Ολοκαύτωμα στο Κούγκι.Ο ιερομόναχος Σαμουήλ με 5 Σουλιώτες βάζει φωτιά σε βαρέλι και ανατινάζονται
Αν ψάξουμε στη σύγχρονη ελληνική ιστορία κάποιους που να έμοιαζαν στο θάρρος και τη γενναιότητα στους αρχαίους Σπαρτιάτες, τότε σίγουρα μέσα στις κορυφαίες επιλογές μας θα ήταν και οι Σουλιώτες οι οποίοι με θυσίες όπως το ολοκαύτωμα στο Κούγκι που έγινε μια ημέρα σαν σήμερα, κέρδισαν αυτή τη θέση επάξια
ΕΛΛΑΔΑ. Το Σούλι ήταν μια άγρια περιοχή. Αυτό πιθανότατα είχε να κάνει με τον τόπο που ήταν χτισμένα τα 11 χωριά του. Σφηνωμένο μέσα στα βράχια το Σούλι έστεκε εκεί επειδή οι σκληροτράχηλοι κάτοικοί του ένιωθαν πως αυτή ήταν η αποστολή τους. Να υπερασπίζονται τα χώματα του. Να μην προσκυνούν σε όσους επιβουλεύονταν την ελευθερία τους. Και το έκαναν αυτό με κάθε τίμημα. Ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή. Το έδειξαν αυτό οι Σουλιώτισσες με τον χορό του Ζαλόγγου. Το έκαναν και οι Σουλιώτες με μπροστάρη του καλόγερο Σαμουήλ που, μια ημέρα σαν σήμερα, θυσιάστηκαν για να κάνουν πικρή τη νίκη του Αλή Πασά.
Οι τρεις πόλεμοι του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών
Το να πατήσει ο Αλή Πασάς το Σούλι μόνο εύκολη υπόθεση δεν ήταν. Οι Σουλιώτες, δεν ήταν εύκολος αντίπαλος. Από μικροί γυμνάζονταν στα όπλα και δεν γνώριζαν τίποτε άλλο, παρά την τέχνη του πολέμου. Χωράφια δεν είχαν και όσοι δεν ήταν κτηνοτρόφοι ήταν οπλαρχηγοί και έκαναν «δουλειές» (μια από αυτές ήταν και η επι πληρωμή... προστασία) στις γύρω περιοχές. Οι Σουλιώτες ήταν σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ήταν «κράμα Ελλήνων και εξελληνισθέντων Αλβανών». Μιλούσαν Αλβανικά και δευτερευόντως Ελληνικά. Ήταν χωρισμένοι σε 47 μεγάλες οικογένειες (φάρες), με σπουδαιότερες αυτές των Ζέρβα, Τζαβέλα, Δράκου, Δαγκλή, Κουτσονίκα, Μπότσαρη, Καραμπίνη και Νίκα.
Είχαν μια ιδιότυπη αυτονομία αφού πλήρωναν ένα χαράτσι στο Σουλτάνο για να μπορούν να διαφεντεύουν τον τόπο τους. Όσο ο καιρός περνούσε, ωστόσο, τόσο πιο ισχυροί γίνονταν και όσο πιο ισχυροί γίνονταν τόσο μεγαλύτερα προβλήματα δημιουργούσαν σε αγάδες και μπέηδες οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν στον Σουλτάνο και αυτός έδωσε εντολή στον Αλή Πασά να στραφεί εναντίον τους.
Η 3η εκστρατεία του Αλή Πασά κατά των Σουλιωτών ξεκίνησε στην πραγματικότητα το 1800. Στο μεταξύ οι Ενετοί είχαν ήδη απομακρυνθεί από την Επτάνησο και τη θέση τους είχαν πάρει οι Γάλλοι, από το 1797. Μετά όμως την καταστροφή που υπέστησαν στη ναυμαχία του Αμπουκίρ το 1798 (στην Αίγυπτο), ο Αλή Πασάς άρχισε να γίνεται ο κυρίαρχος της περιοχής. Έτσι προκειμένου να προλάβει διείσδυση των Άγγλων στην περιοχή που τον ενδιέφερε, εκστράτευσε στην Ήπειρο αφού προηγουμένως είχε συμμετάσχει στην εκστρατεία κατά του Πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου (1798), με διπλάσιο στρατό απ’ ό,τι είχε ζητήσει ο Σουλτάνος, γεγονός που του είχε προσδώσει νέο κύρος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Έτσι ο Αλή Πασάς εκστρατεύοντας το 1800 στη Ήπειρο και καταλαμβάνοντας το Βουθρωτό, την Ηγουμενίτσα, τη Βόνιτσα και την Πρέβεζα, ενίσχυσε τη θέση του στην περιοχή ενώ ταυτόχρονα εξασφάλισε τον έλεγχο των Σουλιωτών κάνοντας στενότερο τον αποκλεισμό τους. Παρ’ όλα αυτά οι Σουλιώτες συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και αποφάσισαν ή να νικήσουν ή να πεθάνουν. Ήταν λιγότεροι από 2.000 οπλισμένοι. Οι κύριοι ηγέτες τους ήταν ο Φώτος Τζαβέλλας, ο Δήμος Δράκος, ο Τάσος Ζέρβας, ο Κουτσονίκας, ο Δαγκλής, ο Γιαννάκης Σέχος, ο Φωτομάρας, ο Βέικος Ζάρμπας, ο Τζαβάρας, ο Ζυγούρης Διαμάδης και ο Γιώργος Μπούζγος.
Οι Σουλιώτες κέρδιζαν όλες τις αποφασιστικές μάχες, όμως ο Αλή Πασάς έχτιζε κάστρα στα γειτονικά χωριά για μακροχρόνια πολιορκία. Οι Σουλιώτες έκαναν τότε εκκλήσεις για βοήθεια στη Γαλλία και τη Ρωσία, που όμως δεν τελεσφόρησαν. Επακολούθησαν και νέες μάχες πολύ πιο σκληρές, με τελευταία στις 7 Δεκεμβρίου γύρω από το Κούγκι και την Κιάφα που είχαν αποσυρθεί. Μένοντας όμως χωρίς τρόφιμα και πυρομαχικά αναγκάστηκαν τελικά να συνθηκολογήσουν. Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν και ο Αλή Πασάς υποσχέθηκε να τους αφήσει ελεύθερους φτάνει να εγκατέλειπαν μαζί με τις οικογένειές τους, το ταχύτερο, τα πατρώα εδάφη τους.
Η θυσία του Σαμουήλ
Τελικά, ο κλοιός γύρω από το Σούλι ήταν αδιαπέραστος και οι Σουλιώτες αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν στις 12 Δεκεμβρίου 1803. Ο Αλή Πασάς, ωστόσο, ήταν αμείλικτος. Απαίτησε να του παραδώσουν το Σούλι. Να φύγουν όλοι από τον τόπο τους. Έτσι και έγινε. Άρχισαν να χωρίζονται σε τρεις ομάδες προκειμένου (όπως νόμιζαν) να φύγουν από το Σούλι αλλά με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Η αναχώρηση ορίστηκε για τις 16 Δεκεμβρίου.
Ο καλόγερος Σαμουήλ, ωστόσο, μαζί με πέντε ακόμα Σουλιώτες παρέμεινε στο Κούγκι και όταν, μια ημέρα σαν σήμερα, οι Τούρκοι πήγαν για να το πάρουν και κυρίως να κάνουν δική τους την πυριτιδαποθήκη της Μονής του Αγίου Αθανασίου, ο καλόγερος έβαλε φωτιά και την ανατίναξε συμπαρασύροντας στο θάνατο πολλούς Τούρκους!
Λέγεται πως όταν οι Τούρκοι πήγαν να καταλάβουν το Κούγκι ένας από τους ανθρώπους του Αλή Πασά προκάλεσε τον Σαμουήλ: «Πόσα κολαστήρια στοχάζεσαι καλόγερε, θα σε κάμη ο Βεζύρης οπόταν σε βάλει εις το χέρι, από το οποίο και δε γλιτώνεις»;. Εκείνος φέρεται να του απάντησε: «Δεν είναι άξιος ο Βεζύρης να πιάση άνθρωπον, όστις εκτός οπού δε φοβάται, γνωρίζει και άλλον δρόμον: του θανάτου…». Η κίνηση αυτή εξόργισε τον Αλή Πασά που θεώρησε πως οι Σουλιώτες καταπάτησαν τη συμφωνία για αναίμακτη παράδοση προκειμένου να φύγουν όλοι στη συνέχεια με ασφάλεια και έτσι αποφάσισε να τους κυνηγήσει μέχρι τέλους.
Η πρώτη φάλαγγα με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε στην Πάργα ασφαλής και από εκεί διεκπεραιώθηκε στην Κέρκυρα. Η δεύτερη υπό τους Μποτσαραίους με κατεύθυνση τα Άγραφα, χτυπήθηκε από τον Αλή στη Μονή του Σέλτσου (20 Απριλίου 1804), με αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλά θύματα. Η τρίτη φάλαγγα δέχθηκε επίθεση στο Ζάλογγο (1803). Πολλοί φονεύθηκαν, ενώ 60 γυναίκες με τα παιδιά τους χόρεψαν το Χορό του Ζαλόγγου και γκρεμίστηκαν στα βράχια για μην πιαστούν αιχμάλωτες. Μετά την πτώση του Σουλίου ο Αλή Πασάς έκτισε στο Κούγκι θερινή έπαυλη και την επάνδρωσε.
Πολλοί Σουλιώτες της 1ης κυρίως φάλαγγας εισήλθαν στην υπηρεσία των Ρώσων στην Κέρκυρα, όπου αποτέλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της λεγεώνας των ελαφρών τυφεκιοφόρων. Αυτό ήταν ένα σύνταγμα ατάκτων στρατιωτών, που οργανώθηκε από τους Ρώσους και συστάθηκε από πρόσφυγες των ηπειρωτικών χωρών. Δεν περιέλαβε μόνο Σουλιώτες, αλλά και Χειμαριώτες, Μανιάτες, κλέφτες και αρματωλούς. Μετά την πτώση του Σουλίου ο Αλή Πασάς έκτισε στο Κούγκι θερινή έπαυλη και την επάνδρωσε, έως το 1820 που οι ξεριζωμένοι Σουλιώτες, 17 χρόνια μετά τον διωγμό τους, επέστρεψαν περήφανα.
Οι Σουλιώτες επέστρεψαν στον τόπο τους την Άνοιξη του 1820, όταν εκμεταλλευόμενοι την οριστική ρήξη ανάμεσα τον Αλή Πασά και τον Σουλτάνο, έκαναν συμφωνία με τον πρώην εχθρό τους ο οποίος τους επέτρεψε να γυρίσουν αρκεί να πολεμούν στο πλευρό του. Δυο χρόνια αργότερα αναγκάστηκαν όμως και πάλι να φύγουν από το Σούλι μετά τη συντριβή των επαναστατημένων Ελλήνων στη Μάχη του Πέτα. Στο τέλος της Επανάστασης μόνο 200 Σουλιώτες είχαν επιζήσει. Σήμερα, από τα 11 χωριά του Σουλίου μόνο η Σαμονίβα κατοικείται από ανθρώπους, όμως (γενεολογικά) δεν έχουν καμία σχέση με τους Σουλιώτες.
Το 1963, έγιναν ανασκαφές και ανεγέρθηκε ξανά ο ναός της Αγίας Παρασκευής. Στο Κούγκι κάθε χρόνο στo πλαίσio των Εορτών του Σουλίου, που γίνονται την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, γίνεται αναπαράσταση της αποχώρησης των Σουλιωτών καθώς και της ανατίναξης του Κουγκίου.
Αυτό, ωστόσο, μόνο εύκολο δεν ήταν. Την άνοιξη του 1789, ο Αλή Πασάς εκστράτευσε κατά των Σουλιωτών με 10.000 Τουρκαλβανούς. Η εκστρατεία αυτή κράτησε τέσσερις μήνες και τελείωσε με περίλαμπρη νίκη των Σουλιωτών αφού όχι απλά υπερασπίστηκαν τον τόπο τους αλλά στο τέλος «έκοψε» και μισθό στους οπλαρχηγούς προκειμένου να αναλάβουν την ασφάλεια της περιοχής!
Το 1792 ο Αλή Πασάς, επιχείρησε δεύτερη εκστρατεία κατά των Σουλιωτών. Πάλι με δύναμη 10.000 Τουρκαλβανών. Υπό τη διοίκηση του Γεωργίου Μπότσαρη, του Λάμπρου Τζαβέλλα και του Δήμου Δράκου, οι Σουλιώτες κράτησαν για δεύτερη φορά μακριά τον στρατό του Αλή Πασά. Ενδεικτικό της νέας ήττας του Πασά ήταν πως σκοτώθηκαν 2.000 Τουρκαλβανοί και μόλις 74 Σουλιώτες!
Αφού είδε και απόειδε ο Αλής Πασάς κατάλαβε πως ο μόνος τρόπος για να καταφέρει να κάνει τους Σουλιώτες να λυγίσουν είναι στην ουσία μια πολυορκία η οποία θα έβαζε σε απομόνωση τους Σουλιώτες. Έτσι, τυπικά ο τρίτος πόλεμος ξεκινάει το 1800 με τον Πασά να πραγματοποιεί πολλές και διαδοχικές μάχες αλλά ταυτόχρονα να φτιάχνει και κάστρα γύρω από το Σούλι προκειμένου να μένει εκεί ο στρατός του.
Έτσι, μπορεί οι Σουλιώτες να κέρδιζαν τις μάχες, αλλά, ουσιαστικά αυτό ήταν χωρίς αντίκρισμα αφού ο στρατός του Αλή Πασά, δεν έφευγε από την περιοχή αλλά υποχωρούσε για μερικές ώρες ή ημέρες στα κάστρα μέχρι να επαναλάβει τις επιθέσεις. Κάπως έτσι το Σούλι βρέθηκε σε μια πολιορκία διαρκείας. Τρόφιμα, όπλα και πυρομαχικά άρχισαν να γίνονται είδος προς... εξαφάνιση και η φαγωμάρα «έσπασε» την ενότητα ανάμεσα στις φάρες.