Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Μόλις προχθές, μια παρέα «φερέλπιδων» νεαρών νεοελλήνων έκανε νυχτερινή «τσάρκα» στο Κορδελιό της Θεσσαλονίκης αναζητώντας τρόπο να γεμίσει την κενότητά της. Και τον βρήκε: Περνώντας από το άγαλμα του Πρωτοκλέφτη Κατσαντώνη ο ένας ανέβηκε στο άγαλμα και με πλήρη αναισθησία και χυδαιότητα έκανε άσεμνες χειρονομίες, ασεβούσε, έβριζε, το έφτυνε και το χαστούκιζε, προσπαθούσε να του αποσπάσει και να του σπάσει το σπαθί, ενώ οι φίλοι του τραβούσαν βίντεο γελούσαν, επιδοκίμαζαν και αλάλαζαν.

Μετά ανέβασαν το βίντεο στο διαδίκτυο για να δουν και να μάθουν όλοι το «κατόρθωμά» τους.

Χωρίς να παραγράφεται η ατομική ευθύνη του δραστών, σίγουρα, εκεί, στη ωμή βεβήλωση του αγάλματος του Ήρωα Κατσαντώνη, παρίσταντο ως ηθικοί αυτουργοί η οικογένεια (που πλέον έχει διαλυθεί ως θεσμός), το εκπαιδευτικό σύστημα (που έχει αποκοπεί από τις Ρίζες και έχει εξορίσει από το σχολείο τους Ήρωες ως πρότυπα και ως αξίες ζωής, διαστρέφοντας (παράλληλα) και την ελληνική ιστορία) και, τέλος, η ελληνική κοινωνία (που πορεύεται πλέον στο δρόμο της απώλειας χωρίς Αρχές, Αξίες και Ιδανικά).

Βεβαίως, οι προσβολή και η βεβήλωση του αγάλματος του Ήρωα Κατσαντώνη ουδόλως υποβίβασε και έθιξε την Αξία, την Τιμή, τη Δόξα και την Προσφορά του στην Ελλάδα και στην Ελευθερία, αυτήν την Ελευθερία που εκμεταλλεύεται ο κάθε τυχάρπαστος για να ασχημονεί σε βάρος της.

Εκεί που πετούν οι Αετοί δεν φτάνουν ποτέ τα χαμοπούλια.

Ο Αντώνης Κατσαντώνης (Μακρυγιάννης) γεννήθηκε το 1775 στο χωριό Μάραθο (Μύρεσι) των Αγράφων και υπήρξε ένας από τους πολλούς εκείνους ραγιάδες που στα σκοτεινά χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς βροντοφώναξαν αγανακτισμένοι:

«Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω,

δεν ημπορώ, δε δύναμαι, εμάλλιασ’ η καρδιά μου.

Θα πάρω το ντουφέκι μου, να πάω να γένω κλέφτης,

να κατοικήσω στα βουνά και στες ψηλές ραχούλες»

ΔΗΜΟΤΙΚΟ

Κι η δόλια η μάνα του τον παρακαλούσε:

«Κάτσε Αντώνη…. κάτσε Αντώνη…» Και του ’μεινε το παρατσούκλι «Κατσαντώνης».

Βγήκε ο Κατσαντώνης στο βουνό, έφτιαξε κλέφτικο μπουλούκι και έγινε ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων και των Αρβανιτάδων, πραγματικός «Αετός των Αγράφων» και «Λιοντάρι της Κλεφτουριάς».

Ο Αλή Πασάς, για εκδίκηση, ξολόθρεψε όλη του την οικογένεια, γονιούς κι αδέρφια. Όμως ο Κατσαντώνης δε λύγισε. Ορκίστηκε εκδίκηση. Κι έκανε τον Αλή Πασά να μονολογεί και φωνάζει στους στρατηγούς του:

«Δεν μπορεί, ορέ, κανείς να τον κάμει ζάφτι; Χαράμι να σας γίνει και το ψωμί που σας θρέφω. Αχ! Αυτό το Κατσαντώνη μώρα (εφιάλτης) μου γίνηκε τις νύχτες!»

Τότε ήτανε που ο Βεληγκέκας, σερασκέρης Αρβανίτης, έμπιστος του Αλή Πασά, προθυμοποιήθηκε να πιάσει τον Κατσαντώνη. Βγήκε με τ’ ασκέρι του στ’ Άγραφα, συνάντησε το μπουλούκι του Κατσαντώνη στην Κρύα Βρύση (στον Κλειτσό Ευρυτανίας) κι εκεί προκλήθηκε από τον Κατσαντώνη σε μονομαχία, πρόσωπο με πρόσωπο, κατά την οποία ο Βεληγκέκας τραυματίσθηκε θανάσιμα. Βούιξε όλη η Ελλάδα, σαν μαθεύτηκε πως ο Βεληγκέκας σκοτώθηκε από τον Κατσαντώνη:

«Αυτού που πάς μαύρο πουλί και μαύρο χελιδόνι,
χαιρέτα μας την κλεφτουριά, κι’ αυτόν τον Κατσαντώνη.
Πές του να κάτσει φρόνιμα, τ’ ασκέρι να συνάξει,
δεν ειν’ ο περσινός καιρός, κι’ ο φετινός χειμώνας.
Φέτος θα γίνει πόλεμος. Μας ήρθ’ ο Βεληγκέκας,
ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα.
Κι’ ο Κατσαντώνης το’ μαθε και το σπαθί του ζώνει,
το Βελιγκέκα καρτερεί, στη βρύση τον σκοτώνει».

ΔΗΜΟΤΙΚΟ

«Κι’ ο Κατσαντώνης πρόφτασε, κακό καρτέρι του είχε.

Κι’ ο Βελή Γκέκας πάει μπροστά με έξ’ εφτά νομάτους.

-Πού πας, Βελή ντερβέναγα, ριτσάλη του βεζίρη;

-’Σ’ εσέν’ Αντώνη κερατά, ’ς εσένα παλιοκλέφτη.

-Δεν είν’ εδώ τα Γιάννινα, δεν είν’ εδώ ραγιάδες,

για ναν τους ψένης σαν τραγιά, σαν τα παχιά κριάρια,

εδώ 'ναι λόγκοι και βουνά και κλέφτικα τουφέκια,

βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν».

ΔΗΜΟΤΙΚΟ

Αφού ξέκανε σε μάχες πολλές Τούρκους και Τούρκους, ο Κατσαντώνης, κι έγινε λάβαρο και βάλσαμο ψυχής για τους σκλαβωμένους Έλληνες, βαριά άρρωστος από ευλογιά και προδομένος από «έλληνα» Εφιάλτη, πιάστηκε από τους τζοχανταραίους , μαζί με τον αδελφό του τον Χασιώτη, και δεμένοι με αλυσίδες οδηγήθηκαν στα Γιάννενα, μπροστά στον Αλή Πασά.

Πόνεσε ο Λαός μας το πιάσιμο του Κατσαντώνη και τραγούδησε τον πόνο του σαν αποχαιρετούσε, αλυσοδεμένος, τα κλέφτικα λημέρια:

«Έχετε γεια, ψηλά βουνά και δροσερές βρυσούλες·
κ' εσείς Τσουμέρκα κι' Άγραφα, παλληκαριών λημέρια.
Αν δήτε τη γυναίκα μου, αν δήτε και το γιο μου,
ειπέτε τους πως μ' έπιασαν με προδοσιά κι απάτη.
Αρρωστημένο μ' ηύρανε, ξαρμάτωτο στο στρώμα,
ωσάν μωρό στην κούνια του, στα σπάργανα δεμένο.»

ΔΗΜΟΤΙΚΟ

Χάιδεψε τα γένια του από χαρά ο Αλή Πασάς σαν είδε μπροστά του αλυσοδεμένο τον Κατσαντώνη και διάταξε τον στρατηγό του, τον Ταχήρ Αμπάζη:

«Έλα δω, ορέ Ταχήρ. Να τον βγάλουν στον πλάτανο και να τον παιδέψουν όσο μπορούν. Να του σπάσουν τα κόκαλα με τα σφυριά. Να τους λιώσουνε και τους δυο, ώσπου να ξεψυχήσουν».

Ήτανε 28 Σεπτεμβρίου του 1808.

«Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,

σταυραϊτοί και πέρδικες, ξυφτέρια, χελιδόνια,

ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.

Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.

……………………………………………………..

Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι

κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.

Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·

νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,

και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,

οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.

Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα

και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα

μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:

Χτυπάτε, πελεκάτε με·

σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας,

φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,

αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,

κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια

τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,

που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του

κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα

που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλι θα πλακώσουν»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ, «Ο Κατσαντώνης»

-Ήρωα και Εθνομάρτυρα Αντώνη Κατσαντώνη, δέξου τη συγγνώμη και το δάκρυ μας, που ακόμα δεν έχουμε γίνει αντάξιοι της Λευτεριάς και της Πατρίδας, που Εσύ και οι άλλοι Ήρωες μας χαρίσατε, με λύτρο το Άγιο Αίμα Σας.

Δέξου τη συγγνώμη και το δάκρυ μας!

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις