Γράφει ο Παναγιώτης Η. Κομνηνός*

Ίσως μια από τις σημαντικότερες στιγμές του ανθρώπινου νου, ευθύς όταν άρχιζε η κοινωνική οργάνωση των ανθρώπων, ήταν η αναζήτηση και η σύνδεσή τους με το Θείον. Ήταν η ανακάλυψη του Θεού. Όχι μόνο για μεταφυσικούς λόγους και αγωνίες, αλλά και για λόγους υπαρξιακούς που είχαν σχέση με την ύπαρξη και συνοχή των κοινωνιών.

Και απ΄εδώ αρχίζει ανά τους αιώνες η μεγάλη περιπέτεια του δικαίου και της δικαιοσύνης εν γένει, η οποία συνεχίζεται αδιάκοπα μέχρι σήμερα, με απώτερο σκοπό την όσο περισσότερο γίνεται προσέγγιση αλλά και ταύτισή της με τις ανθρώπινες κοινωνίες.

Για να υπάρξει κοινωνία με συνοχή, προαπαιτούμενο ήταν η ύπαρξη κανόνων ρυθμιστικών τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε συλλογικό, έτσι ώστε ο άνθρωπος από θηρίο να γίνει μέλος της ομάδας-κοινωνίας με υποχρεώσεις και δικαιώματα. Και για να γίνει τούτο, κατ΄ ανάγκη εκεί στο Θείον προσέτρεξε, καθ΄όσον δεν είχε και άλλη επιλογή. Και το Θείον-Θεός αναγνωρίζεται και γίνεται η πανταχού παρούσα υπέρτατη ρυθμιστική δύναμη. Και τίθενται αρχές, κανόνες και εντολές, που η τήρησή τους ορίζεται υποχρεωτική. Και όλα μαζί αΰλως μορφοποιούνται στον Θείον Νόμο, που είναι νόμος ιερός και απαραβίαστος. Που είναι η αρχέγονη-πρώτη μορφή νόμου στην πορεία των ανθρώπων, η τήρηση του οποίου εξασφαλίζεται με ποινές και κυρώσεις Θεϊκής προέλευσης.

Και έγινε αποδεκτός από τους ανθρώπους ο Θείος νόμος, γιατί είχε την εγγύηση της υπέρτατης δύναμης των Θεών και ο οποίος στη πορεία, τους οδήγησε σε μια νέα ανθρώπινη κατάκτηση, με τη ανακάλυψη της Δικαιοσύνης ως κοινωνικής λειτουργίας, δια της οποίας εμπεδώνεται η αντίληψη της τήρησης και εφαρμογής του νόμου, ο οποίος στην πορεία συνεπικουρείται από την επινόηση του Ηθικού Νόμου, που θεμελιώνεται στην ανθρώπινη συνείδηση. Του Άγραφου Νόμου, που έχει προφορικά καθιερωθεί και αντλεί το κύρος του από το έθιμο και την παράδοση. Και του Φυσικού Δικαίου, που είναι η αιώνια και αναλλοίωτη και κοινή για όλους ιδέα του ορθού σύμφωνα με το καλό και αγαθό.

Και η κορύφωση της ανθρώπινης σκέψης σε σχέση με την προέλευση, τη φύση και το σκοπό του νόμου, οδηγεί μετά από μια μορφή μεταλλαγής των κανόνων τούτων στον Πολιτικό Νόμο, το γραπτό νόμο της πόλης, που αποκτά υπόσταση από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. με την εφεύρεση της ελληνικής γραφής, που πρώτοι οι πρόγονοί μας τον επινόησαν και τον μελέτησαν όχι με την ιδιότητα των νομικών, όπως έγινε στη Ρώμη αλλά με εκείνη των φιλοσόφων, οι οποίοι ζητούσαν να διοικείται η πόλη από δικούς της κανόνες και όχι από έναν άνθρωπο.

Δηλαδή με άλλα λόγια ο Ελληνικός Νόμος δεν χρειαζόταν κανενός είδους εγγυητή, δεν ήταν νόμος εξ αποκαλύψεως όπως λ.χ. ο εβραϊκός, αλλά δημιούργημα της συναίνεσης των ιδίων, της οργανωμένης κοινωνικής συναίνεσης. Και ήταν οι πρώτοι αυτοί οι φιλόσοφοι, που έφτασαν στην αρχή της διάκρισης των εξουσιών με τον Αριστοτέλη «..εν μεν τι το βουλόμενο, δεύτερον δε το περί τας αρχάς, τρίτον δε τι το δικάζον…»που κακώς πολύ ύστερα αποδόθηκε στους Μοντεσκιέ και Λοκ, όπως επίσης πρώτοι ήταν εκείνοι, που επινόησαν το κοινωνικό συμβόλαιο με τον Σωκράτη, το οποίο δεν είναι ιδρυτικό μιας κοινωνίας όπως εκείνο του Ρουσσώ, αλλά κάνει την Πολιτεία, να ζεί κάθε μέρα σύμφωνα με αυτό, αφού η ίδια το αποδέχεται.

Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών ή λειτουργιών θεωρείται ύψιστη κατάκτηση της φιλοσοφικής διανόησης αλλά και της πολιτικής σκέψης και δεν είναι τυχαίο, πως η κατά Αριστοτέλη διάκριση συμπίπτει με την περίοδο των δημοκρατικών κατακτήσεων στην Αθήνα, ενώ εκείνη του Μοντεσκιέ με την αντίστοιχη περίοδο που στην Ευρώπη αρχίζουν να εμφανίζονται τα πρώτα δημοκρατικά πολιτεύματα, που στη συνέχεια εξελίχτηκαν και ακολούθως αποτέλεσαν το κυρίαρχο πολίτευμα σε όλο σχεδόν τον πλανήτη στη σημερινή του μορφή, που είναι η κοινωνική δημοκρατία.

Σήμερα η δικαιοσύνη τόσο ως εξουσία όσο και ως λειτουργία επιφορτισμένη την τήρηση, την εφαρμογή του νόμου και συνακόλουθα την απονομή του δικαίου, είναι το βάθρο της Δημοκρατίας – της άλλης μεγάλης κατάκτησης της Ελληνικής διανόησης - διότι νόμος και δικαιοσύνη είναι τρόπον τινά ιδέες και αρχές ομοούσιες, και όπως δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη δίχως το νόμο, έτσι συμβαίνει και με το νόμο, που δίχως τη δικαιοσύνη καθίσταται ανενεργός. Και γίνεται αυτονόητο πλέον, πως δίχως τη δικαιοσύνη, δεν μπορεί να υπάρξει στερεά κοινωνία, δεν μπορούν να υπάρξουν ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορούν να υπάρξουν πολίτες. Και το άδικο και παράνομο γίνονται κυρίαρχες δυνάμεις, οπότε και δεν μπορεί πλέον να γίνεται λόγος για κοινωνική δημοκρατία, η οποία σημειωτέον, ελλείψει καλύτερου πολιτεύματος και παρά τις εγγενείς υστερήσεις της είναι το καλύτερο και πλέον ανθρώπινο, απ΄ όλα τα καταγεγραμμένα υπόλοιπα πολιτεύματα.

Εμείς οι δικηγόροι, που βιώνουμε από κοντά τον καθημερινό αγώνα της δικαιοσύνης προς επιτέλεση του δύσκολου έργου της, γινόμαστε κοινωνοί της αγωνίας αλλά και του υψηλού φρονήματος της άλλης πλευράς της δικαιοσύνης, της ανθρώπινης πλευράς της, που είναι οι δικαστές, οι οποίοι με τη συλλειτουργική συμμετοχή και ημών των δικηγόρων, γίνονται οι κύριοι εκφραστές όχι απλά της ιδέας της δικαιοσύνης αλλά της ουσίας της.

Και μη γινόμαστε μεμψίμοιροι, καχύποπτοι και μίζεροι πολλές φορές, και εστιάζουμε διαρκώς στο ιδεατό, παραβλέποντας τον ανθρώπινο χαρακτήρα της που, παρά τις κατά καιρούς ως λαού κακουχίες μας, το ανθρώπινο αυτό μέρος της μορφοποιείται διαρκώς προς το καλύτερο και γίνεται ακόμη πιο ανθρώπινο, αγγίζοντας στο πρότυπο της θεάς της δικαιοσύνης της Θέμιδος. Εκείνης της ελληνίδας θεάς με το διακριτικό χαμόγελο και τα ανοιχτά μάτια στις αρχαίες παραστάσεις, που ήταν η ελληνική ανθρώπινη αντίληψη περί της δικαιοσύνης, σε αντίθεση με την γνωστή γυναικεία παράσταση με τα κλειστά μάτια και με το ζυγό και σπαθί στα χέρια, που εξέφραζε τη ρωμαϊκή αντίληψη της σκληρότητας της δικαιοσύνης, σύμφωνα με τον κανόνα dura lex sed lex - σκληρός νόμος αλλά νόμος .

Εν κατακλείδι τελικά, η δικαιοσύνη στη χώρα μας ως αντανάκλαση της ελληνικής κοινωνίας, καλά κρατεί και καλά λειτουργεί. Μάλιστα αν καταφέρει και ξεπεράσει και κάποιες από τις εσωτερικές αδυναμίες της, όπως λ.χ. τη συντόμευση του χρόνου ανταπόκρισης στις υποχρεώσεις της – που επιβάλλεται να είναι άμεσοι στόχοι της - και από την άλλη πλευρά εμείς τη σεβόμαστε όπως της αρμόζει, τότε και με συνεκτίμηση του ανθρώπινου και φιλοσοφικού κεκτημένου της, που ανάγεται στην ανθρωποκεντρική ουσία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μας, τότε λοιπόν θα μπορούμε ακόμη να κοιμόμαστε και ήσυχοι, όπως υποσχέθηκε η Αθηνά στους Αθηναίους, όταν συνέστησε το πρώτο κατά τον Αισχύλο Δικαστήριο τον Άρειο Πάγο, για να δικάσει υπό την προεδρία της τον Οιδίποδα, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες, πως το Δικαστήριο τούτο θα είναι «….έρυσμα τε και πόλεως σωτήριον…» - φύλακας και κάστρο της πόλεως.

Σήμερα 3 Οκτωβρίου, όπως και τα προηγούμενα χρόνια, τιμάμε τη μνήμη του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, ενός εκ των πρώτων αγίων της εκκλησίας μας, που γεννήθηκε στην Αθήνα εννέα χρόνια μετά τη γέννηση του Χριστού. Που ευρισκόμενος ως επισκέπτης στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, έζησε το παράδοξο σκότος, που επικράτησε την ημέρα της σταύρωσης του Χριστού, σημειώνοντας ο ίδιος το συμβάν τούτο, που τον υποχρέωσε να αναφωνήσει «Ή Θεός πάσχει ή το παν απόλλυται».

Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον Απόστολο Παύλο και βαπτίστηκε χριστιανός μαζί με τα μέλη της οικογενείας του και ακολούθως ορίστηκε επίσκοπος Αθηνών, γι΄ αυτό και τιμάται ως πολιούχος της πόλης. Υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, πως επισκέφθηκε και γνώρισε από κοντά την ίδια την Παναγία, ενώ ο δια πυράς θάνατός του τον εξύψωσε στο πάνθεο των μαρτύρων του χριστιανισμού.

Υπήρξε εκλεγμένο μέλος του ανώτατου Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εξ ου και το προσωνύμιο Αρεοπαγίτης, ενώ ήταν και βαθύς γνώστης της αρχαιοελληνικής γραμματείας.

Έτσι, η καθιέρωση από την Πολιτεία η ημέρα μνήμης του Διονυσίου Αρεοπαγίτου να τιμάται και ως ημέρα του εορτασμού της Δικαιοσύνης, παραπέμπει σε υψηλούς συμβολισμούς, που έχουν σχέση με τις πατρογονικές φιλοσοφικές και δικαιϊκές καταβολές μας, οι οποίες με την σταδιακή συμπόρευση τους με τις αρχές της χριστιανικής οικονομίας, συνέβαλαν στο θαύμα της εμπέδωσης του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού, που ακόμη και για τους κάθε είδους σκεπτικιστές, είναι το θεμέλιο του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.

Και πρέπει καλά να το καταλάβουμε πως η δικαιοσύνη μας, εκτός από εξουσία και λειτουργία της πολιτείας, είναι αφ΄ εαυτής αξία και ιδεατή παρακαταθήκη του πολιτισμού μας, και ο ομιλών τολμά να ισχυριστεί, πως μετ΄ εκτίμηση των καταβολών της είναι και διακριτικό γνώρισμα της εθνικής μας προέλευσης και της διαχρονικής μας ταυτότητας.

( *) Ομιλία στον Μητροπολιτικό Ναό Σπάρτης στις 3.10.2020, ημέρα εορτασμού της Δικαιοσύνης και μνήμης του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου με συμμετοχή του Παναγιοτάτου Μητροπολίτου Μ.&Σ. κ. Ευσταθίου και παρουσία των τριών βουλευτών του νομού μας, των Τοπικών Αρχών, δικηγόρων, υπαλλήλων των Δικαστηρίων Σπάρτης και πολιτών.

* Τα άρθρα δεν απηχούν απαραίτητα τη γνώμη του notospress.gr