσης την παρέσυρε σε κραιπάλη. Μέθυσε, την πήρε ο ύπνος και ξέχασε την αποστολή της. Οι άνθρωποι είχαν σωθεί και η Αθώρ ανακηρύχθηκε πανηγυρικά θεά της μπίρας και της ζυθοποιίας!
Είναι μύθος, εγχάρακτος στους βασιλικούς τάφους του Τουταγχαμών, του Σέθου Α΄ και του Ραμσή Β΄ και πιστοποιεί την παλαιότητα της μπίρας στην Αίγυπτο. Αξίζει, μάλιστα, να σημειώσει κανείς ότι η λέξη «χεκτ» (μπίρα στα αιγυπτιακά) αναφέρεται στην αιγυπτιακή φιλολογία περισσότερο από κάθε άλλο αγαθό! Ωστόσο, η μπίρα είναι υπόθεση πολύ πιο παλιά, παλαιότερη και από τον άρτο!
Η πρώτη καταγεγραμμένη ιστορία της, ως δείγμα αστικού πολιτισμού, χρονολογείται μεν περί το 3400 π.Χ. στη Νότια Μεσοποταμία από τους Σουμέριους, εικονόγραμμα, ωστόσο, από σφραγίδα του 4000 π.Χ. που βρέθηκε στη θέση Τέπε Γκάουρα της Μεσοποταμίας, αποτυπώνει δύο μορφές, που με τη βοήθεια καλάμου πίνουν μπίρα από ογκώδες κεραμικό αγγείο. Αλλά και οι Βαβυλώνιοι, που διαδέχονται τους Σουμέριους, παρασκευάζουν μπίρα από διάφορα δημητριακά και μάλιστα στον κώδικα του Χαμουραμπί, το δικαίωμα κατανάλωσής της είναι κατοχυρωμένο και ανάλογο της κοινωνικής θέσης του καταναλωτή!
Η αφετηρία της διαδρομής της μπύρας
Στην πραγματικότητα, η αφετηρία στη διαδρομή της μπίρας τοποθετείται μετά το τέλος των παγετών, εκεί γύρω στο 10000 π.Χ., όταν οι άνθρωποι της εύφορης κοιλάδας (εκτεινόταν από τη σύγχρονη Αίγυπτο ίσα με τις ακτές της Μεσογείου και το νοτιοανατολικό άκρο της Τουρκίας και συνεχιζόταν έως τα σύνορα Ιράκ – Ιράν) ανακάλυπταν τη χρησιμότητα του άγριου κρίθου και του σίτου! Αλλά ακόμα κι αν η ανθρωπότητα δεν παρέλαβε από τότε γραπτή ιστορική αναφορά στη μπίρα, χαράγματα του πρώτου ανθρώπου σε βράχους φανερώνουν πως αυτή είχε μπει στη ζωή των ανθρώπων πολύ πριν την ανακάλυψη της γραφής!
Η πατρότητά της, μάλιστα, από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή, πιστώνεται σε πολλές και διαφορετικές θεότητες ανά τον πλανήτη.
Νινκάσι, η Θεά της μπύρας
Για τους Σουμέριους, η μητέρα του δημοφιλούς ποτού είναι η θεά του αλκοόλ και του πάθους Νινκάσι, κόρη του Νουντιμούντ και της βασίλισσας του Αμπζού, Νιντί. Στην κοινωνία των Ζουλού, η μπίρα πιστώνεται στην αρχαία θεότητα της γεωργίας, της βροχής και του ουράνιου τόξου, Μπάμπα Μουάνα Βαρέσα, ενώ σε άλλες, διάφορες, αφρικανικές φυλές η θεότητα του χορού Γιασίγκι είναι αυτή στην οποία αναγνωρίζεται η ανακάλυψη της μπίρας.
Μάλιστα, στα αγάλματα που την αναπαριστούν, εμφανίζεται συνήθως ως χορεύτρια με πλούσιο στήθος κρατώντας στο αριστερό χέρι έναν αναδευτήρα μπίρας. Στη Βαλτική, η σπουδαία ανακάλυψη της μπίρας αποδίδεται σε ζεύγος θεοτήτων. Στον θεό της ζύμωσης Ραγκουπάτις και τη σύντροφό του Ραγκουτιέν, ενώ στη σλαβική παράδοση η μπίρα πιστώνεται στον θεό της γονιμότητας και της καλλιέργειας Ράντεγκαστ, του οποίου το όνομα είναι επίσης συνδεδεμένο με τον πόλεμο και τον ήλιο.
Ο Ααγκίρ, τέλος, θεός της θάλασσας, είναι ο «πατέρας της μπίρας» για τους Νορβηγούς. Μάλιστα, στο περίφημο σκανδιναβικό ποίημα «Λουκασένα» του 10ου αι., στο οποίο παρουσιάζεται συνύπαρξη θεών και θνητών, ο Ααγκίρ, με τη σύζυγό του, Ραν, και τις εννιά κόρες τους αναφέρονται να φτιάχνουν μπίρα για τους θεούς.
Φαίνεται, λοιπόν, πως ακόμη κι αν το αρχαιοελληνικό δωδεκάθεο κατανάλωνε το ευλογημένο προϊόν της αμπέλου, στους πληθυσμούς της εύφορης κοιλάδας ένα άλλο προϊόν της γης είχε ήδη ρίξει βαθιές ρίζες, ώστε να παρακάμψει την… κοινωνική διαστρωμάτωση, που χώριζε τους προύχοντες από τους πληβείους όλων των εποχών και να τρυπώσει στην καρδιά και τη ζωή των πάντων.
Συγκρίνοντας τις ιστορίες των δύο αγαπημένων ποτών των προγόνων μας, η μπίρα, προερχόμενη από σκληρά αγαθά της γης, κατάφερε να επιβιώσει των κλιματολογικών συνθηκών, έναντι της ευαίσθητης αμπέλου, που μετά τους παγετώνες, συρρικνώθηκε σημαντικά στην πολική ζώνη, όπου ευδοκιμούσε, και εμφανίστηκε δριμύτερη σε θερμότερες περιοχές.
Η μπίρα αναμετρήθηκε με το κρασί
Το θέμα είναι πως η μπίρα αναμετρήθηκε με το κρασί στον χρόνο και αναδείχθηκε νικήτρια για τους δικούς της λόγους, με βασικό το πλεονέκτημα της παραγωγής της απευθείας από ζύμωση (άρα, φυσική διαδικασία) ενός ανθεκτικού και ευρέως διαδεδομένου ανά τον πλανήτη δημητριακού.
Αιώνες επί αιώνων μετά τη γέννησή της, η μπίρα φτάνει στο «παρόν» να γιορτάζεται παγκοσμίως κάθε πρώτη Παρασκευή του Αυγούστου. Σήμερα, λοιπόν, πρώτη Παρασκευή του Αυγούστου, που είναι η μέρα της, το ΑΠΕ-ΜΠΕ τη γιορτάζει με ένα αφιέρωμα άξιο της ιστορικότητάς της.
Οι μεθύστακες της εύφορης κοιλάδας
Για να είμαστε ακριβείς, «μπίρα» (και όχι «μπύρα») είναι το μεταγενέστερο όνομα του προϊόντος που κατά διάφορες εκδοχές από τόπο σε τόπο, προέκυψε τυχαία και «θρονιάστηκε» από πολύ νωρίς στη ζωή της ανθρωπότητας. Το όνομα αυτού του ίδιου ποτού διέφερε από λαό σε λαό, έως ότου φτάσει, αιώνες μετά τη «γέννησή» του, να κατασταλάξει σε μία λέξη ομόρριζη στις διαλέκτους της συντριπτικής πλειονότητας του πλανήτη (birra στην ιταλική γλώσσα, bier στη γερμανική, beer στην αγγλική, bière στη γαλλική, bir στην ινδονησιακή, bere στη ρουμανική, biir στη σομαλική, μπίρα στην ελληνική κ.ά.).
Στο μακρύ ταξίδι της στον χρόνο, στους μεγάλους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου, η μπίρα καταναλώνεται από όλους τους κατοίκους, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης, και αποτελεί θεμέλιο ύπαρξης, τμήμα της πολιτιστικής και θρησκευτικής ταυτότητας και ασφαλώς σημείο αναφοράς της κοινωνικής ζωής. Ονομάζεται δε «ποτό των θεών», διότι μόνο στη δική τους γενναιοδωρία μπορεί να αποδοθεί η προσφορά ενός υγρού, που με έναν μαγικό τρόπο μετατρέπεται από χυλό σε υγρό και καθώς καταναλώνεται, προκαλεί ευφορία.
Σε μπίρα πληρώθηκαν και οι χτίστες των πυραμίδων της Αιγύπτου!
Σε μπίρα πληρώθηκαν και οι χτίστες των πυραμίδων της Αιγύπτου! Τρία καρβέλια ψωμί και δύο κανάτες μπίρα ήταν το επίσημο μεροκάματό τους, εκεί στο οροπέδιο της Γκίζας, ενώ επιστάτες και αξιωματούχοι λάμβαναν πολύ μεγαλύτερη ανταμοιβή. Ως εκ τούτου, οι αρχαιολόγοι δεν ξαφνιάστηκαν και πολύ όταν ανακάλυψαν σε βράχο της περιοχής «γκράφιτι», στο οποίο οι εργάτες, που δούλευαν για την ανέγερση της τρίτης πυραμίδας -αυτής του φαραώ Μυκερίνου- αποκαλούνταν «οι μεθύστακες του Μυκερίνου»!
Καθώς χρησιμοποιούνται ως μονάδες συναλλαγής, μπίρα και άρτος γίνονται συνώνυμα της αφθονίας και της ευμάρειας. Στη Μεσοποταμία η έκφραση «μπίρα και ψωμί» αντιστοιχεί στη «φαγητό και ποτό», ενώ η απόδοση της λέξης «συμπόσιο» στη διάλεκτο των Σουμερίων είναι «εκεί όπου υπάρχουν μπίρα και ψωμί». Αντίστοιχη αξία αποδίδουν στο δίδυμο των τροφών και οι Αιγύπτιοι. Στα ιερογλυφικά, ο συνδυασμός των συμβόλων της μπίρας και του άρτου, δίνει τη λέξη «τροφή».
Επιγραφή των αρχαίων Αιγυπτίων, που έφεραν στο φως ανασκαφικές έρευνες, παροτρύνει τις μητέρες των αγοριών στην εφηβεία να ταΐζουν και να ποτίζουν τα παιδιά τους με τρία μικρά καρβέλια ψωμί και δύο κανάτες μπίρα, για να διασφαλίσουν τη σωστή ανάπτυξή τους! Μοιραία, οι μπίρα λαμβάνει και τα χαρακτηριστικά φαρμάκου. Σφηνοειδής πλάκα του 2.100 π.Χ., που αποκαλύπτεται στη θέση Νιπούρ, περιλαμβάνει λίστα φαρμακευτικών συνταγών με βασικό συστατικό τη μπίρα.
Η μπίρα στην Ελλάδα
Η Ελλάδα, πάντως, δεν καταλαμβάνει και σπουδαία θέση στην ιστορία της μπίρας. Οι καταγραφές αποκαλύπτουν ότι το συγκεκριμένο ποτό ουδέποτε αγαπήθηκε τόσο πολύ από τους αρχαίους Έλληνες, ώστε να ενταχθεί στην καθημερινότητά τους. Άλλωστε, αυτοί είχαν το δικό τους ευλογημένο φυτό, το αμπέλι, και το δικό τους νέκταρ, το κρασί.
Για την ακρίβεια, εκτιμάται ότι η Ελλάδα εξυπηρέτησε ως ενδιάμεσος σταθμός στο ταξίδι της μπίρας από την Αίγυπτο στην Ευρώπη. Στο μακροσκελές έργο του «Φυσική Ιστορία», όπου κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλο μέρος τής περί τη φύση γνώσης της εποχής του (1ος αι. π.Χ) ο σπουδαίος Ρωμαίος φυσιοδίφης και συγγραφέας Γάιος Πλίνιος Σεκούνδος, γνωστός ως Πλίνιος ο πρεσβύτερος, αναφέρει ότι στην επεξεργασία για την παραγωγή της μπίρας, οι Έλληνες χρησιμοποίησαν τον λυκίσκο, ένα αναρριχητικό φυτό, που ευδοκιμεί στις εύκρατες χώρες και φύεται ανάμεσα σε επιλόβια (επιλόβιο = άγριο βότανο), τα οποία όμως, όταν μεγαλώνει, σκοτώνει ως ο λύκος τα πρόβατα (εξ ου και το όνομά του!). Ως εκ τούτου, μπορεί να πέρασαν αιώνες έως ότου οι Έλληνες βάλουν στη ζωή τους την μπίρα, πλην όμως η προσθήκη του λυκίσκου, που υιοθέτησαν, άνοιξε άλλους δρόμους για την παρασκευή της.
Επισήμως, ο λυκίσκος εξαφανίζεται για κάμποσους αιώνες και επανεμφανίζεται στα συστατικά της μπίρας, τον Μεσαίωνα. Παρέχει στο ποτό οξέα, που του δίνουν την πικρή γεύση και το άρωμα. Κυρίως, όμως, εμποδίζουν τον σχηματισμό βακτηρίων, αποτρέποντάς το από το ενδεχόμενο να χαλάσει. Ο λυκίσκος είναι και το στοιχείο, που διαχωρίζει τα είδη του ποτού, καθώς σε διαφορετικές ποικιλίες καλλιεργείται (πλέον) και ο ίδιος (κυρίως σε ΗΠΑ, Γερμανία, Νότια Αγγλία και Αυστραλία). Έτσι, ανάλογα με την προσθήκη μιας συγκεκριμένης ποικιλίας λυκίσκου, μπορεί μία μπίρα να είναι πιο αρωματική ή πιο πικρή από μία άλλη.
Σύμφωνα με την Ελληνική Ένωση Ζυθοποιών, οι Κέλτες και τα αρχαία γερμανικά φύλα γνωρίζουν την μπίρα από τον 1ο π.Χ. αιώνα, αν και μάλλον αγνοούν τον λυκίσκο. Ως βελτιωτικό της γεύσης τον αντικαθιστούν με μείγματα διαφόρων χορταρικών. Η χρήση του λυκίσκου ξεκινά στη Γερμανία, κατά τον Μεσαίωνα. Η πρώτη αναφορά στην καλλιέργεια λυκίσκου χρονολογείται το 768 μ.Χ. στη μονή Φράιζινγκ της Βαυαρίας.
Έως τότε, η παρασκευή της μπίρας περιορίζεται μέσα στα σπίτια (αποτελεί καθήκον των γυναικών), ή ακόμα και σε μικρές μονάδες για επιτόπια κατανάλωση (ταβέρνες, χάνια κ.λπ.). Όμως, κατά το τέλος της 1ης χιλιετίας μ.Χ. αρχίζει η παρασκευή της και σε μοναστήρια. Οι μοναχοί θέλουν ένα γευστικό, θρεπτικό ποτό να συνοδεύει τα γεύματα τους ή τη νηστεία τους. Η παραγωγή της φτάνει σε υψηλά επίπεδα. Σε λίγο καιρό, οι μοναχοί παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που χρειάζονται για τις ανάγκες τους και τελικά φτάνουν να την εμπορεύονται.
Πώς η Γερμανία πιστώθηκε τη μπύρα
Τον 12ο αι., η Γερμανία θα πιστωθεί με το δικό της λιθαράκι στην ιστορία της μπίρας. Η αγία Hildegard του Bingen, Γερμανίδα ηγουμένη γυναικείας μονής, θα καταχωρηθεί ως πρώτη καταγραφή συνταγής παρασκευής του ποτού με χρήση λυκίσκου και θα αναγορευθεί σε αγία προστάτιδα της μπίρας.
Η αναγωγή της μπίρας σε εμπορεύσιμο προϊόν έχει ως αποτέλεσμα την επιβολή αυστηρής νομοθεσίας, που να εγγυάται και να κατοχυρώνει την ποιότητα του παραγόμενου προϊόντος.
Το 1516, ο Βαυαρός δούκας Γουλιέλμος Δ’ εκδίδει τον «Νόμο Αγνότητας». Πρόκειται ίσως για τον αρχαιότερο διατροφικό κανονισμό, ο οποίος μάλιστα ισχύει και σήμερα. Σύμφωνα με αυτόν, στη γερμανική ζυθοποιία δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται άλλη πρώτη ύλη εκτός από κριθάρι, λυκίσκο και καθαρό νερό. Στον νόμο δεν αναφέρεται η μαγιά. Άλλωστε, εκείνη την εποχή είναι παντελώς άγνωστή.
Με το πέρασμα των χρόνων, η διαδικασία της ζυθοποίησης βελτιώνεται σημαντικά. Καθοριστικό ρόλο στη βελτίωση παίζει η ανακάλυψη, στα μέσα του 19ου αιώνα, της τεχνητής ψύξης και της παστερίωσης. Οι τεχνικές αυτές επιτρέπουν την παρασκευή κάθε είδους μπίρας ανεξαρτήτως της εποχής. Η ζυθοποιία τελειοποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα, μετά τα πειράματα του E.C. Hansen γύρω από τους ζυμομύκητες. Τον ίδιο αιώνα ξεκινά το εμπόριο εμφιαλωμένης μπίρας.
Στα νεότερα χρόνια η μπίρα ριζώνει στη συνείδηση, τη ζωή και την παράδοση των λαών της κεντρικής Ασίας, αλλά κυρίως των βορειότερων λαών της Ευρώπης, παρά τις χαμηλές θερμοκρασίες, όπου συνήθως οι άνθρωποι αναζητούν ποτά που θα αυξήσουν τη θερμότητα του σώματός τους.
Σε αντίθεση με τις εύκρατες Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία κ.λπ., όπου η μπίρα αποτελεί συνήθως ανακουφιστική δροσερή συντροφιά τα καλοκαίρια, Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Άγγλοι έχουν καθιερώσει τη μπίρα σε «εθνικό ποτό», που καταναλώνεται αφειδώς όλες τις εποχές. Το μεγαλύτερο, μάλιστα, πανηγύρι, το αφιερωμένο στην «ξανθή θεά» (ασχέτως με τους χρωματισμούς που της προσέδωσε στην πορεία των αιώνων η παγκόσμια ζυθοποιία) διεξάγεται σε κεντρική πλατεία του Μονάχου, τον Οκτώβριο.
Το δημοφιλές πια «Oktoberfest», καθιερώθηκε το 1810, όταν οργανώθηκαν μεγάλες γιορτές για τον γάμο του πρίγκιπα της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α’ . Κάθε χρόνο, στα μέσα του Φθινοπώρου, και για δύο εβδομάδες, οι γερμανικές ζυθοποιίες προσφέρουν στους συμμετέχοντες ατελείωτες ποσότητες μπίρας μέσα σε χαρακτηριστικές σκηνές χωρητικότητας έως και 3.000 ατόμων!
Σήμερα, η παρασκευή μπίρας με διαφορετικές γεύσεις, οξύτητες και χρώμα, αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο της παγκόσμιας ποτοβιομηχανίας, που περιλαμβάνει από πολυεθνικές μέχρι τοπικές ζυθοποιίες, ακόμα και μπαρ, με πρώτη και καλύτερη στην παραγωγή του προϊόντος, την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι εξελίξεις στην ποιότητα των πρώτων υλών, στη βυνοποίηση, τη ζυθοποίηση, την ψύξη, τις μεταφορές, το marketing και το εμπόριο έχουν οδηγήσει στην διαμόρφωση μιας σχεδόν χαοτικής πολυσυλλεκτικής αγοράς, η οποία απευθύνεται στον καταναλωτή, που θα έχει πάθος και όρεξη να διαλέξει.