ΕΛΛΑΔΑ. Στον απόηχο των «Ευαγγελικών» και με ανοιχτά τα μέτωπα του Μακεδονικού και του Κρητικού Ζητήματος έγιναν οι πρώτες εκλογές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο διάστημα του 1902 τη χώρα κυβερνούσε πρωθυπουργός των ειδικών αποστολών Αλέξανδρος Ζαΐμης, στηριζόμενος στις ευκαιριακές ψήφους είτε των «δηλιγιαννικών», είτε των «θεοτοκικών». Οι μεν «δηλιγιανικοί» τον υπονόμευαν διαρκώς, επιδιώκοντας τη διαδοχή του από τον αρχηγό τους Θεόδωρο Δηλιγιάννη, οι δε «θεοτοκικοί» εξαρτούσαν την υποστήριξή τους από τα ρουσφέτια και τις διευκολύνσεις που τους παρείχε.

Ήταν προφανές ότι ο Ζαΐμης δεν μπορούσε να κυβερνήσει και φρονίμως ποιών ζήτησε από τον βασιλιά Γεώργιο Α' τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Ο ανώτατος άρχοντας συναίνεσε και υπέγραψε το διάταγμα διάλυσης της Βουλής στις 12 Σεπτεμβρίου 1902 από την Κοπεγχάγη, όπου βρισκόταν για διακοπές. Ως ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών ορίστηκε η 17η Νοεμβρίου.

Την ψήφο ή μάλλον το λευκό σφαιρίδιο των πολιτών ζήτησαν οι δύο μεγάλοι πολιτικοί σχηματισμοί της εποχής: Το «Εθνικόν Κόμμα» ή Κόμμα Δηλιγιάννη με αρχηγό τον μέγα δημαγωγό Θεόδωρο Δηλιγιάννη και το «Νεωτερικόν Κόμμα» ή Κόμμα Θεοτόκη με αρχηγό τον μετριοπαθή Γεώργιο Θεοτόκη, κληρονόμο της παράταξης και της πολιτικής του Χαρίλαου Τρικούπη.

Στις εκλογές αυτές παρουσιάστηκε η εξής ιδιομορφία: παρά τον οξύτατο ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων, οι υποψήφιοι βουλευτές, επιδιώκοντας ο καθένας το προσωπικό του συμφέρον, κατέφυγαν σε συναλλαγές με τους υποψηφίους αντιπάλων κομμάτων, σχηματίζοντας έτσι μεικτούς τοπικούς συνδυασμούς. Δικαίως χαρακτηρίστηκαν από τον Τύπο, «εκλογές των παρανόμων συνοικισμών», «εκλογές χωρίς νόημα και χωρίς αρχές».

Η προεκλογική αντιπαράθεση περιστράφηκε κυρίως γύρω από τον ρόλο του Στέμματος, την εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό και τη σωστή λειτουργία των θεσμών. Η παραβίαση της αρχής της δεδηλωμένης από τον βασιλιά με την πρωθυπουργοποίηση Ζαΐμη είχε δημιουργήσει κλίμα δυσπιστίας προς τον Γεώργιο, αλλά και προς τους «τσανακογλύφτες των ανακτόρων» Θεοτόκη και Ζαΐμη, που από τη ζωηρή τους επιθυμία να ονομασθούν πρωθυπουργοί επέτρεπαν στη «χεράρα του Βασιλέως να σταματά τη συνταγματική μηχανή», όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Τύπος της εποχής.

Η ημέρα των εκλογών έλαβε χαρακτήρα λαϊκής γιορτής, με τους αποκλεισμένους της κάλπης -γυναίκες και παιδιά- να δίνουν τον τόνο της πανηγυρικής ατμόσφαιρας. Αγόρια και κορίτσια κρατούσαν με ενθουσιασμό χάρτινες εικόνες των δύο αρχηγών και τα σύμβολα των κομμάτων, «ελιά» για το Νεωτερικό Κόμμα και «κορδόνι» για το Εθνικό. Άνθρωποι και άμαξες, στολισμένοι με τα κομματικά σύμβολα περιδιάβαιναν τους δρόμους και τις εκκλησίες όπου γινόταν η ψηφοφορία, φωνάζοντας συνθήματα υπέρ του εκλεκτού τους. Στον αντίποδα, αντίπαλες ομάδες αντάλλασσαν υβριστικές χειρονομίες και φράσεις, ενώ δεν έλειπαν και οι μικροσυμπλοκές που κατέληγαν σε συλλήψεις των πρωταγωνιστών.

Η κάλπη δεν ανέδειξε νικητή, καθώς οι δύο μεγάλες παρατάξεις συγκέντρωσαν από 102 βουλευτές, προς μεγάλη ικανοποίηση του βασιλιά, που κατέστη ρυθμιστικός παράγων με τους 19 «ζαϊμικούς» βουλευτές. Άλλωστε, αυτός ήταν και ο στόχος του με την επιλογή Ζαΐμη: Να προκαλέσει ρήγμα στον δικομματισμό, που λειτουργούσε από το 1885 με την εναλλαγή στην εξουσία του Τρικούπη και του Δηλιγιάννη.

Τις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1902 ακολούθησε περίοδος πολιτικής αστάθειας. Συνοδεύτηκαν από αιματηρές ταραχές (18 - 23 Νοεμβρίου 1902), που έμειναν στην ιστορία ως «Σανιδικά».

Τι είναι όμως τα Σανιδικά;

Με την προσωνυμία αυτή χαρακτηρίστηκαν τα επεισόδια που ξέσπασαν στην Αθήνα την επομένη των εκλογών της 17ης Νοεμβρίου 1902. Πρωταγωνίστησαν οι οπαδοί του Εθνικού Κόμματος («Δηλιγιαννικού»), που ζητούσαν την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον εκλεκτό τους Θεόδωρο Δηλιγιάννη, επειδή πίστευαν ότι ο βασιλιάς παραβιάζει τη συνταγματική τάξη.

Η κάλπη όχι μόνο δεν έδωσε αυτοδύναμη κυβέρνηση, αλλά ανέδειξε ισόπαλες τις δύο μεγάλες παρατάξεις. Το «Εθνικό Κόμμα» και τον «Νεωτερικόν Κόμμα» του Γεωργίου Θεοτόκη απέσπασαν από 102 έδρες, επί συνόλου 234. Ο εκλεκτός του βασιλιά Αλέξανδρος Ζαΐμης συγκέντρωσε μόλις 19 έδρες και στις 18 Νοεμβρίου υπέβαλε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία.

Ο Γεώργιος Α' έπρεπε να αναθέσει την πρωθυπουργία είτε στον Θεόδωρο Δηλιγιάννη είτε στον Γεώργιο Θεοτόκη. Επειδή τα αποτελέσματα και η κατανομή των εδρών δεν είχαν οριστικοποιηθεί, αποφάσισε τον διορισμό υπηρεσιακής κυβέρνησης. Απευθύνθηκε στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου Ιωάννη Σημαντήρα, ο οποίος αρνήθηκε. Στη συνέχεια στράφηκε προς τον υπασπιστή του Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, αλλά η αντίδραση του γηραιού δημαγωγού Θεόδωρου Δηλιγιάννη υπήρξε άμεση.

Κατέβασε τους οπαδούς του στον δρόμο, καταφεύγοντας για άλλη μια φορά στην προσφιλή μέθοδο της οχλαγωγίας. Βασιζόμενος στην επιτυχία του κόμματός του στην Αττική, προσπάθησε να εκβιάσει την ανάθεση σ' αυτόν του σχηματισμού κυβέρνησης. Στην κινητοποίηση των διαδηλωτών πρωταγωνίστησαν οι πολιτικοί που είχαν ιδιαίτερη επιρροή στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας, οι λεγόμενοι «αττικάρχες», όπως ο Δημήτριος Ράλλης, που συνεργαζόταν με τους 11 βουλευτές του με τον Δηλιγιάννη και ο μεγαλοσυνδικαλιστής Αλέξανδρος Σκουζές, πρόεδρος είκοσι συντεχνιών της Αθήνας.

Επί πέντε ημέρες (18 - 23 Νοεμβρίου 1902) η πρωτεύουσα παρουσίαζε εικόνα οχλοκρατούμενης πόλης. Οι «δηλιγιαννικοί» λιθοβολούσαν γραφεία εφημερίδων και καταστήματα, ενώ πρωταγωνίστησαν σε συμπλοκές με οπαδούς του Θεοτόκη, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλοί τραυματίες. Ο Ράλλης, που επηρέαζε τα γύρω αρβανιτοχώρια, έφερε τους οπαδούς του με πίπιζες και νταούλια, καθώς και με πιστόλες και μαχαίρια, για να τρομοκρατήσουν τους φιλήσυχους πολίτες. Αλλά το κύριο όπλο των διαδηλωτών ήταν οι σανίδες, τις οποίες αποσπούσαν από νεοανεγειρόμενες οικοδομές της οδού Σταδίου. Γι' αυτό και οι ταραχές αυτές έμειναν στην ιστορία ως «Σανιδικά».

Οι «αττικάρχες», αντί να επέμβουν και να διαλύσουν τον όχλο, από τα μπαλκόνια τους χαιρετούσαν «τον γενναίον, φιλότιμον και άγρυπνον υπέρ των θεσμών, λαόν της Αττικής». Έβριζαν και απειλούσαν το Θεοτόκη, το Ζαΐμη, καθώς και το βασιλιά Γεώργιο, αλλά εξυμνούσαν τον διάδοχο Κωνσταντίνο. Κάποιοι υποστήριξαν ότι τα επεισόδια ήταν οργανωμένα από τη γερμανική πρεσβεία και άλλες προσωπικότητες, με σκοπό να δημιουργήσουν το κατάλληλο πολιτικό κλίμα, ώστε ή ν' αναγκαστεί να παραιτηθεί ο Γεώργιος ή με πραξικόπημα να εκθρονιστεί.

Ο φερόμενος ως υποψήφιος πρωθυπουργός Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος συμβούλευσε τον βασιλιά να αναθέσει τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Δηλιγιάννη, γιατί «...αφενός υπέρ αυτού απέκλινεν η πλειοψηφία, αφετέρου δε ήθελε καταπέσει ο ερεθισμός του μεγάλου εκείνου κόμματος, όπερ ήρξατο να πιστεύση, ότι το Στέμμα εκ προσωπικού μίσους κατεφέρετο κατά του αρχηγού του». Τελικά, στις 23 Νοεμβρίου 1902 ο βασιλιάς ενέδωσε. Ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης στον Θεόδωρο Δηλιγιάννη και η τάξη αποκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα.

Την επομένη, ο Βλάσης Γαβριηλίδη έγραψε στην «Ακρόπολη»: «Ο λαός νομοθετεί προχείρως. Απλώνει την πανίσχυρον χείρα του και ξεριζώνει πόρτες, παράθυρα, παν ό,τι κτυπά και ξυλίζει», εκθειάζοντας την αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων. «Η ισχύς της σανίδος» αποδείχθηκε, έτσι, αποφασιστικής σημασίας για την αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας.

Πηγή: SanSimera.gr

Ακολουθήστε το notospress.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις