Πόσες αποχρώσεις έχει η μοναξιά τελικά.

Ζω με τη μάσκα στο πρόσωπο, αυτό που κανείς μέχρι τώρα δεν είχε φυλακίσει.

Με μια μύτη, δειλό δραπέτη, πότε έξω και πότε μέσα να θυμίζει εκείνα τα πουλιά του χιονιά που θέλουν να φύγουν στο ξέφωτο αλλά ποτέ δεν φεύγουν...

Κανείς δεν βλέπει αν τα μάτια μου είναι υγρά ή δακρυσμένα.

Καλημέρα σε λάθος άνθρωπο, πες την κι ας πέσει χάμω…

Ένα τσούξιμο πίσω απ’ τ’ αυτιά θυμίζει τον δυνάστη ιό.

Προχωρώ. Με ένα μήνυμα ανοίγω την πόρτα και βγαίνω στο φως.

Δηλώνω στα ψέματα ότι νοιάζομαι για τους ανθρώπους μου…

Κοινωνία του φίμωτρου και της άπνοιας… απλώνεται μπροστά μου.

Ένοχος, όσο μου πρέπει, για τα τρυφερά υπάκουα παιδιά που στοιχίζονται για να μαθαίνουν τι θα πει «κύριος της ζωής σου».

Μετρώ την ώρα με την ανάσα μου.

Το ραχάτι ποτέ δεν είχε τέτοιο νεύρο.

Καφές στα χνώτα μου μυρίζει, κι η γη γυρίζει, κι η γη γυρίζει…

Ο ήλιος ψηλά και νιώθω μια περίεργη ικανοποίηση από το παρελθόν…

Μια πίκρα τόσο πικρή που έχει χρώμα στυφό και άρωμα μαύρο… Παρανόησα;

Η ανάσα μου με ξυπνάει, με φυλάει, με μεθάει…

Ένιωσα την ανάσα μου, αξονική της ύπαρξής μου.

Ζαλίζομαι σαν νάρκισσος χωρίς καθρέφτη…

Στάση ψυχής που κάνει επανάσταση, για ένα τέταρτο, την ίδια ώρα…

Τραβώ με δύναμη φαιδρή τα λαστιχένια χαλινάρια μου και ρουφώ μάταιη ελευθερία.

Αντί να θωρώ τον ουρανό, τσιμπώ βιαστικά τον φερετζέ της αποτυχίας ενός λογικού όντος και σκύβω.

Μη τυχόν και δεν σταθεί στο ύψος του και χάσω το μέτρημα της ανάσας μου…

Μάλλον μεσημέριασε, γιατί αλλάζει…

Ακόμα μια λάθος χαιρετούρα. Τι έχανα τόσο καιρό…

Έπρεπε να γίνω υπάνθρωπος για να αλλάξω από απάνθρωπος και άνθρωπος να γίνω.

Βήχω χωρίς λόγο.

Ένιωσα την ανάσα μου με βία να βγαίνει.

Κάποτε το έλεγα αγανάκτηση…

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr