Γράφει ο Βαγγέλης Μητράκος

Στα χρόνια τα παλιά η δουλειά ήταν σκληρή, ιδιαίτερα για τα παραπαίδια, τα μαστορόπουλα, τα οποία, για να μάθουν μια δουλειά και να ζήσουν, είχαν «κολλήσει» κοντά σε κάποιον τεχνίτη - μάστορα (χτίστη, τσαγκάρη, φαναρτζή, μαραγκό, σιδερά μπογιατζή κ.α.) και δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ χωρίς να σηκώνουν κεφάλι για λίγες , μόνο, δραχμές.

Η μόνη βδομαδιάτικη χαρά τους ήτανε το Σάββατο, γιατί ήταν η μέρα που θα πληρώνονταν και την άλλη μέρα ήταν η Κυριακή, για να ξεκουράσουν λίγο το βασανισμένο τους κορμάκι και να βγούνε μια τσάρκα για να ξεσκάσουν.

Για τούτο βγήκε και η παροιμιώδης έκφραση: «Σάββατο να 'ναι, μάστορα, κι ας είναι χίλιες ώρες», που πάει να πει πως όσο σκληρή και πολύωρη να είναι η δουλειά, το Σάββατο γίνεται απάλαφρη με το καρτέρεμα της πληρωμής και της κυριακάτικης ξεκούρασης!

Λένε, όμως, πως κι ο μάστορας είχε βγάλει σαν απάντηση μιαν άλλη φράση: «Αλλά θα ’ρθει κι η Δευτέρα, να σου πάρει ο διάολος τον πατέρα», εννοώντας ξεκάθαρα ότι τη Δευτέρα, μετά την πληρωμή του Σαββάτου και τη σχόλη της Κυριακής, ο εργατάκος θα ξαναμπεί στο «κάτεργο» και θα δουλέψει ακόμα πιο σκληρά, προκειμένου να βγάλει περισσότερη δουλειά για το αφεντικό .

Βέβαια αυτή η φράση του μάστορα δεν αγαπήθηκε ποτέ (πώς θα ήταν δυνατόν;) και γι’ αυτό μισοξεχάστηκε ενώ, αντίθετα, η φράση του μαστορόπουλου, λόγω λαϊκής συμπάθειας, επέζησε, αφού, άλλωστε, εξέφραζε τη μεγάλη πλειοψηφία μέσα στην κοινωνία εκείνης της εποχής .