ΕΛΛΑΔΑ. Η Αμαλία Μαρία Φρειδερίκη γεννήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 1818 στο Ολδεμβούργο, Μεγάλο Δουκάτο του Ολδεμβούργου. Ήταν κόρη του Παύλου Φρειδερίκου Αύγουστου του Ολδεμβούργου και της πρώτης συζύγου του Αδελαΐδας του Άνχαλτ-Μπέρνμπουρκ-Σάουμμπουρκ-Χόιμ.

Από μικρή ηλικία είχε χάσει τη μητέρα της και ανατράφηκε από τη βαρόνη Σέλλα. Διδάχθηκε ξένες γλώσσες, ζωγραφική, μουσική και χορό καθώς και ξιφασκία και ιππασία. Επέδειξε όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το θέατρο, τον χορό, την ιππασία, την ξιφασκία και το κυνήγι.

Ο γάμος της με τον Όθωνα, Βασιλιά της Ελλάδας, τελέστηκε στην πατρίδα της το Ολδεμβούργο στις 10 Νοεμβρίου 1836 και το ζευγάρι έφτασε στην Αθήνα στις 2 Φεβρουαρίου 1837. Η Αμαλία έλαβε το όνομα "Αμαλία, Βασίλισσα της Ελλάδος", που διατήρησε μέχρι το 1862.

Η Αμαλία δεν κατάφερε ποτέ να τεκνοποιήσει. Οι σύγχρονες ιατρικές μελέτες αποδίδουν την ατεκνία της Αμαλίας σε μια αφανή απλασία, μια έλλειψη, η οποία αν γινόταν γνωστή εκείνη την εποχή, η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας θα θεωρούνταν ένα τέρας, ένας κακός οιωνός για τη λαμπρή επανεκκίνηση του ελληνισμού.

Με τον ερχομό της στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στην οικία του Αφθονίδη προ του κήπου Κλαυθμώνος που γρήγορα είχε διασκευαστεί σε πρώτο ανάκτορο. Εκεί δέχθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1837 για πρώτη φορά την αθηναϊκή κοινωνία με διερμηνέα τον Αλέξανδρο Ραγκαβή.

Αμέσως η νεαρή βασίλισσα με την έμφυτη ορμητικότητά της επιδόθηκε στη συμφιλίωση των διαφόρων μερίδων (φατριών) της αθηναϊκής κοινωνίας προσπαθώντας να συγκροτήσει τη νέα ελληνική αριστοκρατία.

Στη τότε Αθήνα τρεις ήταν οι μεγάλες φατρίες που δέσποζαν οι «Φαναριώτες», ως παλαιά βυζαντινή αριστοκρατία, οι «Αγωνιστές» στους οποίους η Ελλάδα όφειλε την ανεξαρτησία της, που τους αντιμάχονταν οι προηγούμενοι, και οι «Επήλυδες» αυτοί που συγκέντρωναν τον πλούτο και που συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα ακόμη εντονότερα. Η προσπάθειά της όμως αυτή απέτυχε εξ ολοκλήρου λόγω των ανόμοιων στοιχείων αυτών των φατριών.

Δυστυχώς η Αμαλία με τη συνήθη ειλικρίνειά της δεν κατόρθωσε να κρύψει τον θαυμασμό που έτρεφε προς τους Αγωνιστές με συνέπεια να εντείνει αντιζηλίες και να δημιουργήσει εχθρούς στις άλλες δυο παρατάξεις που δεν άργησαν να εκδηλωθούν.

Παράλληλα η Βασίλισσα Αμαλία άρχισε να παρουσιάζει έντονη δράση καλλωπισμού της πόλης των Αθηνών με δημιουργία κήπων, πλούσιας δενδροφύτευσης δρόμων καθώς και έντονη φιλανθρωπική δράση κυριότερα δείγματα των οποίων ήταν: Οι κήποι της Αθήνας, το Αμαλίειο ορφανοτροφείο, ο Πύργος της Βασιλίσσης, η πρωτοποριακή για τα δεδομένα της εποχής και σε όλη την Ευρώπη ίδρυση ασφαλιστικού φορέα για τους ναυτικούς, το γνωστό Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο κ.ά., καθιερώνοντας ακόμα και επίσημη γυναικεία ενδυμασία ανακτόρων, φολκλορική φορεσιά της ελληνικής υπαίθρου, ένα πρωτόγνωρο μέτρο στις τότε βασιλικές αυλές της Ευρώπης.

Όταν έφθασε στην Ελλάδα ως σύζυγος του βασιλιά το 1837, άσκησε άμεση επίδραση στην κοινωνική ζωή και τη μόδα. Κατάλαβε από νωρίς ότι η ενδυμασία της οφείλει να μιμηθεί αυτή των νέων υπηκόων της, και έτσι δημιούργησε ένα ρομαντικό αυλικό ένδυμα, το οποίο έγινε το εθνικό γυναικείο ένδυμα, γνωστό ως Αμαλία. Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα.

Το φέσι που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα και στολισμένες με μαργαριτάρια ή πούλιες. Το φέσι το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Το καλπάκι φοριόταν από τις ανύπαντρες γυναίκες.

Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στο λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ' όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1861, ένας πανεπιστημιακός φοιτητής "μισογύνης" όπως αποδείχθηκε, ονόματι Αριστείδης Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει την Αμαλία. Γενόμενος όμως αντιληπτός από την ίδια έστρεψε το άλογό της εναντίον του με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί και να αστοχήσει.

Ακριβώς έναν χρόνο αργότερα, ενώ το βασιλικό ζεύγος ήταν σε μια επίσκεψη στην Πελοπόννησο, μια εξέγερση πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, που είχαν υποστηρίξει τον Όθωνα, τον συμβούλευσαν να μην αντισταθεί και έτσι η βασιλεία Όθωνα και Αμαλίας πήρε τέλος.

Αποχώρησαν από την Ελλάδα με το βρετανικό πολεμικό πλοίο Σκύλα, έχοντας πάρει μαζί τους τα ελληνικά βασιλικά εμβλήματα. Τα εμβλήματα αυτά θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μετά από 100 χρόνια περίπου.

Ο Όθων και η Αμαλία πέρασαν το υπόλοιπο της ζωής τους στη εξορία, στην πατρίδα του Όθωνα, τη Βαυαρία. Αποφάσισαν, να μιλούν την ελληνική γλώσσα κάθε ημέρα, μεταξύ 6 και 8 η ώρα, για να θυμούνται τα χρόνια τους στην Ελλάδα. Η Αμαλία πέθανε στη Βαμβέργη το 1875 και ενταφιάστηκε στο Μόναχο, δίπλα στον αγαπημένο της σύζυγο, ο οποίος είχε αποβιώσει το 1867.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις