«Οκτώβρης και δεν έσπειρες / Οχτώ σωρούς δεν έκανες»

Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Αυτό το δίστιχο – παροιμία λέγανε οι παλαιοί των ημερών , που είχανε αποθησαυρίσει τη σοφία των αιώνων , θέλοντας να πούνε πως ο Οκτώβρης ήτανε η τελευταία ευκαιρία για τον γεωργό να οργώσει και να σπείρει τα χωράφια του , προκειμένου να εξασφαλίσει για την οικογένειά του το ψωμί της χρονιάς που θα ’ρχότανε . Αλλιώς , αν δεν καμάτευε και δεν έσπερνε μέχρι να τελειώσει ο Οκτώβρης , τότε δεν θα είχε πλούσια σοδειά και το ψωμί θα του ’λειπε απ’ το σπίτι .

Αυτό όμως δεν έφτανε: Έπρεπε ο Οκτώβρης να είναι βροχερός , ώστε να χορτάσει η γη νερό και ο ευλογημένος σπόρος να φυτρώσει και να δώσει μπόλικο σιτάρι για τον φαμελίτη νοικοκύρη . Γι’ αυτό στην Κύπρο λέγανε :

«Αν βρέξει ο Οκτώβρης και χορτάσει η γη

Πούλησ’ το σιτάρι σου και αγόρασε βόδια .

Αν δεν χορτάσει ο Οκτώβρης τη γη,

Πούλησ’ τα βόδια σου κι αγόρασε σιτάρι»

Έτσι , λοιπόν , αν τύχαινε κι έμπαινε ο Οκτώβρης «ξερικός» , οι γεωργοί, αθώοι και αγνοί άνθρωποι του καιρού τους , σήκωναν τα μάτια τους στον Ουρανό για να βοηθήσει ο Θεός .

Έκαναν , λοιπόν , λιτανείες , μπροστά οι εικόνες , τα εξαπτέρυγα κι ο παπάς με το θυμιατό , πίσω μικροί και μεγάλοι (όλο το χωριό) και πήγαιναν ολοτρόγυρα στα χωράφια κι έψελναν και προσεύχονταν και παρακάλαγαν το Θεό , την Παναγία , το Χριστό και τους Αγίους όλους , να στείλουνε την ευλογημένη και πολυπόθητη βροχούλα για να πρασινίσουνε τα χωράφια κι αργότερα , την άλλη χρονιά , το Θεριστή , να είναι γεμάτα με χρυσά μεστωμένα στάχυα , έτοιμα για θέρισμα , αλώνισμα , λίχνισμα και άλεσμα στο μύλο , για να ’χει η οικογένεια το αλεύρι στα σεντούκια και στα σακιά και να μυρίζει το φρεσκοψημένο ψωμί στο φούρνο , αφού, πάλι ο Λαός μας λέει :

«Όλα είν’ υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι» .

Δηλαδή , ό,τι και να φάει ο άνθρωπος δεν τον «κρατάει» , αν δεν φάει ψωμί . Τα στημόνια ήτανε οι τεντωμένες και γερές κλωστές του αργαλειού μέσα από τις οποίες περνούσαν με το αδράχτι το νήμα , για να φτιάξουνε το όποιο υφαντό . Όπως , λοιπόν , χωρίς το στημόνι δε γίνεται να φτιάξεις τίποτα στον αργαλειό , έτσι και χωρίς το ψωμί δεν μπορεί ο άνθρωπος να ζήσει .

Κι ο Θεός , που ακούει πάντα τις προσευχές των ανθρώπων όταν γίνονται με πίστη και με αγνή και άδολη καρδιά , έστελνε τα ευλογημένα πρωτοβρόχια για να μαλακώσει η γης , να οργωθεί και να σπαρθεί . Κι όχι μόνο αυτό : Προς το τέλος του Οκτώβρη , κοντά στη σημαδιακή γιορτή τ’ Αγιοδημητριού , έστελνε ο Θεός και μια καλοσύνη του καιρού , «το καλοκαιράκι του Αϊ Δημητριού» , όπως το λέγανε οι παλιοί . Και τότε σταματάγανε οι βροχές κι έκανε μια ζεστούλα κι ο σπόρος που ’χε μαλακώσει απ’ τη βροχή ξεθάρρευε απ’ τη ζέστα του ήλιου κι «έσκαζε» και τότε αρχίζανε τα νιόσκαφτα χωραφάκια να πρασινίζουνε , δίνοντας χαρά κι ελπίδα στους γεωργούς . Γι’ αυτό κι ο λαός μας λέει :

«Αϊ Δημητράκη – μικρό καλοκαιράκι» .

Πώς , όμως , να μη φυτρώσει ο σπόρος αυτός που ήτανε δυναμωμένος και καρπερός από την Πίστη και την Προσευχή των ανθρώπων της γης και του καμάτου , από την ψυχή εκείνων των παλιών που άλλο δεν κάνανε ολημερίς παρά να κοιτάνε τη γη χαμηλά δουλεύοντας σκληρά ή τον Ουρανό ψηλά κάνοντας τον Σταυρό τους ;

Γιατί εκτός από τις λιτανείες που κάνανε για να έρθουν οι βροχές , πριν σπείρουνε , πάλι απ’ το Θεό ξεκινάγανε : Την ημέρα του Οκτώβρη που ήτανε κανονισμένη για όργωμα (καλό ήτανε η δουλειά να γίνεται Δευτέρα ή Τετάρτη , ποτέ όμως Τρίτη γιατί τη θεωρούσανε μέρα κακή) έβγαζε ο γεωργός από το αμπάρι ή τις κοφίνες τον σπόρο που είχε κρατήσει από το καλοκαίρι , έπιανε μια χούφτα απ’ αυτόν , έκανε την προσευχή του , τον ράντιζε ύστερα με νερό ή Αγιασμό κι ευχότανε μαζί με όλους τους δικούς του :

«Όπως τρέχει το νερό

Να τρέχει και το βιο»

Αλλού τον πηγαίνανε τον σπόρο στην εκκλησία να τον διαβάσει ο παπάς και σε μερικά μέρη της Ελλάδας , μέσα στο σακί με το σπόρο , ρίχνανε καρύδια , μύγδαλα , μήλα , σκόρδο για το μάτιασμα και ρόιδι για να ’χουνε πλούσια σοδιά . Αν , μάλιστα, την ώρα της σποράς στο χωράφι , με την πρώτη χεριά σπόρου , έπιανε ο γεωργός και κάποιο καρύδι , το θεωρούσε καλό σημάδι . Κι αν το ’σπαζε και το ’βρισκε γερό μέσα, ακόμα καλύτερα . Αν όμως το ’βρισκε «τζούφιο» , τότε τον «ζώνανε τα φίδια» μήπως η σοδιά δεν πάει καλά .

Αθώες προλήψεις των ανθρώπων εκείνης της εποχής που η ζωή τους ήτανε ανηφορική , δύσκολη και τραχιά και πασχίζανε με τρόπους που τους είχανε παραδοθεί από γενιά σε γενιά , να μαντέψουνε ή να κάνουνε καλύτερο το «αύριο» που ερχότανε . Δεν θέλανε , οι καημένοι , πλούτη και δόξες και παλάτια . Να ’χουνε μόνο την υγειά τους θέλανε και να ’χει κι η φαμελιά φαΐ να βάζει στην κατσαρόλα κάθε πρωί , κι ας ήτανε μονάχα τραχανάς , και ψωμί για να στυλώνεται η καρδιά και το κορμί τους .

Σήμερα , για μας τους «σύγχρονους» και «πολιτισμένους» νεο-Έλληνες , «μήνας μπαίνει , μήνας βγαίνει» όλοι οι μήνες ίδιοι είναι . Για τους παλιούς , όμως , κάθε μήνας ήτανε διαφορετικός και κάθε μήνας είχε τη δική του σημασία και αξία για τη ζωή τους .

Έτσι και ο Οκτώβρης , που για μας δε λέει τίποτα , για κείνους ήτανε ένας μήνας πολύ σημαντικός , αφού ήτανε ο μήνας που θα κάνανε την πιο σπουδαία δουλειά όλης της χρονιάς , το όργωμα και τη σπορά , από την οποία κρεμότανε όλη τους η ζωή . Γι’ αυτό άλλωστε τον λέγανε τον Οκτώβρη και Σπαρτό .

Και πόσο όμορφα θα νιώθανε κείνοι οι παλιοί δουλευτάδες της γης όταν πηγαίνανε στην εκκλησιά τις μέρες εκείνες που ήτανε να πιάσουνε το αλέτρι κι ακούγανε τον Ιερέα του χωριού τους να διαβάζει απ’ την Ωραία Πύλη την Παραβολή του Καλού Σπορέως :

Εἶπεν ὁ Κύριος τήν παραβολήν ταύτην· ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ὃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ κατεπατήθη, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατέφαγεν αὐτό· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐπὶ τὴν πέτραν, καὶ φυὲν ἐξηράνθη διὰ τὸ μὴ ἔχειν ἰκμάδα· καὶ ἕτερον ἔπεσεν ἐν μέσῳ τῶν ἀκανθῶν, καὶ συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι ἀπέπνιξαν αὐτό. καὶ ἕτερον ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, καὶ φυὲν ἐποίησε καρπὸν ἑκατονταπλασίονα. ταῦτα λέγων ἐφώνει· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω.» Λουκ. η΄ 4-15

Ναι ! Όλα αυτά που έλεγε το Ευαγγέλιο τα γνωρίζανε οι παλαιοί χωριανοί . Γιατί τα ζούσανε κάθε χρόνο εκεί στο χωράφι τους και ξέρανε καλά πως και ο Λόγος του Θεού είναι σαν το σπόρο που ρίχνανε κι αυτοί στο χωράφι , που μόνο όταν έπεφτε σε καλή γη φύτρωνε κι έφερνε πολύν καρπό . Και τότε σταυροκοπιούντανε και κάνανε βαθιές μετάνοιες για να ευχαριστήσουνε τον Χριστό που διάλεξε να γίνει ένας απλός και ταπεινός Σπορέας σαν κι αυτούς κι όχι ένας τρανός και περήφανος κοσμικός άρχοντας και βασιλιάς .

Κάποτε , όταν ήμουνα δάσκαλος στο 1/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Βουτιάνων , ερχότανε κάθε χρόνο , τον Οκτώβρη , ένας γεροντάκος και όργωνε με το αλέτρι του και το μουλάρι του , ένα μικρό χωραφάκι που είχε έξω από το σχολείο . Κρέμαγε το ταγάρι του με το ψωμί , το τυρί , τις ελιές και τη ντομάτα σ’ ένα πουρνάρι , έζευε το ζο του στο αλέτρι , έψαχνε με τη ματιά του τις παλιές αυλακιές στο χωράφι , έβγαζε την τραγιάσκα του , κοίταγε τον ουρανό κι έκανε τον Σταυρό του ευλαβικά τρεις φορές . Έπιανε , μετά , γερά το αλέτρι απ’ τις χερολαβές και με μια δυνατή φωνή : «Άιντε Κοκκίνη μου» , ξεκίναγε το όργωμα . Αφήναμε το μάθημα , τότε , και βγαίναμε έξω με τα παιδάκια και τον κοιτάγαμε από την αρχή μέχρι που τελείωνε , γιατί εδώ ήτανε κι εδώ γινότανε το αληθινό μάθημα κι όχι μέσα στην αίθουσα . Ύστερα , ο γερο – ξωμάχος , με το χέρι του το δεξί , έπιανε το σπόρο από ένα σακούλι και περπατώντας πάνω-κάτω και πέρα - δώθε στο οργωμένο χωράφι τον σκόρπιζε απλωτά . Ήτανε τέτοια η αγαλλίαση που απλωνότανε στο πρόσωπό του όσο όργωνε και έσπερνε , που νόμιζες πως κάποιος Άγιος είχε κατεβεί απ’ τα Ουράνια , για να οργώσει και να κάνει τη γη καρπερή μαζί και την ψυχή των ανθρώπων .

Κάτι τέτοιο θα είχε δει , σίγουρα , και θα είχε νιώσει και ο μεγάλος λογοτέχνης μας Σπύρος Μελάς , όταν έγραψε τα παρακάτω λόγια :

«Αγναντεύω με θαυμασμό το γέρο εξωμάχο και όλο τον βλέπω να μεγαλώνη παράξενα στα μάτια μου . Όλα τα άλλα μου φαίνονται μικρά μπροστά του .Μικρή η πολιτεία πέρα με τη μάταιη βουή της . Μικροί οι κύριοι και οι κυράδες , που περνούν μα χάχανα στα αυτοκίνητα . Μικροί οι ακαμάτηδες που βγαίνουν στα χωράφια για περίπατο . Μόνο ο γέρο εξωμάχος είναι αληθινά μεγάλος» .

Σπ. Μελάς , «Το όργωμα» , Αναγνωστικό Δ΄Δημοτικού , 1970 – 10η έκδοση

Σήμερα , τόσα χρόνια μετά , κάθε που μπαίνει ο Οκτώβρης , φέρνει μαζί του στο μυαλό μου , σαν ευλογία , κι εκείνη την εικόνα του γερο- ξωμάχου , που όργωνε το χωραφάκι του εκεί έξω από το σχολείο μου , στους Βουτιάνους , πριν από σαράντα , περίπου , χρόνια . Και νιώθω , πραγματικά , ευλογημένος που μ’ αξίωσε ο Θεός να πάρω κι εγώ κάτι από την «Σπορά Ζωής» εκείνων των παλαιών ανθρώπων και να μπορώ, μεταξύ άλλων , να βλέπω και τον Οκτώβρη με άλλα μάτια .

Τὸ ἀλέτρι

Ζευγαρωμένα, ταιριαστὰ

τὰ βόδια στὸ ζυγὸ

μέσ’ στὰ βαθιὰ τὰ μάτια τους

τὴ συλλογή τους κρύβουν

καὶ στὸ χωράφι τ’ ἄσκαφτο

σέρνουν μὲ βῆμ’ ἀργό,

σέρνουν τὸ ἀλέτρι πίσω τους

καὶ κάπου- κάπου σκύβουν.

Τὸ ὑνὶ χαράζει ἀκούραστα

τ’ αὐλάκι τὸ βαθύ,

ξεσκάβοντας, τινάζοντας

τὴν πέτρα, τὸ κοτρώνι,

κι ὁ ζευγολάτης ἄφωνος

τ’ ἀλέτρι ἀκολουθεῖ

καὶ μὲ βουκέντρα σουβλερὴ

τὰ βόδια του κεντρώνει.

Κι ὀργώνει, ὀργώνει ὁλημερὶς

τ’ ἀλέτρι τὸ βαρὺ

καὶ πάει ἐμπρὸς καὶ πάει ἐμπρὸς

καὶ πίσω πάλι στρέφει,

γιὰ νἄρθῃ ὁ σπόρος ὕστερα,

νὰ πέσῃ καὶ νὰ βρῇ

βαθιὰ σκαμμένο κι ἁπαλὸ

τὸ χῶμα, ποὺ μᾶς τρέφει.

Καὶ θὰ φυτρώσῃ καὶ θὰ βγῇ

τὸ φύτρο τὸ χλωρό,

καὶ πράσινο τὸ στάχυ του

τὸν ἥλιο θ’ ἀντικρίσῃ,

καὶ θὰ μεστώσῃ, θὰ ψηθῇ

μὲ τὸν καλὸ καιρὸ

καὶ θὲ νὰ πάῃ στὸ μυλωνᾶ

κι ἀλεύρι θὰ γυρίσῃ.

Εὐλογημένο τρεῖς φορὲς

τ’ ἀλέτρι τὸ βαρύ!

Εὐλογημένα τρεῖς φορὲς

τὰ βόδια, ὁ ζευγολάτης,

κι εὐλογημένη τρεῖς φορὲς

ἡ γῆ ποὺ καρπερὴ

μὲ δίχως βαρυγκόμηση

μᾶς δίνει τὰ καλά της!

Ιωάννης Πολέμης

Αναγνωστικό Β' Δημοτικού 1963