11 ποιήματα εμπνευσμένα από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου
Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα
ΑΘΗΝΑ. Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους.
- Διαβάστε τη συνέχεια εδώ: Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο… Σαν σήμερα η Εξέγερση του Πολυτεχνείου
11 Ποιήματα εμπνευσμένα από την Εξέγερση του Πολυτεχνείου:
Μικρός Τύμβος (17 Νοεμβρίου 1973) (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
Φοβάμαι (Μανώλης Αναγνωστάκης)
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Εδώ Πολυτεχνείο (Φώτος Γιοφύλλης)
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!...»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!
Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.
Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!...
Κοίτα με στα μάτια (Νίκος Γκάτσος)
Κοίτα με στα μάτια κι έλα πιο κοντά
άγια μου καρδιά κι αγαπημένη
άκουσα κι απόψε πόρτα να βροντά
πέτρες θα κυλάν οι πεθαμένοι.
Πώ να το ξεχάσω κείνο το παιδί
στο περιβολάκι τ' Άι-Νικόλα
έπινε τον ήλιο σα χλωρό κλαδί
πριν το θυμηθούν τα πολυβόλα.
Κοίτα με στα μάτια και με το σουγιά
πάρε από τη φλέβα μου μελάνι
γράψε τ' όνομά του στην αστροφεγγιά
χέρι φονικό να μην το φτάνει.
Πού είσαι Πέτρο; Πού είσαι Γιάννη;
Στου κάτω κόσμου το σιντριβάνι.
Νεράκι πίνω να λησμονήσω.
Γύρισε πίσω. Γύρισε πίσω.
Κωνικός Νοέμβρης (Έκτωρ Κακναβάτος)
Αλαλιασμένος έτρεχε πίσω απ’ την εξάτμιση·
Συμμάζωχνε τα πεπτικά του όπως όπως
το παχύ το τυφλό το σιγμοειδές
παρατατικός ταξίαρχος.
Χυμένες κατεπάνω του οι σφήκες σύννεφο
έζεχνε ψοφίμι ο μυελός των επωμίδων
το στομάχι να ξερνά ηγήτορες, το πάγκρεας
πορτοκαλί σιδερικό τινάχτηκε στο βάραθρο,
η φωνή του επάνω στο φεγγάρι ετζακίστη
σκόρπισε κι η χολή φελόνι,
μακρύ συλλείτουργο ίσα κάτω την Τσίμοβα.
Προωθημένος διεθνής ραβδούχος νοικιασμένος
με την ώρα σε κώχευεν ο πόρφυρας
μάτι κρύο έμπυο…μα οι μικρές εκείνες;
εκείνες του νερού που δεν λυγίσανε
που δεν ελύγιζαν ποτέ με την γεωδαισία;
λέω για τις σημαντικές ικτίδες των λαβυρίνθων.
Αλαφρωμένος, τρίχρωμος, τσέπες γεμάτες χελιδόνια
εφηβικά εξανθήματα στύσεις κι άλλα τέτοια
της ευθυβολίας, ομολόγησε πως όχι σπάνια
αυτιάζονταν ελευθερίαν ήτοι αρχαίο κρουστό
οιονοσκόπων· ύστερα χιόνισε όπως θυμάσαι.
Μούμιες ψαριών γελούσανε μες στ’ασπρογάλαζο.
Τέλος πήδησε στο κενό ο θεότρελλος κ’ εχάθη·
κάποτε το ’χε πει: όπου να’ναι ταξιδεύω με χιονοστιβάδες.
Εκείνους τους χρόνους άκουγε : αχ
Ευκαιρία που χάθηκε με την σπληνεκτομή.
Εσύ πηγαίνοντας κατά τα Πατήσια ή ετούτο:
πόσες μέρες ακόμη του μένουνε του ήλιου;
Τα τανκς μεταδοτικά δισύλλαβα άνοιγαν δρόμο
του βροντόσαυρου, καταμεσί οδόφραγμα
κωνικός Νοέμβρης
Μετρούσες, πάλι ακέφαλο έψιλον πετρωμένο ήτα
Το άλφα πολτός από τον φάλαγγα.
Στο στενό τι ήθελες μ’ εκείνη την αφίσσα
εσύ ένας σκύλος σε στάση εμετού;
Σου είπα μη από τα φαρμακεία τους μην περνάς
σου τη στήνουν πάλι ούθε κι αν περάσεις
πρόσεχε πού πατάς πρόσεχε τις πρόκες,
εσένα το λέω με την ουρανομήκη ανεμόσκαλα
φωλιά του πυρετού, ερωδιέ,
με τα βροντώδη τσόκαρα.
Κίνδυνος στην πόλη (Γιάννης Κοντός)
Απόψε δεν γράφονται ποιήματα.
Ο τρελός ξέφυγε μ’ ένα όπλο
και ρίχνει στο ψαχνό.
Όλα τον δείχνουν – αλλά
κανείς δεν βλέπει.
Τρέχω – τρέχουμε.
Σκοντάφτω στον εαυτό μου.
Ο ποιητής παριστάνει
το οπωροφόρο δέντρο για να
γλιτώσει τον ξυλοκόπο.
Ο Έφηβος των Αθηνών (Γιάννης Κουτσοχέρας)
Είμαι ο Διομήδης- ο έφηβος των Αθηνών
που έθαψα με της καρδιάς μου το αίμα
την τρανή κραυγή της λευτεριάς
τραγουδώντας την και αποχαιρετώντας.
Πολυτεχνείο 79 (Αργύρης Μαρνέρος)
Είναι ωραίοι οι ανώνυμοι
Καθώς στο πανηγύρι έρχονται
Μ' ένα γαρύφαλλο στο χέρι
Για να τιμήσουν τους νεκρούς
Μα πιο ωραίοι είναι όταν φεύγουν
Κρατώντας στο ίδιο χέρι
Ένα σουβλάκι της ώρας
Πραγματικά ξελιγωμένοι
Από την υπερένταση της συγκίνησης.
Εν Έτει 2000 (Φαίδρος Μπαρλάς)
Όταν μεγάλωσε, έμαθε
πως ο πατέρας του
ήταν κι αυτός,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Η θεία του η Λιλή,
ο θείος του ο Μιχάλης,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο.
Όλοι οι γνωστοί του μπαμπά,
όλες οι γνωστές της μαμάς,
ήταν κι αυτοί,
«τη νύχτα εκείνη»,
στο Πολυτεχνείο…
Τώρα, κάθε πρωί,
καθώς κατηφορίζει την οδό Πατησίων
κι αντικρύζει την καγκελλόπορτα
την κλεισμένη «εις μνήμην».
στριφογυρίζει στο νου του
η ίδια απορία:
«Πώς διάβολο χώρεσαν
όλοι αυτοί εδώ μέσα;…»
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου (Λένα Παππά)
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει κα δεν τηνε ξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ’χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Βεργίνα 1977 μ.Χ. (Γιάννης Πατίλης)
Φίλιππε δεν περίμενα πως θα σε βρίσκανε!
Άκου τα νέα μας λοιπόν
Ο Σάχης της Περσίας υποστήριζε τον Παπαδόπουλο
αλλά στη μάχη του Πολυτεχνείου νίκησαν οι Έλληνες!
Εκεί στην πύλη την πλατειά έγινε ο τάφος του περσισμού
ενώθηκαν όλοι οι καθηγητές με τον Λαό.
Βγάλαμε πάλι την ελευθερία από τον γύψο.
Μας αναγνώρισαν γι’ αυτό οι Σκύθες και οι Τριβαλλοί.