ΚΑΛΟΓΡΕΖΑ. Δράκο της Καλογρέζας ονόμασαν οι εφημερίδες της εποχής, τον Δαμιανό Μαυρομάτη, που το χειμώνα του 1936 σκότωσε αφού βίασε πρώτα δυο παιδιά. Ο 32χρονος Δαμιανός Μαυρομάτης συνελήφθη στις 30 Γενάρη του 1936 για το φόνο ενός 5χρονου κοριτσιού στο άλσος Βεϊκου στη Καλογρέζα.

Ο Δαμιανός Μαυρομάτης

Ύστερα από έρευνα, αποκαλύφθηκε ότι ο Μαυρομάτης είχε σκοτώσει πριν μερικούς ακόμα μήνες, ένα ακόμα παιδί, ένα 7χρονο αγόρι. Ο Δαμιανός, έρμαιο της φτώχιας και του αλκοολισμού, ζούσε σαν επαίτης στη περιοχή, έχοντας ιδιαίτερη «αδυναμία» στα μικρά παιδιά, τα οποία συχνά καλούσε να τον ακολουθήσουν σε μια σπηλιά στο δάσος Βεϊκου όπου σύχναζε.

Η δίκη του έγινε στις 5 και 6 Οκτώβρη του 1936 και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά. Λίγα χρόνια αργότερα πέθανε στη φυλακή.

Το έγκλημα

Έξω από τον συνοικισμό της Καλογρέζας υπήρχε ένα ρέμα από όπου αρχίζει το δάσος του Βεḯκου που φτάνει ως την Όμορφη Εκκλησία, το Γαλάτσι και τα Τουρκοβούνια. Στις αρχές αυτού ακριβώς του δάσους, αμέσως μετά το ρέμα, υπήρχε ένας πευκόφυτος γήλοφος. Ο λόφος αυτός κοβόταν από μια χαράδρα που κάποτε κάποιοι την είχαν εκμεταλλευτεί ανοίγοντας τρύπες για να βγάλουν άμμο.

Οι χτίστες έβγαζαν από εκεί άμμο για τις οικοδομές και την πούλαγαν, συγκρουόμενοι συνεχώς με τον Βεḯκο που προσπαθούσε να τους εμποδίσει, ακόμα κα πυροβολώντας. Οι μεγαλύτερες τρύπες, πέντε τον αριθμό ήταν κανονικές σπηλιές τις οποίες χρησιμοποιούσαν είτε περιστασιακά είτε μόνιμα ο υπόκοσμος της Αθήνας. Μια τέτοια σπηλιά ήταν και το λημέρι και σπίτι του Δαμιανού Μαυρομάτη (ή Ντελή Δαμιανού=τρελο-Δαμιανού) όπως τον φώναζαν οι κάτοικοι εκεί γύρω.

Ο Δαμιανός είχε πάει στη κηδεία του αφεντικού του και εκεί είδε μια ομάδα μικρών κοριτσιών να παίζουν έξω από το σπίτι, τα πλησίασε, και την προσοχή του τράβηξε η κατάξανθη Ουρανία. Της έδωσε καραμέλες και με την υπόσχεση ότι θα της δώσει και άλλες την πήρε μαζί του. Ο Μαυρομάτης είπε στην κατάθεσή του, ότι αφού περπάτησαν καμιά ώρα, έφτασαν στη σπηλιά που έμενε, και αφού της έβγαλε τα ρούχα, τη βίασε.

Όταν ο πατέρας της αντιλήφθηκε την απουσία της μικρής, και τα κοριτσάκια του περιέγραψαν τι είχε συμβεί, έφυγε αλλόφρονας μαζί με μερικούς φίλους του για να ψάξει να την βρει. Την βρήκαν κατά το σούρουπο δυο συγγενείς του Ουραλίδη. Την άρπαξαν από την αγκαλιά του και την πήγαν γρήγορα στο κοντινότερο φαρμακείο μήπως προλάβουν και τη σώσουν. Ο φαρμακοποιός της έκανε ενέσεις καμφοράς, ήρθε και ένας γιατρός αλλά δεν κατάφεραν τίποτα. Σε λίγο πέθανε.

Μόλις συνελήφθη ο Δαμιανός -το απόγευμα της Τρίτης 28 Γενάρη 1936 -πήγε στο αστυνομικό τμήμα Καλογρέζας που τον ανέκρινε ο διοικητής Χωροφυλακής Ψυχικού. Ούτε αρνήθηκε το έγκλημα, ούτε σιώπησε. Ίσα-ισα εξιστόρησε τα πάντα και στον ανακριτή και στους δημοσιογράφους. Στις 10 το πρωί της Πέμπτης 30 Γενάρη μεταφέρθηκε στον εισαγγελέα και απολογήθηκε με όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες για το φόνο της μικρής Ουραλίδου. Το παιδί παραδόθηκε στους γονείς του και το απόγευμα της Παρασκευής 31 Γενάρη έγινε η κηδεία του στο Β’ νεκροταφείο.

Αμέσως χτύπησε συναγερμός για τους κατοίκους της περιοχής. Όλοι βγήκαν αμέσως, ψάχνοντας στο δάσους του Βεϊκου-Καλογρέζας, μέσα σε σπηλιές, και μέσα σε χαράδρες. Γύρω στις 50 σπηλιές υπάρχουν σε αυτό το δάσος λένε οι κάτοικοι, οι περισσότερες των οποίων είχαν γίνει από συνεργεία αμμωρύχων παλαιότερα και φτάνουν σε μήκος τα 10 και 15 μέτρα και σε βάθος μέχρι και 5 μέτρα. Υπάρχουν και μερικά ξεροπήγαδα στα οποία οι κάτοικοι κατεβαίνουν με ανεμόσκαλες για να βρουν θύματα.

Μέσα σε μια από αυτές τις αμμοσπηλιές -μια σπηλιά με στενή και κατηφορική είσοδο και φτάνει σε μήκος τα 7 μέτρα, πλάτος 1 μέτρο και ύψος άλλο 1. Στο τέλος του διαδρόμου βρίσκεται ένα σα δωμάτιο, 4 επί 4 μέτρα περίπου, ο Γιάννης Ματζαβίνος και ο Γιώργος Παρασκευάς βρήκαν στις 29 Γενάρη το πτώμα του μικρού Βλαντή. Το μέρος απέχει 200 μέτρα από εκεί που βρέθηκε το πτώμα της μικρής. Η σπηλιά του «Βλαντή» έχεις μήκος 6 μέτρα και βάθος 3. το πτώμα το ανακάλυψαν με τη μυρωδιά που απέπνεε και ανάβοντας σπίρτα συνέχεια κατάφεραν και να το δουν.

Σε μια γωνιά βρήκαν κάτι ψόφια κοτόπουλα και κλωτσώντας το σωρό ανακάλυψαν το πτώμα. Το πτώμα ήταν μισόγυμνο, με τα μάτια ανοιχτά και διεσταλμένα, ωχρό και στεγνό, ενώ ζωύφια υπήρχαν γύρω από τα μάτια και τα αυτιά. Προσπαθώντας να το σηκώσουν ανακάλυψαν ότι ήταν δεμένο από τα χέρια και τα πόδια με σύρματα και κουρέλια. Οι νεαροί βγήκαν τρομοκρατημένοι και φωνάζοντας κατέφτασαν οι χωροφύλακες που ερευνούσαν και αυτοί την περιοχή.

Ο Βλαντής είχε εξαφανιστεί από το σπίτι του στις 28 Νοέμβρη του 1935 αλλά πρέπει να πέθανε πολύ αργότερα, γιατί είχε ελάχιστα σημάδια αποσύνθεσης. Μετά έγινε η αυτοψία του χώρου, φωτογραφήθηκε, η Σήμανση πήρε ίχνη και ο ιατροδικαστής Τρουπάκης σε μια πρώτη, πρόχειρη εξέταση, είπε ότι ο φόνος του έγινε προ διμήνου και το πτώμα μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Ο Εισαγγελέας διέταξε να ερευνηθούν προσεκτικά οι σπηλιές και ύστερα να δυναμιτιστούν (αν βεβαίως συμφωνήσουν οι κληρονόμοι του Βεϊκου ) για να μην μπορούν πλέον να χρησιμεύουν σε κανέναν.

Ειδοποιήθηκε ο σταθμάρχης Αθανασόπουλος και την επόμενη μέρα ήρθε το φωτογραφικό συνεργείο και οι ερευνητές του τμήματος σημάνσεως καθώς και ο ιατροδικαστής. Μετά έδωσαν το πτώμα στους γονείς που θα το κηδέψουν σήμερα το απόγευμα στο Β’ Νεκροταφείο δίπλα στο τάφο της μικρής Φωτεινής Ουραλίδου.

Συνεργεία έρευνας που οργάνωσε ο πρόεδρος της κοινότητας Καλογρέζας έλεγξαν χτες άλλες 3 σπηλιές στις οποίες βρήκαν μόνο πτώματα κοτόπουλων, μιας κατσίκας ακόμα και μιας αγελάδας αλλά τίποτε άλλο. Όμως το μέρος είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψαχτεί καλά γρήγορα γιατί υπάρχουν άλλα 50 τουλάχιστον σπήλαια, ξεροπήγαδα και εγκαταλειμμένα ασβεστοκάμινα.

Ο Μαυρομάτης ομολόγησε τη δολοφονία του μικρού Στέλιου στις 13 Φλεβάρη, όταν απολογήθηκε παρουσία του συνηγόρου του στο 10ο ανακριτικό τμήμα. Η ανάκριση που έγινε παρουσία και του ιατροδικαστή Τρουπάκη διήρκεσε 3 ώρες. Στην αρχή αρνιόταν με επιμονή το φόνο του νεαρού Στέλιου, μέχρι που ζήτησε – σε αντάλλαγμα της ομολογίας του – μια δόση ηρωίνη. Στην αρχή, οι αστυνομικοί προσπάθησαν να τον ξεγελάσουν με λίγη σόδα, αλλά αφού το κατάλαβε, έγραψε ειδική συνταγή ο Τρουπάκης και πήγαν σε φαρμακείο και έφεραν.

Είπε ότι πήρε το παιδί, παρασύροντάς το με καραμέλες, γιατί ήταν πολύ μεθυσμένος και θυμωμένος με τα παιδιά που συνέχεια τον πειράζανε. Το πήγε στη σπηλιά, το βίασε και στη συνέχεια το σκότωσε. Μετά το μετέφερε στη σπηλιά που το βρήκαν οι δυο άντρες σκεπασμένο με τα ψόφια κοτόπουλα για να μην αντιληφτεί κανέις τη μυρωδιά του.

Η ζωή του

Ο Μαυρομάτης γεννήθηκε στο Ικόνιο και σε ηλικία 12 ετών πουλούσε λεμονάδες στη Σμύρνη για να συντηρήσει την οικογένειά του. Όταν πέθανε ο πατέρας του από χολέρα εκείνον τον πήρε ένας παπουτσής σαν ψυχοπαίδι. Τέσσερα χρόνια βασανίστηκε μαζί του και τέλος το έσκασε και δούλεψε ως αχθοφόρος στο λιμάνι της Σμύρνης. Όταν ο ελληνικός στρατός έφτασε στη Σμύρνη τον ακολούθησε ο Δαμιανός και έφτασε στο Αϊδίνι.

Με την πτώση της Σμύρνης, 18 χρονών βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου διέπραξε μια διάρρηξη και φυλακίστηκε για ένα χρόνο. Μετά την έκτιση της ποινής του, διέπραξε και άλλες ληστείες για τις οποίες φυλακίστηκε και πάλι. Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Αίγινας όπου εξέτισε ποινή 4 χρονών. Μία απο τις αδερφές του είχε διασωθεί και αυτή, και ήρθε στην Αθήνα όπου παντρεύτηκε και ζούσε στη Νέα Ιωνία.

Κάποια στιγμή μεθυσμένο τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελεούσας, αλλά μετά από ένα μήνα παραμονής το έσκασε. Πήγε στη Καλογρέζα, τον συνέλαβαν και πάλι και τον έστειλαν και πάλι στην Αγία Ελεούσα. Έμεινε εκεί δυο μήνες και δραπέτευσε και πάλι. Πήγε πίσω στη Νέα Ιωνία, και ζούσε κλέβοντας. Συνελήφθηκε και τρίτη φορά και στάλθηκε στο Δαφνί. Παίρνοντας εξιτήριο από το Δαφνί ξαναγύρισε στη συνοικία που ήξερε, φτωχός, μόνος και άστεγος. Κοιμόταν στις σπηλιές, έπινε πολύ κρασί -ακόμα και οινόπνευμα όταν δεν του έδιναν κρασί και έκλεβε.

Όλοι τον έβριζαν, τον έλεγαν τρελό, τα παιδιά τον κορόιδευαν, του πετούσαν πέτρες. Την ημέρα που πέθανε το αφεντικό του, πήγε στη κηδεία του και είδε τη μικρή Φωτεινή. Για το φόνο του Βλαντή λέει ότι τον άρπαξε τη μέρα που βγήκε από το ψυχιατρείο, δίνοντάς του καραμέλες. Το πήγε στη σπηλιά, το βίασε και μετά το έπνιξε.

Το Υπουργείο Υγιεινής εξέδωσε ανακοίνωση που αναφέρει ότι ο Δημήτριος Βασιλείου Δαμιανός ή Δαμιανός Μαυρομάτης εισήχθη στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στις 3 Οκτωβρίου του 1934 ως πάσχων εξ αλκοολικής ψυχοπάθειας και παρέμεινε για θεραπεία ως τις 17 Οκτωβρίου του 1935 οπότε και βγήκε ως ιαθείς. Από τότε δεν έγινε καμία αναφορά είτε από πολίτη είτε από οποιαδήποτε Αρχή προς το υπουργείο Υγιεινής για να επιληφθεί του θέματος.

29 Ιανουαρίου 1936. Δύο πολίτες βρίσκονται μπροστά σε ένα αποτρόπαιο θέαμα. Έξω από το συνοικισμό της Καλογρέζας, σε μία βαθιά σπηλιά με διακλαδώσεις, βρίσκουν το πτώμα ενός μικρού αγοριού με σημάδια αποσύνθεσης.

Ήταν δεμένο στα χέρια και στα πόδια με κομμάτια από κουρέλια και σύρματα. Τα μάτια του ήταν διεσταλμένα. Από το στόμα και τα αυτιά του έβγαιναν σκουλήκια. Στο σώμα που είχε απομείνει φαίνονταν σημάδια από δαγκωματιές.

Βασάνισε, σκότωσε και ασέλγησε σε 8χρονο αγόρι

Οι πολίτες ειδοποίησαν αμέσως τους χωροφύλακες, που προσέτρεξαν στο σημείο. Μέχρι να φτάσουν οι ιατροδικαστές και τα συνεργεία σήμανσης, διατάχθηκε να μην κουνηθεί τίποτα στο σπήλαιο.

Μέχρι το πτώμα να ανασυρθεί γίνεται γνωστή η ταυτότητα του θύματος. Ο 8χρονος Σ.Β. είχε εξαφανιστεί πριν από δύο μήνες από τη Νέα Ιωνία Αττικής.

Οι αρχές βγάζουν το 5χρονο θύμα από τη σπηλιά και τοποθετούν σε μία κάσα

Οι γονείς και οι συγγενείς του θύματος έσπευσαν στο σπήλαιο. Οι χωροφύλακες τους απαγόρευαν την είσοδο. Έξω από τη σπηλιά σπάραζαν για το χαμό του 8χρονου παιδιού και άναβαν στο χώμα κεράκια. Με το φως της επόμενης ημέρας οι αρχές έβγαλαν από τη σπηλιά τη σορό του θύματος και την τοποθέτησαν σε φέρετρο για να μεταφερθεί στην ιατροδικαστική υπηρεσία.

Από τη νεκροψία που ακολούθησε διαπιστώθηκε ότι ο θάνατος του παιδιού προήλθε από ασφυξία. Οι ιατροδικαστές δεν κατάφεραν να αποφανθούν με βεβαιότητα αν η ασφυξία προκλήθηκε επειδή ο δράστης έφραξε τη μύτη και το στόμα του θύματος ή αν το στραγγάλισε. Με οποίο τρόπο και να το σκότωσε, είναι σίγουρο ότι στη συνέχεια βίασε το άψυχο σώμα του.

Ο αλκοολισμός και η «ψυχοπαθητική παιδοφιλία»

To 8χρονο αγόρι ήταν θύμα του «δράκου της Καλογρέζας», όπως χαρακτήριζε ο Τύπος της εποχής τον δράστη. Ο 32χρονος Δ.Μ., πρόσφυγας από το Αϊδίνι της Μικράς Ασίας, ζούσε μόνος του σε μία από τις σπηλιές που υπήρχαν στην Καλογρέζα. Είχαν δημιουργηθεί από τρύπες που είχαν ανοίξει κάτοικοι της περιοχής στο λόφο που βρισκόταν στην αρχή του δάσους του Βεΐκου και συνήθως τις χρησιμοποιούσε ο υπόκοσμος της Αθήνας.

H είσοδος του σπηλαίου, όπου ο δράστης βασάνιζε και εξόντωνε τα θύματα του «Στα καταφύγια της κολάσεως, όπου ο δράκος της Καλογρέζας παρέσυρε τα δύο αθώα θύματα του, τα βασάνιζε και τα εξόντωνε», έγραφαν τα δημοσιεύματα. Ο «καρά-Ντελής», όπως τον φώναζαν οι κάτοικοι της περιοχής εργαζόταν σποραδικά σε τουβλοποιεία της περιοχής. Ήταν αλκοολικός και έκανε συχνά χρήση χασίς, ενώ παλιότερα είχε νοσηλευτεί στη ψυχιατρική κλινική της Αγίας Ελεούσας λόγω «ψυχοπαθητικής παιδοφιλίας». Όταν μάλιστα ο διευθυντής της κλινικής του έδινε εξιτήριο, εκείνος απάντησε «Μα δεν βλέπεις στα ίδια είμαι».

Η «μέθοδος» με τις καραμέλες και το πρώτο φονικό

Όταν τον κυρίευε το πάθος, ξεγελούσε τα μικρά παιδιά με καραμέλες, τα οδηγούσε στην σπηλιά όπου διέμενε και τα βασάνιζε. Έτσι έκανε και με το πρώτο θύμα. Ο Δ.Μ. είχε πάει στη Νέα Ιωνία μαζί με άλλους τουβλοποιούς για να συλλυπηθούν την οικογένεια ενός συναδέλφου τους που είχε πεθάνει. Στο δρόμο είδε πολλά κοριτσάκια να παίζουν. Διάλεξε αυτό που του άρεσε και του προσέφερε καραμέλες. Της υποσχέθηκε να της δώσει και άλλες αν τον ακολουθούσε.

Οι δύο τους απομακρύνθηκαν και περπάτησαν μία ώρα μέσα στο δάσος της περιοχής, ώσπου η μικρή κουράστηκε και ο δράστης την πήρε αγκαλιά και την οδήγησε στην σπηλιά, όπου διέμενε. Όταν οι γονείς της, την αναζήτησαν, έμαθαν από τις φίλες της ότι ακολούθησε κάποιον ρακένδυτο που μοίραζε καραμέλες.

Οι γονείς ειδοποίησαν τις αστυνομικές αρχές ενώ μαζί με άλλους κάτοικους της περιοχής αναζητούσαν και εκείνοι το μικρό κορίτσι. Λίγο αργότερα, δύο κάτοικοι εντόπισαν τον δράστη στην είσοδο της σπηλιάς να κρατά σφιχτά στην αγκαλιά το θύμα. Το μικρό κορίτσι ήταν γεμάτο αίματα. Οι κάτοικοι πήραν τη μικρή από τα χέρια του και τράβηξαν τον δράστη έξω από τη σπηλιά. Το μικρό κορίτσι μεταφέρθηκε σε κοντινό φαρμακείο για να της γίνει ένεση καμφοράς. Ωστόσο ήδη βρισκόταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση. Πέθανε λίγη ώρα αργότερα από ακατάσχετη αιμορραγία.

Το λιντσάρισμα των κατοίκων της περιοχής

Ο δράστης παραδόθηκε στους χωροφύλακες. Με κλωτσιές και χαστούκια τον οδήγησαν στο Τμήμα της Καλογρέζας. Στο χωροφύλακα είπε: «Μη με χτυπάς! Εμένα θα με τιμωρήσει ο νόμος και όχι εσύ». Γύρω του είχε συγκεντρωθεί οργισμένο πλήθος.

Ο τύπος της εποχής περιέγραφε ότι είχε φράξει το δρόμο, είχε κουβαλήσει κοφίνια, σανίδες και ξερόχορτα και κρατούσε μπουκάλια με αλκοόλ. Ήθελαν να τον κάψουν ζωντανό. «Φωτιά στον αντίχριστο, φώναζαν». Οι χωροφύλακες τον προστάτευσαν, διακινδυνεύοντας τη ζωή τους. «Αφήστε τον πρέπει να δούμε αν έχει σκοτώσει και άλλα παιδάκια και που τα έχει θάψει, έλεγαν στο πλήθος».

«Ήμουν μεθυσμένος και το πλήρωσε με το αίμα της»

Στους αστυνομικούς ομολόγησε το φόνο του 5χρονου κοριτσιού: «Η μικρούλα ήταν η ομορφότερη και γι’αυτό τη διάλεξα. Δεν μου έκανε παραπάνω, δεν μου μίλησε για να καταλάβω τι γίνεται. Κινούσε, όμως, τα χεράκια της. Μεθυσμένος ήμουνα και το πλήρωσε με το αίμα της και εγώ τη λυπήθηκα. Δεν απομακρυνόμουν από το πτώμα γιατί με τραβούσε το αίμα», είχε πει. Ο Δ.Μ. στα χέρια της χωροφυλακής σώθηκε από το πλήθος που ήθελε να τον κάψει ζωντανό «Γιατί τα έκανες αυτά;», τον είχε ρωτήσει ο ανακριτής.

Μου έρχεται καμιά μανία καμιά φορά. Εγώ πήγαινα Είδα τα κορίτσια. Δε ξέρω πως μου ήρθε, είχε απαντήσει. Στη συνέχεια τον ρώτησαν αν είχε βρεθεί ποτέ με γυναίκα. Ποτέ ήταν η απάντηση του, ενώ μέσα από την τσέπη του έβγαζε μια φωτογραφία γυμνής γυναίκας που είχε αποκόψει από πακέτο τσιγάρων. Αμέσως διατάχθηκε η προφυλάκιση του. Πίσω από τα κιγκλιδώματα οι αστυνομικοί τον έβλεπαν να θαυμάζει τον εαυτό του που τον έβλεπε φωνογραφημένο στις εφημερίδες.

Έριξε ψόφια ζώα πάνω στο πτώμα του 8χρονου

Όσον αφορά στην δολοφονία του 8χρονου αγοριού, αρχικά την αρνήθηκε. «Μην με ρωτάτε για το φόνο του αγοριού. Δεν ξέρω τίποτα» επαναλάμβανε. Οι αστυνομικοί, για να αποσπάσουν την ομολογία του και γνωρίζοντας την αδυναμία του στο χασίς, του προσέφεραν μία μικρή δόση. Τότε ο δράστης άλλαξε στάση και ομολόγησε και αυτό το έγκλημά του με κάθε λεπτομέρεια. «Τον κακοποίησα και τον έπνιξα με ένα σύρμα. Πήρα έπειτα το πτώμα από τη σπηλιά, όπου και το έθαψα σκάβοντας με τα νύχια μου. Για να μην προκαλέσω δε την προσοχή των περαστικών από τη βρώμα του πτώματος, βρήκα τρεις κότες ψόφιες από τα σκουπίδια τις οποίες πήρα και τις έριξα πάνω στο πτώμα του παιδιού.»

Στους δημοσιογράφους που τον περίμεναν έξω από το γραφείο του ανακριτή προσέθεσε: «Ήθελα να πάω και φυλακή. Όλοι με διώχνουν από κοντά τους». Οι εφημερίδες δημοσίευαν εκτενή ρεπορτάζ για την υπόθεση του «δράκου της Καλογρέζας» ενώ οι ξένοι ανταποκριτές έστελναν τηλεγραφήματα στις εφημερίδες τους, παραλληλίζοντας τη δράση του δράκου με εκείνη του Γερμανού Peter Kurten, ο οποίος σε διάστημα 14 μηνών το 1929-1930 διέπραξε εννέα δολοφονίες -νεαρών γυναικών και παιδιών- επτά απόπειρες φόνου και άλλα μικρότερα αδικήματα «αποκτώντας» το προσωνύμιο «Το βαμπίρ του Ντίσελντορφ». Ο δράστης δικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Αθηνών τον Οκτώβριο του 1936. Το δικαστήριο του επέβαλε ποινή ισοβίων. Λίγα χρόνια αργότερα, πέθανε μέσα στη φυλακή.

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις